1. Η Αρχή διαβιβάζει και ανταλλάσσει πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των αναλύσεών της, με τις αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και με τις εποπτικές αρχές, εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται αναγκαίες για το έργο τους και για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους. Επίσης, δύναται να ζητεί ενημέρωση για τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήχθησαν από τις εν λόγω αρχές, καθώς και κάθε πληροφορία που προβλέπεται από το άρθρο 49.
Η Αρχή μπορεί να αρνηθεί την παροχή των πληροφοριών στις περιπτώσεις που αυτή θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση στις διεξαγόμενες έρευνες ή αναλύσεις ή στην περίπτωση που η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα ήταν σαφώς δυσανάλογη προς τα έννομα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίον ζητείται.
Η Αρχή ενημερώνει μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες την Α.Α.Δ.Ε. για τις περιπτώσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από φορολογικά αδικήματα, τελωνειακά αδικήματα ή αδικήματα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, καθώς και το Σ.Δ.Ο.Ε. για τις δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων που αφορούν εν γένει σε αδικήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του.
2. Η Αρχή ανταλλάσσει με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος με Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης που μπορεί να είναι χρήσιμες για τις επιχειρησιακές τους αναλύσεις. Στις περιπτώσεις όπου λαμβάνει αναφορές υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών που αφορούν σε άλλο κράτος μέλος, τις διαβιβάζει αμελλητί στην αντίστοιχη Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών.
3. Τα εκατέρωθεν αιτήματα ανταλλαγής πληροφοριών πρέπει να περιλαμβάνουν τα πραγματικά περιστατικά και το πλαίσιο διενέργειας της έρευνας, τους λόγους υποβολής του αιτήματος και τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν οι ζητούμενες πληροφορίες. Η Αρχή εκτελεί μόνο αιτήματα που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Επιπλέον η Αρχή μπορεί να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών για λόγους εθνικής ασφάλειας και σε εξαιρετικές περιστάσεις παραβίασης του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών με Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να επιβάλλονται περιορισμοί και προϋποθέσεις ως προς την χρήση τους. Οι πληροφορίες που προέρχονται από Μονάδες άλλων κρατών μελών μπορούν να χρησιμοποιούνται από την Αρχή μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν και με σεβασμό των τυχόν επιβληθέντων περιορισμών ή προϋποθέσεων. Οποιαδήποτε διαβίβαση των πληροφοριών αυτών σε άλλη αρχή ή φορέα ή χρήση αυτών για σκοπούς πέραν των αρχικώς εγκριθέντων, υπόκειται σε προηγούμενη συγκατάθεση της Μονάδας που παρέχει τις πληροφορίες. Σε περίπτωση όπου ζητείται η συγκατάθεση της Αρχής για την διαβίβαση των πληροφοριών που έχει παράσχει, σε άλλες αρχές ή φορείς του αιτούντος κράτους μέλους, η Αρχή δεν αρνείται την σχετική συγκατάθεση, παρά μόνον αν η διαβίβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα μπορούσε να παρακωλύσει την διενέργεια εγχώριας ποινικής έρευνας, να προξενήσει σαφώς δυσανάλογη βλάβη στα έννομα συμφέροντα ενός προσώπου ή στο δημόσιο συμφέρον ή να αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου. Η άρνηση συγκατάθεσης αιτιολογείται δεόντως.
5. Οι αρμόδιες αρχές δύναται ομοίως να ανταλλάσσουν εμπιστευτικής φύσης πληροφορίες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τον παρόντα νόμο και να αλληλοενημερώνονται για τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών. Με διμερή ή πολυμερή μνημόνια συνεργασίας δύναται να εξειδικεύονται οι διαδικασίες και οι τεχνικές λεπτομέρειες της ως άνω ανταλλαγής πληροφοριών.
6. Οι αρχές της παρ. 1 δύναται να διενεργούν κοινούς ελέγχους σε υποθέσεις κοινής αρμοδιότητας και ενδιαφέροντος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τον παρόντα νόμο.
7. Για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης νοούνται εκείνες που αφορούν στην επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική συμπεριφορά προσώπων, τα στοιχεία των συναλλαγών και δραστηριοτήτων τους, τα φορολογικά στοιχεία τους και πληροφορίες σχετιζόμενες με ποινικά αδικήματα και φορολογικές, τελωνειακές ή άλλες διοικητικές παραβάσεις.