1. Το πρώτο εδάφιο της παρ.3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά από σχετική εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π., θεσπίζεται σε ενιαίο κείμενο ο Κανονισμός Παιγνίων, ο οποίος διακρίνεται στα ακόλουθα κεφάλαια:»
2. Η περ. 2 της παρ. 3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι κάτοχοι των αδειών και πιστοποιήσεων, τα πρόσωπα που αιτούνται άδειες διεξαγωγής παιγνίων ή/και συμμετέχουν σε διαγωνισμούς χορήγησης τέτοιων αδειών, καθώς και τα πρόσωπα στα οποία έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα διεξαγωγής παιγνίων είτε μέσω διαγωνισμού είτε με οποιονδήποτε άλλον νόμιμο τρόπο, ανεξαρτήτως του μέσου, του χρόνου, του τρόπου και του δικτύου προώθησης και διανομής των σχετικών υπηρεσιών για τη διοργάνωση, διεξαγωγή παιγνίων ή του μεταβατικού χαρακτήρα των σχετικών με τη διοργάνωση και τη διεξαγωγή αυτή δικαιωμάτων.».
3. Η περ. 3 της παρ. 3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«3) Οι προϋποθέσεις πιστοποίησης και εγγραφής στα οικεία μητρώα των κατασκευαστών και των εισαγωγέων τυχερών παιγνίων και παιγνιομηχανημάτων, των τεχνικών όλων των παιγνίων και παιγνιομηχανημάτων, της υποχρέωσης δήλωσης αυτών στην Ε.Ε.Ε.Π, καθώς και ο τρόπος τήρησης των μητρώων αυτών.».
4. Η περ. 8 της παρ. 3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«8) Ο τρόπος έκδοσης και παραλαβής της ατομικής κάρτας παίκτη, τα τεχνικά χαρακτηριστικά αυτής, καθώς και πρόσθετοι περιορισμοί που μπορούν να ενσωματωθούν σε αυτήν από τον ίδιο τον παίκτη. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις δημιουργίας του Ηλεκτρονικού Λογαριασμού Παίκτη, ανά παίγνιο, τύπους ή/και κατηγορίες αυτών, τα επιπλέον στοιχεία που απαιτείται να τηρούνται στον Ηλεκτρονικό Λογαριασμό Παίκτη, οι πρόσθετοι περιορισμοί που μπορούν να ενσωματωθούν σε αυτόν από τον ίδιο τον παίκτη, το χρονικό διάστημα της διατήρησης των παραπάνω στοιχείων και περιορισμών, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο Ηλεκτρονικός Λογαριασμός Παίκτη καθίσταται ανενεργός, οι ενέργειες που επιτρέπεται να πραγματοποιούνται μέσω αυτού, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.».
5. Η περ. 21 της παρ. 3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«21. Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία ταυτοποίησης των παικτών και καταβολής των κερδών τους στους λογαριασμούς που αυτοί τηρούν σε πιστωτικό ίδρυμα ή ίδρυμα πληρωμών, ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος.»
6. Η περ. 22 της παρ. 3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«22. Η μορφή, το περιεχόμενο, η διαδικασία έκδοσης και παραλαβής της ατομικής κάρτας παίκτη, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία και διασύνδεση αυτής , όπου απαιτείται, με τον Ηλεκτρονικό Λογαριασμό Παίκτη.».
7. Η περ. 25 της παρ. 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«25) Το είδος και το ύψος των επιβαλλόμενων διοικητικών κυρώσεων, εντός των ορίων που θέτουν οι κείμενες διατάξεις, ανά παράβαση ή ανά κατηγορία παραβάσεων ή ανά παιγνιομηχάνημα ή ιστότοπο και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.».
8. Στην παρ. 3 του άρθρου 29 προστίθενται περ.33) και 34) ως εξής:
«33. Ο καθορισμός των ειδών του στοιχήματος.
34. Η ειδικότερη διαδικασία και προϋποθέσεις εγγραφής στο Μητρώο Συνεργατών των κατόχων άδειας διεξαγωγής τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου και η σύσταση και τήρηση του σχετικού μητρώου.»
Το σχέδιο κανονισμού για τα τυχερά παιχνίδια πρέπει να κοινοποιηθεί μέσω της διαδικασίας TRIS (οδηγία 2015/1535) προς έγκριση παράλληλα με τα σχέδια τροπολογιών του νόμου 4002/2011.
Το σχέδιο κανονισμού για τα τυχερά παιχνίδια πρέπει να εκδοθεί πριν από την έγκριση των αλλαγών του νόμου 4002/2011, ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης να γνωρίζουν πλήρως το περιεχόμενό του και τις τεχνικές προδιαγραφές. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί, ιδίως, να είναι σαφές, ακριβείς και προβλέψιμοι οι κανόνες δικαίου, ιδίως όταν αυτές ενδέχεται να έχουν αρνητικές συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις.
Προτείνουμε επίσης ότι η ΕΕΕΠ πρέπει να ενεργεί ανεξάρτητα για την έκδοση τεχνικών κανονισμών και να μην εξαρτάται από τις αποφάσεις του εκάστοτε Υπουργού Οικονομικών, για την ορθή λειτουργία της αγοράς.
Άρθρο 03 – Τροποποίηση του άρθρου 29 του ν. 4002/2011
Γενικό σχόλιο
Θεωρούμε ότι θα ήταν σκόπιμο να τεθεί άμεσα σε διαβούλευση το προτεινόμενο σχέδιο του Κανονισμού Παιγνίων σε κάθε δε περίπτωση πριν την έναρξη ισχύος του νέου νόμου.
ΑΡΘΡΟ 3.1.
Ο Κανονισμός Παιγνίων θα πρέπει να εκδίδεται από την ίδια την Ε.Ε.Ε.Π. και όχι από τον Υπουργό Οικονομικών, κατόπιν εισηγήσεως της Ε.Ε.Ε.Π. Προτείνεται η αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 29 ως εξής:
«3. Με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π., που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θεσπίζεται σε ενιαίο κείμενο ο Κανονισμός Παιγνίων, ο οποίος διακρίνεται στα ακόλουθα κεφάλαια:»
ΑΡΘΡΟ 3.2.
Η προτεινόμενη τροποποίηση της περίπτωσης 2 της παραγράφου 3 του άρθρου 29 δεν είναι αναγκαία. Κατά την προτεινόμενη μεταβατική περίοδο οι εταιρείες που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 50 είναι, ούτως ή άλλως, υποχρεωμένες να λειτουργούν σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις υφιστάμενες άδειες που έχουν χορηγηθεί από τις χώρες εγκατάστασης των εν λόγω εταιρειών ενώ, μετά την έναρξη ισχύος των προτεινόμενων τροποποιήσεων, για τις εν λόγω εταιρείες θα ισχύσει η προτεινόμενη μεταβατική περίοδος και, με το πέρας αυτής, ούτως ή άλλως δεν θα υπάρχει μεταβατικό καθεστώς.
ΑΡΘΡΟ 3.6.
Στην προτεινόμενη περίπτωση 22 της παραγράφου 3 του άρθρου 29 γίνεται μνεία σε διασύνδεση, όπου απαιτείται, της Ατομικής Κάρτας Παίκτη με τον Ηλεκτρονικό Λογαριασμό Παίκτη.
Η ως άνω διατύπωση φαίνεται να καθιστά υποχρεωτική την ταυτόχρονη ύπαρξη αμφοτέρων (Ατομικής Κάρτας Παίκτη και Ηλεκτρονικού Λογαριασμού Παίκτη) και έρχεται σε πλήρη ερμηνευτική αντίθεση με την προτεινόμενη με το άρθρο 1.3. αντικατάσταση της περίπτωσης ιε) του άρθρου 25, σύμφωνα με την οποία όπου στο νόμο αυτό αναφέρεται η Ατομική Κάρτα Παίκτη του άρθρου 33 εννοείται και ο Ηλεκτρονικός Λογαριασμός Παίκτη και αντιστρόφως.
Προτείνεται η απαλοιφή της αναφοράς σε διασύνδεση της Ατομικής Κάρτας Παίκτη με τον Ηλεκτρονικό Λογαριασμό Παίκτη.
ΑΡΘΡΟ 3.8.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη ως περίπτωση 33 στην παράγραφο 3 του άρθρου 29, τα είδη του στοιχήματος θα καθορίζονται με τον Κανονισμό Παιγνίων. Αν η διάταξη ισχύσει ως προτείνεται οι κάτοχοι άδειας δεν θα μπορούν να προσφέρουν είδη στοιχήματος πέραν αυτών που θα καθορίζονται βάσει του τύπου της άδειάς τους.
Προτείνεται η περίπτωση 33 στην παράγραφο 3 του άρθρου 29 να μην συμπεριληφθεί στις προτεινόμενες τροποποιήσεις, αφενός διότι ούτως ή άλλως προβλέπεται η χορήγηση τύπου άδειας για στοιχηματικά παίγνια, ήτοι αθλητικά η μη στοιχήματα (και, κατά τούτο, δεν είναι ρυθμιστικά απαραίτητος ο περαιτέρω καθορισμός/εξειδίκευση των ειδών στοιχήματος με τον Κανονισμό Παιγνίων), ενώ η πρόδηλη ευρύτητα και αοριστία της εν λόγω νομοθετικής εξουσιοδότησης προς την Ε.Ε.Ε.Π. ενδεχομένως καθιστά την εξουσιοδότηση αντισυνταγματική και, αφετέρου, διότι αν ο νομοθέτης επιμείνει στη θέσπιση του Κανονισμού Παιγνίων με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών θα απαιτείται χρονοβόρος διοικητική διαδικασία (εισήγηση Ε.Ε.Ε.Π. και σχετική τροποποιητική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών) κάθε φορά που κάτοχος άδειας θα επιθυμεί να προσφέρει είδη στοιχήματος που θα εμπίπτουν μεν στον τύπο άδειάς του αλλά, για οποιονδήποτε λόγο, δεν θα συμπεριλαμβάνονται στον εκάστοτε ισχύοντα Κανονισμό Παιγνίων.
Επί του Άρθρου 3 παρ. 5
Θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά στο νόμο ότι οι παίκτες του ΟΠΑΠ θα ταυτοποιούνται μέσω της αυτοπρόσωπης φυσικής τους παρουσίας στα πρακτορεία τύπου Α΄ και Στ΄ του ΟΠΑΠ, καθώς και ότι οι παίκτες των λοιπών διαδικτυκαών παρόχων, που θα αδειοδοτηθούν, θα ταυτοποιούνται με την αυτοπροσωπη φυσική τους παρουσία στα ΚΕΠ ή τα ΕΛΤΑ. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι όσοι πάροχοι διεξάγουν ήδη παιχνίδια μέσω διαδικτύου θα πρέπει να προβούν εκ νέου στις διαδικασίες ταυτοποίησης των παικτών τους, ακόμη και των υφιστάμενων παικτών τους, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες του ν. 4002/2011, όπως θα ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον παρόντα νόμο και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων.
Άρθρο 03– Τροποποίηση του άρθρου 29 του ν. 4002/2011
Απόψεις / Παρατηρήσεις – Προτάσεις:
1. Η δια της παρ. 1 του σχεδίου νόμου παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης προς τον Υπουργό Οικονομικών για την έκδοση του Κανονισμού Παιγνίων και τη δι’ αυτού ρύθμιση, μεταξύ άλλων, θεμάτων ταυτοποίησης παικτών (κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 5 του εν λόγω άρθρου του σχεδίου νόμου) πάσχει από απόψεως νομιμότητας. Η πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας των παικτών (ταυτοποίηση) αποτελεί υποχρέωση, η οποία απορρέει από το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο περί πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και αποτελεί ήδη κανονιστική (αποφασιστική) αρμοδιότητα της Ε.Ε.Ε.Π.
Πιο συγκεκριμένα,
κατ’ άρθρο 28, παρ. 3, σημείο στ’ του ν. 4002/2011, στην ΕΕΕΠ ανήκει η αρμοδιότητα της έκδοσης κανονιστικών αποφάσεων που απευθύνονται στους κατόχους των αδειών για την εφαρμογή μέτρων πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Επομένως, η νομοθετική εξουσιοδότηση του παρόντος άρθρου του νομοσχεδίου προς τον Υπουργό Οικονομικών για την έκδοση του Κανονισμού Παιγνίων και τη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν και στην ταυτοποίηση των παικτών, έρχεται σε σύγκρουση με την ως άνω νομοθετική διάταξη (άρθρο 28, παρ. 3 του ν. 4002/2011), δυνάμει της οποίας η σχετική αρμοδιότητα έχει ήδη ανατεθεί και ασκείται από την Ανεξάρτητη Αρχή της ΕΕΕΠ.
2. Θέσπιση υποχρέωσης εκ νέου εγγραφής και πιστοποίησης/επαλήθευσης των στοιχείων της ταυτότητας των παικτών που είναι εγγεγραμμένοι στις βάσεις των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπήχθησαν στο προσωρινό φορολογικό μεταβατικό καθεστώς της παρ. 12 του άρθρου 50 του ν. 4002/2011.
Δεδομένου ότι στην ελληνική επικράτεια ήδη υφίσταται εν τοις πράγμασι ενεργή διαδικτυακή αγορά τυχερών παιγνίων κρίνεται απαραίτητο όπως διά του παρόντος νομοσχεδίου ρυθμιστεί το ζήτημα της επανεγγραφής / επαλήθευσης /επικαιροποίησης των στοιχείων ταυτότητας των παικτών που είναι ήδη εγγεγραμμένοι στις βάσεις παικτών των εταιρειών στις οποίες, υπό το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο παρ. 12 του άρθρου 50 του ν. 4002/2011, έχει επιτραπεί η παροχή υπηρεσιών τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου.
Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη καθότι αναφορικά με την εν λόγω κατηγορία παικτών δεν έχουν τηρηθεί οι ελάχιστες νόμιμες υποχρεώσεις ταυτοποίησής τους, όπως αυτές καθορίστηκαν το 2014 με την με αρ. 129/2/7-11-2014 απόφαση της ΕΕΕΠ (Β 3162), όπως ισχύει.
Σχετική υποχρέωση επανεγγραφής και επαναταυτοποίησης των στοιχείων των παικτών δεν ενέχει η ΟΠΑΠ Α.Ε. για τους παίκτες που είναι ήδη εγγεγραμμένοι στη βάση παικτών της και τούτο διότι η ΟΠΑΠ Α.Ε. παρέχει υπηρεσίες στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης μέσω του διαδικτύου, ήδη από τον Ιούνιο του 2014, σύμφωνα με τους όρους της με αρ. 105/2/26-05-2014 αποφάσεως της ΕΕΕΠ, όπως ισχύει. Συνεπώς οι παίκτες της έχουν ήδη ταυτοποιηθεί τηρουμένης της διαδικασίας πιστοποίησης/επαλήθευσης στοιχείων ταυτότητας του Παραρτήματος Ι της με αρ. 129/2/7-11-2014 αποφάσεως της ΕΕΕΠ, όπως ισχύει.
3. Θέσπιση υποχρέωσης ταυτοποίησης των παικτών δια της αυτοπρόσωπης παρουσίας τους σε φυσικά σημεία
Η εν λόγω μέθοδος πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας των παικτών προβλέπεται στο Παράρτημα Ι της με αρ. 129/2/7-11-2014 αποφάσεως της ΕΕΕΠ, όπως ισχύει. Με τη μέθοδο αυτή, ο παίκτης μεταβαίνει σε φυσικό σημείο, όπου το εξειδικευμένο προσωπικό επαληθεύει τα στοιχεία της ταυτότητάς του μέσω της αυτοπρόσωπης παρουσίας του. Προς διευκόλυνση της εν λόγω διαδικασίας προτείνεται: οι παίκτες των κατόχων άδειας διεξαγωγής τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου να ταυτοποιούνται μέσω της αυτοπρόσωπης παρουσίας τους σε φυσικό δίκτυο είτε σε άλλους φορείς με δίκτυα καταστημάτων (όπως Πιστωτικά Ιδρύματα, ΕΛΤΑ), είτε σε ΚΕΠ/Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών.
Στο πλαίσιο του παρόντος σχεδίου νόμου, η θέσπιση της αυτοπρόσωπης παρουσίας των παικτών για την ταυτοποίησή τους κρίνεται απαραίτητη, καθόσον η εν λόγω μέθοδος :
1) προβλέπεται στο υφιστάμενο νομοθετικό – κανονιστικό πλαίσιο (Παράρτημα Ι της με αρ. 129/2/7-11-2014 απόφασης της ΕΕΕΠ, όπως ισχύει),
2) εφαρμόζεται και σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη [π.χ. στην Τσεχία, όπου η ταυτοποίηση των παικτών γίνεται, κατ’ αρχήν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δια της αυτοπρόσωπης παρουσίας τους στις εγκαταστάσεις του παρόχου είτε σε τράπεζες ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή ενώπιον συμβολαιογράφων. Προβλέπεται δε ότι έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία της ταυτοποίησης, ο παίκτης δύναται να χρησιμοποιεί έναν προσωρινό λογαριασμό χρήστη, ο οποίος υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Η πρακτική αυτή συνάδει με τα προβλεπόμενα στην παρ. 22(α) του Κεφαλαίου V της από 14.7.2014 Σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις αρχές για την προστασία καταναλωτών και παικτών υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση (ΕΕ L 214, 19.07.2014), περί πρόσβασης των παικτών σε προσωρινό λογαριασμό του Φορέα Εκμετάλλευσης έως την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας επαλήθευσης της ταυτότητάς τους].
3) ελαχιστοποιεί την πιθανότητα παραποίησης της ταυτότητας των παικτών, προστατεύοντας αποτελεσματικά πιθανώς ευάλωτους παίκτες (π.χ. τους κάτω του νόμιμου ορίου ηλικίας, ή όσους παρουσιάζουν ροπή προς τον εθισμό), ενισχύοντας την τήρηση των αρχών του υπεύθυνου παιχνιδιού και συμβάλλοντας στην ασφάλεια των καταναλωτών και της κοινωνίας εν γένει,
4) συντελεί καίρια στον περιορισμό του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ιδίως όταν τα κέρδη από την σχετική παικτική δραστηριότητα είναι υψηλά). Εν ολίγοις, η εγγραφή των παικτών σε φυσικό σημείο θα προσφέρει τη μέγιστη δυνατή προστασία τόσο στους παίκτες, ώστε να μην πέσουν θύματα υπεξαίρεσης δεδομένων ή μη εξουσιοδοτημένων συναλλαγών, όσο και στους διαδικτυακούς παρόχους, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις απάτης στον διαδικτυακό στοιχηματισμό και σε άλλα παιχνίδια, και να συμβάλλουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην επίτευξη των σκοπών της νομοθεσίας για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Η πιστοποίηση όλων των παιγνίων από την ΕΕΕΠ είναι ένα μεγάλο έργο το οποίο θα χρειαστεί σημαντική τεχνογνωσία από την πλευρά της Επιτροπής και έξοδα από τους παρόχους.
Για την διευκόλυνση του έργου της ΕΕΕΠ και την εναρμόνιση με τη ενιαία αγορά της ΕΕ θα πρότεινα το εξής:
Να επιτρέπεται κάποιας μορφής έμμεση πιστοποίηση των παιγνίων, δηλαδή να μπορεί ο κάτοχος άδειας να προσφέρει παίγνια τα οποία είναι αδειδοτημένα σε άλλες χώρες της ΕΕ με πλαίσιο αντίστοιχο με το Ελληνικό.
Η αναγνώριση της τεχνογνωσίας και η καλή συνεργασία με άλλες Επιτροπές κρατών μελών της Ε.Ε. θα συνεισφέρει στην αποτελεσματικότητα της ΕΕΕΠ.
Προτείνουμε στην ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει κανόνες υλοποίησης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων του Νόμου 4002/2011, ώστε να είναι σε θέση τόσο οι προσωρινοί αδειούχοι, όσο και νέοι αιτούντες να προσαρμοστούν στους κανόνες αυτούς και να προετοιμάσουν την είσοδό τους στην αγορά. Επίσης, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να προκύψουν αρκετά ζητήματα ερμηνείας των κανόνων και θα ήταν πιο αποδοτικό να επιτραπεί στους παρόχους να ανοίξουν δίαυλο επικοινωνίας με τη ρυθμιστική αρχή για να αποφευχθεί πιθανή παρερμηνεία πριν την έναρξη ισχύος του νόμου. Ιδανικά θα προτείναμε στην ελληνική κυβέρνηση να δημοσιεύσει ένα σχέδιο των κανόνων υλοποίησης σε πρώιμο στάδιο και να οργανώσει δημόσια διαβούλευση για να διασφαλιστεί η λειτουργικότητα των κανόνων και η βελτίωσή τους, αν αυτό κριθεί απαραίτητο. Σε κάθε περίπτωση, σχέδιο κανόνων υλοποίησης θα πρέπει να κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την Οδηγία 2015/1535.
1. Με την διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 εδάφιο α’ Ν.4002/2011 (ΦΕΚ Α’ 180) χορηγήθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση για τη θέσπιση του Κανονισμού Παιγνίων. Κατά την ισχύουσα διατύπωση του νόμου ο Κανονισμός θεσπίζεται με Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από σχετική εισήγηση της ΕΕΕΠ. Με την προτεινόμενη διάταξη του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου (άρθρο 3 παρ. 1) επιδιώκεται η αρμοδιότητα έκδοσης του Κανονισμού να χορηγηθεί στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος θα αποφασίζει μετά από εισήγηση της ΕΕΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι στα επιμέρους εδάφια της παρ. 3 του άρθρου 29 Ν.4002/2011 καταγράφεται λεπτομερώς το κανονιστικό περιεχόμενο του Κανονισμού Παιγνίων, καθώς και το γεγονός ότι τα θέματα τα οποία εμπίπτουν στο κανονιστικό του περιεχόμενο είναι εξόχως τεχνικά και εξειδικευμένα άλλως έχουν λεπτομερειακό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση των διατάξεων του νόμου, αποδέκτης της νομοθετικής εξουσιοδότησης για τη θέσπιση του Κανονισμού Παιγνίων με βάση τα κριτήρια του ά. 43 Σ δεν είναι απαραίτητο να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αντιθέτως, η σχετική αρμοδιότητα μπορεί να ανατεθεί και σε άλλα όργανα της Διοίκησης. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 54 Ν.4002/2011, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, προβλέπονται τα εξής: «5. Μέχρι την έκδοση του Οργανισμού της Ε.Ε.Ε.Π. και του Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων, τα θέματα που διέπονται από αυτούς ρυθμίζονται με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων όσον αφορά τον Οργανισμό της.» Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «άλλο όργανο της Διοίκησης» κατά την έννοια του άρθρου 43 Σ και δη η ΕΕΕΠ ήδη έχει αποτελέσει αποδέκτη νομοθετικής εξουσιοδότησης για τη θέσπιση κανονιστικού πλαισίου που διέπει θέματα σχετικά με τον Κανονισμό Παιγνίων. Συνοψίζοντας, η νομοθετική αρμοδιότητα για τη θέσπιση Κανονισμού παιγνίων μπορεί να ανατεθεί σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β’ Σ.
2. Διαφορετικό προς τα ανωτέρω είναι το ερώτημα εάν ως αποδέκτης της νομοθετικής εξουσιοδότησης αρμόζει να είναι ο Υπουργός Οικονομικών ή η ΕΕΕΠ. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι η ΕΕΕΠ κατά το άρθρο 7 παρ.10 Ν.4038/2012 (ΦΕΚ Α’ 14) αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή που έχει συσταθεί από το νομοθέτη και στην οποία έχουν ανατεθεί εξειδικευμένες, εκτενείς αρμοδιότητες για τον τομέα των παιγνίων, επικουρείται δε κατά την ενάσκηση του έργου της από εξειδικευμένο προσωπικό, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 του ν. 3229/2004, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Σε σχέση με τον υπόψη Κανονισμό, ήδη από την αρχική διατύπωση της διάταξης προβλέπεται ουσιαστική συμβολή της ΕΕΕΠ στη διαμόρφωση του περιεχομένου του, καθώς προβλέπεται ρητώς η συμμετοχή της στη διοικητική διαδικασία θέσπισης αυτού και μάλιστα κατά τρόπο ιδιαίτερα δεσμευτικό: Στην αρχική διατύπωση της διάταξης του νόμου με την οποία χορηγείτο νομοθετική εξουσιοδότηση για τη θέσπιση του σχετικού Κανονισμού, ήτοι το άρθρο 29 παρ. 1 Ν.4002/2011, οριζόταν ότι απαιτείται να προηγείται της άσκησης της αποφασιστικής αρμοδιότητας η «πρόταση» της ΕΕΕΠ. Σημειώνεται ότι ο όρος «πρόταση» κατά το Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο σημαίνει συγκεκριμένο είδος γνωμοδοτικής αρμοδιότητας, η οποία ασκείται με πρωτοβουλία του γνωμοδοτούντος οργάνου και συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας η τήρηση του οποίου ελέγχεται δικαστικώς. Ακόμη, το αποτέλεσμα της πρότασης είναι ιδιαίτερα δεσμευτικό για το όργανο το οποίο αποφασίζει, αφού το τελευταίο δεν δύναται να αποστεί από το περιεχόμενο της πρότασης και να το τροποποιήσει, παρά μπορεί απλώς να απέχει από την έκδοση της εκάστοτε πράξης. Κατά το άρθρο 29 παρ. 3 Ν.4002/2011, ως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 173 παρ. 10 Ν.4261/2014 (ΦΕΚ Α’ 107), προβλέπεται επί του παρόντος «εισήγηση» της ΕΕΕΠ για τη θέσπιση του Κανονισμού Παιγνίων. Σημειώνεται σχετικά ότι ο όρος «εισήγηση» δεν έχει την ίδια σαφήνεια με τον τεχνικό όρο «πρόταση» κατά το ισχύον Διοικητικό Δίκαιο. Εκτιμάται ωστόσο ότι στη διάταξη αυτή χρησιμοποιείται καθ’ υποκατάσταση του όρου «πρόταση» και μάλλον η χρήση του συνιστά απλώς νομοτεχνική αστοχία, για τους εξής λόγους: Στο σχέδιο νόμου βάσει του οποίου θεσπίσθηκε ο Ν.4261/2014 προβλεπόταν ανάθεση της σχετικής αποφασιστικής αρμοδιότητας ευθέως στην ΕΕΕΠ, στη δε αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το εν λόγω σχέδιο νόμου αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Με τις διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 τροποποιούνται οι υφιστάμενες διατάξεις και χορηγείται εκ του νόμου λεπτομερής εξουσιοδότηση ώστε τα ειδικότερα, λεπτομερειακά και τεχνικά θέματα διεξαγωγής και ελέγχου των παιγνίων να ρυθμίζονται με κανονιστικές πράξεις της ΕΕΕΠ, αφού από τη μέχρι σήμερα εμπειρία έχει καταδειχθεί ότι η ταχύτητα της τεχνολογικής εξέλιξης στο χώρο αυτό επιβάλλει αντίστοιχη δράση της ρυθμιστικής Αρχής.» Με βάση το κείμενο αυτό προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη το έτος 2014 ήταν κατ’ αρχήν η ανάθεση της κανονιστικής αρμοδιότητας ευθέως και μόνον στην ΕΕΕΠ. Επιπλέον, είχε προηγηθεί νομοθετικό πλαίσιο (το έτος 2011), που προέβλεπε την ανάθεση αρμοδιότητας πρότασης στην ΕΕΕΠ, ενώ περαιτέρω είχε στο μεταξύ θεσπισθεί νομοθεσία σύμφωνα με την οποία κατοχυρώθηκε η θεσμική ανεξαρτησία της ΕΕΕΠ και έγινε η μετατροπή της σε ανεξάρτητη διοικητική αρχή (άρθρο 7 παρ. 10 Ν.4038/2012). Υπό αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι ο όρος «εισήγηση» στη διάταξη του ά. 29 παρ. 3 Ν.4002/2011, όπως ισχύει, θα μπορούσε να νοηθεί ως «απλή γνώμη» κατά την έννοια του Διοικητικού Δικαίου. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν θα συμβιβαζόταν με τη νομική φύση της ΕΕΕΠ ως ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, ως ρητώς έχει χαρακτηρισθεί από το νομοθέτη, αλλά θα την μετέτρεπε εμμέσως σε απλό γνωμοδοτικό όργανο του κράτους, αφού δεν νοείται «αρχή» και δη «ανεξάρτητη» χωρίς αρμοδιότητα απόφασης, έστω και με τη συμμετοχή άλλων οργάνων του κράτους. Συνοψίζοντας, η αρμοδιότητα της ΕΕΕΠ και η συμμετοχή της στη διαδικασία θέσπισης του Κανονισμού Παιγνίων δεν επιτρέπεται από θεσμική άποψη να περιορισθεί σε απλή γνώμη. Σημειώνεται πάντως ότι στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου χρησιμοποιείται για την προτεινόμενη νέα διάταξη υπό άρθρο 3 παρ. 1 του σχεδίου αυτού, ο όρος «εισήγηση» της ΕΕΕΠ. Για την αποφυγή κινδύνου παρερμηνείας και ασάφειας, κρίνεται αναγκαίο να αναδιατυπωθεί η διάταξη και να μη χρησιμοποιούνται όροι το περιεχόμενο των οποίων δεν έχει αποκρυσταλλωθεί.
3. Διαφορετικό προς τα ανωτέρω είναι το ζήτημα εάν θα πρέπει να ανατεθεί στην ΕΕΕΠ σύμφωνα με τις αρχές της καλής διακυβέρνησης και για λόγους ορθολογικής οργάνωσης της Διοίκησης, αποφασιστική αρμοδιότητα για τη θέσπιση της κατ’ εξουσιοδότηση νομοθεσίας, όπως ο Κανονισμός Παιγνίων, χωρίς τη συμμετοχή οργάνων της Κεντρικής Διοίκησης, ή αντιθέτως αρκεί μία ρύθμιση που αναθέτει στην ΕΕΕΠ αρμοδιότητα «πρότασης», όπως ίσχυε κατά το παρελθόν (αρχική διατύπωση Ν.4002/2011). Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της πρότασης κατά το Διοικητικό Δίκαιο, όπως αναφέρεται ανωτέρω, μία τέτοια επιλογή ενδέχεται να οδηγήσει σε κανονιστική αδράνεια, εάν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των δύο, κατ’ ουσίαν συναρμοδίων οργάνων. Μία τέτοια εξέλιξη ωστόσο θα οδηγήσει σε αναποτελεσματικότητα σε βάρος της ομαλής λειτουργίας του τομέα, ιδίως από την άποψη του ελέγχου και της παρακολούθησης της αγοράς, προς βλάβη των συμφερόντων τόσο των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στην αγορά αυτήν όσο και των χρηστών. Επιπροσθέτως, η ανάμειξη της Κεντρικής Διοίκησης σε έναν τομέα της οικονομίας, όπως είναι ο τομέας των παιγνίων, όπου εξ ορισμού απαιτείται ειδική τεχνική γνώση και αμεροληψία τόσο σχετικά με τη λειτουργία όσων δραστηριοποιούνται στον χώρο όσο και σχετικά με τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρούνται ώστε να ασκείται η σχετική δραστηριότητα υπό όρους συνεπούς, συστηματικού και αυστηρού παιχνιδιού, και ο οποίος διέπεται από πολύ ειδικές διατάξεις και του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί ευχερώς να δημιουργήσει συνθήκες υποβάθμισης της προστασίας των παικτών και κατ’ επέκταση του δημοσίου συμφέροντος, ενώ επιπροσθέτως δεν αποκλείεται κίνδυνος αθέμιτης αλληλεπίδρασης μεταξύ κρατικών δομών και εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον χώρο.
4. Για την αποφυγή ανάλογων προβλημάτων, σε άλλους τομείς της οικονομίας, στους οποίους έχουν συσταθεί και λειτουργούν ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές, προτιμάται η ανάθεση αποφασιστικής αρμοδιότητας σε αυτές για την έκδοση κανόνων δικαίου που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία του εκάστοτε τομέα. Το πλέον χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), στην οποία με τις διατάξεις των Ν.4070/2012 για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (όπως τροποποιήθηκε με το Ν.4146/2013, ΦΕΚ 90 Α/18-4-2013, το Ν.4313/2014, ΦΕΚ 261 Α/17-12-2014 και το Ν. 4339/2015, ΦΕΚ 133 Α/29-10-2015) και Ν.4053/2012 για την ταχυδρομική αγορά και θέματα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, έχουν ανατεθεί εκτενείς αποφασιστικές αρμοδιότητες σχετικά με τη θέσπιση δευτερογενούς, κατ’ εξουσιοδότηση νομοθεσίας.
5. Συγκριτικά δεδομένα από άλλες έννομες τάξεις συνηγορούν ωσαύτως προς την ορθότητα μίας τέτοιας επιλογής. Ειδικότερα, σε αντίθεση με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 3 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, η γενικότερη τάση στην αγορά τυχερών παιγνίων σε διάφορες χώρες της ΕΕ (όπως για παράδειγμα Ολλανδία, Ιταλία, Μάλτα, Ρουμανία) καταδεικνύει την επιλογή κανονιστικές αρμοδιότητες να ανατίθεται στις αρμόδιες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και όχι σε όργανα της κεντρικής διοίκησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει στο ίδιο πλαίσιο η ακόλουθη εξέλιξη που παρατηρείται στη γαλλική έννομη τάξη: Τον Φεβρουάριο 2017 κατατέθηκε στο Γαλλικό Κοινοβούλιο έκθεση-αξιολόγηση για την κρατική πολιτική στην αγορά τυχερών παιγνίων, η οποία επικεντρώνεται σε μια σειρά ρυθμιστικών ζητημάτων (http://www.assemblee-nationale.fr/14/rap-info/i4456.asp#P890_219392, τελευταία πρόσβαση: 02.10.2018). Με την έκθεση αυτήν, το περιεχόμενο της οποίας στο σημείο αυτό επιβεβαιώνεται και με μεταγενέστερη έκθεση του Δεκεμβρίου 2017 (http://www.assemblee-nationale.fr/15/rap-info/i0494.asp#P323_95239, τελευταία πρόσβαση 02.10.2018), προτείνεται να καταστεί η ανεξάρτητη αρχή για τα προσφερόμενα μέσω του διαδικτύου παίγνια, ήτοι η Autorité de Régulation des Jeux en Ligne (ARJEL), η μόνη αρχή με ρυθμιστική αρμοδιότητα τόσο για τα επίγεια όσο και για τα διαδικτυακά τυχερά παίγνια. Προτείνεται επίσης η δημιουργία μίας διϋπουργικής επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών, του Υπουργείου Εσωτερικών, του Υπουργείου Υγείας, του Υπουργείου Γεωργίας και του Υπουργείου Οικονομίας, με αρμοδιότητα περιορισμένη μόνο στη χάραξη της «γενικής πολιτικής» στον τομέα των παιγνίων (ενδεικτικά, το καθεστώς αδειοδοτημένων παρόχων, το πεδίο εφαρμογής των δικαιωμάτων των αδειοδοτημένων παρόχων, τις κατηγορίες επιτρεπόμενων παιγνίων). Σύμφωνα λοιπόν με την εν λόγω έκθεση, η ARJEL αναβαθμίζεται σε ρυθμιστική αρχή με διευρυμένες αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων αναφέρονται ενδεικτικά η έκδοση των ατομικών αδειών, η έκδοση αδειών για σημεία πώλησης, η έγκριση των περιπτώσεων που εμπίπτουν στην έννοια του στοιχηματικού γεγονότος, η πρόσβαση των παρόχων στην πληροφορία, ο παράνομος στοιχηματισμός, ο καθορισμός των αποδόσεων κ.λπ. Συνοψίζοντας, η βέλτιστη πρακτική ως προς τον καθορισμό του αποδέκτη της νομοθετικής εξουσιοδότησης για τη θέσπιση του Κανονισμού Παιγνίων είναι η επιλογή της ΕΕΕΠ, όπως τεκμηριώνεται με επιχειρήματα αποτελεσματικότητας και ενισχύεται από συγκριτικά δεδομένα.
Συμπερασματικά, η ανάθεση στην υφιστάμενη ανεξάρτητη αρχή της άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητας σε σχέση με τον Κανονισμό Παιγνίων είναι: α) απολύτως συμβατή με τα κριτήρια του Συντάγματος, β) σκόπιμη, από την άποψη της καλύτερης δημόσιας ρύθμισης του τομέα των παιγνίων, γ) απολύτως λογική δεδομένης της ειδικής τεχνογνωσίας της αρχής και της εξειδικευμένης διοικητικής δομής που την επικουρεί στο έργο της, δ) αμερόληπτη δεδομένου του απαιτούμενου κατά το νόμο υψηλού επιπέδου ανεξαρτησίας των μελών της ΕΕΕΠ και των σχετικών θεσμικών διασφαλίσεων, και τέλος ε) ανταποκρίνεται πλήρως στις διεθνείς καλές πρακτικές. Υπό διαφορετική εκδοχή αναιρείται ουσιωδώς η λογική που επέβαλε τη σύσταση και εν συνεχεία ενδυνάμωση της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής για τον τομέα των παιγνίων και προκαλείται ανορθολογική σύγχυση στην άσκηση των σχετικών αρμοδιοτήτων σε βάρος της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της προστασίας των καταναλωτών και επομένως σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Για τα θέματα των ανεξάρτητων αρχών βλ. Ηλιάδου σε: Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, ΕρμΣυντ (2017) , άρθρο 101Α (Ανεξάρτητες Αρχές), Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 1623 επ. με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και νομολογία
Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου
Δικηγόρος – Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Σχολής
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Σχόλιο επί του Άρθρο 3 του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου «Ρυθμίσεις για την αγορά διαδικτυακών παιγνίων»
Με την παράγραφο 1, του άρθρου 3 του Σ/Ν, αντικαθίσταται το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3, του άρθρου 29 του ν.4002/2011, και παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση, όχι πλέον στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως ορίζει σήμερα η αντικαθιστώμενη διάταξη, αλλά στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πλέον εξουσιοδοτείται να θεσπίσει με κανονιστική πράξη του, που δημοσιεύεται στην ΕτΚ, μετά από εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π., σε ενιαίο κείμενο, τον Κανονισμό Παιγνίων, τα κεφάλαια των ρυθμίσεων του οποίου προσδιορίζονται στον νόμο.
Ασφαλώς, η διάταξη απαριθμεί τα ζητήματα που εξουσιοδοτείται να ρυθμίσει ο Υπουργός Οικονομικών με τρόπο που φαίνεται να ανταποκρίνεται στα κριτήρια της ειδικότητας, λόγω του τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα του αντικειμένου της ρύθμισης.
Ωστόσο, η ρύθμιση εξακολουθεί να μην είναι επαρκώς εκσυγχρονιστική για περισσότερους λόγους, παρίσταται δε ελάχιστα ευέλικτη ώστε να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα που απαιτεί να λαμβάνονται ταχείες αποφάσεις προς επίτευξη του στόχου της βελτίωσης της κατάστασης που επικρατεί στην ελληνική αγορά, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών βέλτιστων πρακτικών, όπως τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση.
Καταρχάς, ενόψει, της θεσμικής θέσης της ΕΕΠΠ, η διάταξη του άρθρου 3, παρ.1, του Σ/Ν είναι προβληματική στο μέτρο που δεν παρέχεται εξουσιοδότηση στην ΕΕΠΠ, η οποία συνιστά, κατά νόμο (άρθρο 7, παρ.10, τουν ν.4038/2012, ΦΕΚ 14/Α΄), ανεξάρτητη διοικητική αρχή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3167/2014), με διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια, και μάλιστα απολαμβάνει εγγυήσεων μείζονος ανεξαρτησίας, θεσμικής, προσωπικής, λειτουργικής και οργανωτικής, κατά παραπομπή στις διατάξεις για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές του σχετικού ν.3051/2002, είναι δε επιφορτισμένη με τη ρύθμιση, την εποπτεία και τον έλεγχο της αγοράς παιγνίων. Αντιθέτως, με την επίμαχη διάταξη παρέχεται εξουσιοδότηση σε όργανο της Κυβέρνησης (τον Υπουργό Οικονομικών), που ενδεχομένως δεν έχει την σφαιρική για την ενλόγω αγορά γνώση που έχει η ειδικά προς τούτο συσταθείσα τομεακή ΕΡΑ, ήτοι η ΕΕΠΠ που έχει αναμφίβολα εμπειρία στην εποπτεία του ενλόγω κρίσιμου για την εθνική οικονομία και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών τομέα.
Η παροχή εξουσιοδότησης στην ΕΕΠΠ με την επίμαχη διάταξη του άρθρου 3, παρ. 1, του Σ/Ν θα ολοκλήρωνε τη συνεχή αύξηση των ρυθμιστικών του τομέα των τυχερών παιγνίων αρμοδιοτήτων που μέχρι σήμερα της έχει ανατεθεί από τον Νομοθέτη. Συγκεκριμένα, το ρυθμιστικό έργο της ΕΕΠΠ αποδεικνύεται από το πλήθος των κανονιστικών πράξεων που έχει ήδη εκδώσει, πχ στον τομέα των τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου (βλ. τις αποφάσεις της αριθ. 22/2/22.10.2012, ΦΕΚ 2880/Β΄/26.10.2012) και αριθ. 23/3/23.10.2012, ΦΕΚ 2952/Β΄/5.11.2012, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 51/3/26.4.2013, 1147/Β΄/13.5.2013).
Εν συνόψει, ενώ στην αιτιολογική έκθεση του Σ/Ν για το άρθρο 3, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα της ρύθμισης, η ευκταία αυτή αλλαγή δεν ολοκληρώνεται με την παροχή εξουσιοδότησης στην ΕΕΠΠ, που έχει πλήρη γνώση της κατάστασης του ρυθμιζόμενου τομέα της αγοράς (της αγοράς παιγνίων), η οποία αποτελεί τον επιφορτισμένο από τον Νομοθέτη εθνικό φορέα προς ρύθμιση και εποπτεία των ενλόγω θεμάτων.
Εξάλλου, η διάταξη αντιβαίνει στην παγία και γενικότερη πολιτική των διαδοχικών Κυβερνήσεων της Χώρας, που έγκειται στην ανάθεση της λήψης αποφάσεων προς ρύθμιση αγορών στο σχετικό ρυθμιστή (τις Εθνικές Ρυθμιστικές Αρχές – ΕΡΑ), όπως η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) που απολαμβάνουν ευρύτατης κανονιστικής αρμοδιότητας κατά τους καταστατικούς τους νόμους. Βλ., ενδεικτικά, για τη ΡΑΕ, τους ν.2773/1999 και ν. 2941/2001, και, για την ΕΕΤΤ, το άρθρο 12 του ν.4070/2012. Αναλυτικότερα, η ΡΑΕ έχει εξουσιοδοτηθεί και έχει εκδώσει κανονιστικές πράξεις όπως η απόφασή της αριθ. 56/2012 για την Έγκριση του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΡΑΕ/56/31.1.2012, ΦΕΚ Β’ 104/31.1.2012) και η απόφασή της αριθ. 57/2012, σχετικά με την έγκριση του Κώδικα Διαχείρισης του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της ΕΕΤΤ: Ο Νομοθέτης από το 1998 και εφεξής έχει αναθέσει στην ΕΕΤΤ, ως ΑΔΑ, τη ρύθμιση των τομέων των τηλεπικοινωνιών, ληφη ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΗΕ), και παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, και η ΕΕΤΤ έχει προβεί στην έκδοση Κανονισμών που ρυθμίζουν πλήθος σχετικών θεμάτων, όπως την άσκηση δραστηριοτήτων ΗΕ υπό Γενική Άδεια (ΑΠ ΕΕΤΤ 834/2/9-11-2017, ΦΕΚ 4262/Β΄/6-12-2017), τον Κανονισμό κατασκευών Κεραιών στην ξηρά (Απόφαση ΕΕΤΤ ΑΠ 661/2/19-7-2012 ΦΕΚ 2529/Β΄/17-9-2012), την έκδοση Κώδικα Δεοντολογίας για την Παροχή Υπηρεσιών ΗΕ στους Καταναλωτές (ΑΠ 488/82/15-7-2008, ΦΕΚ 1505/Β’/30.7.2008), κ.ά. Η παροχή δε εξουσιοδότησης προς την ΕΕΤΤ προς έκδοση κανονιστικών πράξεων έχει κριθεί συνταγματική (βλ. ΣτΕ 2906/2014).
Ενόψει και των παραπάνω παρατηρήσεων, η ρύθμιση της παραγράφου 1, του αρθρου 3, του Σ/Ν, είναι και, ως ένα βαθμό, ανακόλουθη με εκείνες των επόμενων παραγράφων 2 έως 8, του ιδίου άρθρου 3 του Σ/Ν, που βελτιώνουν τη διατύπωση των προϋφισταμένων ρυθμίσεων του ν.4002/2011, σε σχέση με τα ειδικότερα θέματα που καθορίζονται με τον Κανονισμό Παιγνίων για λόγους εναρμόνισης της διάταξης με το νέο αδειοδοτικό μοντέλο, που βασίζεται σε ένα ανοικτό σύστημα αδειοδότησης, που θυμίζει, ως ένα βαθμό, το εξαιρετικά φιλελεύθερο σύστημα ασκήσεως δραστηριοτήτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών υπό καθεστώς γενικής αδείας (όπως επιτάσσει η νομοθεσία της ΕΕ).
Περαιτέρω, η πρόβλεψη εισήγησης της ΕΕΠΠ προς τον Υπουργό προς ρύθμιση των ενλόγω θεμάτων δεν αναιρεί τις παραπάνω επιφυλάξεις, διότι η εν λόγω ‘Εισήγηση’ αποτελεί απλή γνώμη προς τον Υπουργό, η οποία δεν τον δεσμεύει αφού μπορεί να αποστεί από αυτήν, αιτιολογημένα. Εξάλλου, ο Υπουργός δεν δεσμεύεται να αναμείνει την ενλόγω εισήγηση αν η ΕΕΠΠ δεν ανταποκριθεί στο χρονοδιάγραμμα που ενδεχομένως της θέσει για την υποβολή της. Επισημαίνεται ότι ο Νομοθέτης δεν δίστασε στο πρόσφατο παρελθόν [άρθρο 17 του ν.3229/2004, παρ. 1, περ. γ΄, που καταργήθηκε με το άρθρ.173 παρ.21β Ν.4261/2014] να ορίσει ότι η ΕΕΠΠ «[γ) Διατυπώνει σύμφωνη γνώμη προς τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό για τις προδιαγραφές κάθε νέου τυχερού παιχνιδιού», ακριβώς για να καταδείξει τη σημασία του θεσμικού ρόλου της ΕΕΠΠ η οποία με τη σύμφωνη γνώμη ουσιαστικά θα συναποφάσιζε με τον Υπουργό.
Εν συνόψει, με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, καθίσταται σαφές ότι είναι σααφώς επιβεβλημένη, για λόγους ευελιξίας, αποτελεσματικότητας και σεβασμού του θεσμικού ρόλου της ΕΕΠΠ, η αλλαγή της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παραγράφου 1, του άρθρου 3 του Σ/Ν προς την κατεύθυνση της παροχής εξουσιοδοτήσεως προς την ΕΕΠΠ για τη ρύθμιση των θεμάτων που πρέπει να περιέχει ο Κανονισμός Παιγνίων.
Αθήνα 2-10-2018
Παρατηρήσεις επί του άρθρου 3 παρ.1 του Σχεδίου Νόμου
Το άρθρο 3 παρ.1 του Σχεδίου Νόμου προβλέπει ότι ο Κανονισμός Παιγνίων θα θεσπίζεται πλέον όχι με Προεδρικό Διάταγμα μετά από εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π. αλλά με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από σχετική εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π.. Η εν λόγω ανάθεση από τον νομοθέτη στον Υπουργό Οικονομικών της αρμοδιότητας να καθορίζει κρίσιμες ρυθμίσεις του ιδιαίτερα ευαίσθητου τομέα των τυχερών παιγνίων είναι προβληματική για τους εξής λόγους:
Πρώτον, δοθέντος ότι στον Κανονισμό Παιγνίων θα ρυθμίζονται σειρά από ζητήματα που αφορούν την οργάνωση της αγοράς παιγνίων, τον έλεγχο των παρόχων, τη διαδικασία αδειοδότησης των παρόχων, την ατομική κάρτα παίκτη κλπ, η κατά νομοθετική εξουσιοδότηση ρύθμιση αυτών με Υπουργική Απόφαση είναι προβληματική ως προς τη συνταγματικότητάς της.
Δεύτερον, η θέσπιση του Κανονισμού Παιγνίων με Υπουργική Απόφαση εκθέτει τη ρύθμιση σε κινδύνους πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ο λόγος της σύστασης Ανεξάρτητων Αρχών και της ανάθεσης σε αυτές ουσιαστικού ελέγχου της λειτουργίας οικονομικών δραστηριοτήτων έχει σκοπό να διασφαλίσει την αντικειμενικότητα και να αποκλείσει πολιτικές επιρροές. Ειδικά στον τομέα των παιγνίων, όπου τα έσοδα του Δημοσίου είναι υψηλά, πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις ότι η επιδίωξη αύξησης των εσόδων αυτών δεν θα αποβαίνει εις βάρος των παικτών. Θα πρέπει, συνεπώς, ένας ανεξάρτητος φορέας με αντικειμενικότητα και κύρος να θεσπίσει ένα πλαίσιο που θα ισορροπεί μεταξύ της πραγματοποίησης εσόδων και μέριμνας για υπεύθυνο στοιχηματισμό, άλλως μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάγκη τήρησης αυτής της ισορροπίας δεν γίνεται πάντοτε σεβαστή από την πολιτική ηγεσία.
Εξάλλου, η ανάθεση σε ανεξάρτητη αρχή της αυτή είναι στον τομέα των τυχηρών παιγνίων επιτακτική και για δυο πρόσθετους λόγους: αφενός ότι δεν υπάρχει ρυθμιστικό πλαίσιο και Αρχή που εποπτεύει την ορθή λειτουργία του τομέα των τυχηρών παιγνίων σε ενωσιακό επίπεδο και αφετέρου ότι η έκδοση Κανονισμού Παιγνίων με Υπουργική Απόφαση θα υποβάθμιζε το κύρος της Ε.Ε.Ε.Π., δημιουργώντας εσφαλμένες εντυπώσεις ότι η Ανεξάρτητη Αρχή δεν έχει την απαιτούμενη νομιμοποίηση ή και τεχνογνωσία για να ρυθμίσει τα κρίσιμα σημεία που αφορούν την αγορά την οποία και εκ του νόμου εποπτεύει και ελέγχει.
Η λύση που πρέπει να προκριθεί ως σύμφωνη με τις βέλτιστες πρακτικές κανονιστικής ρυθμίσεως αγορών με ιδιαίτερα τεχνικά αλλά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, όπως εν προκειμένω η αγορά τυχερών παιγνίων, είναι ο νόμος να προβλέψει κανονιστική εξουσιοδότηση προς την Ε.Ε.Ε.Π., ώστε η τελευταία, ως αρμόδια Αρχή να εκδώσει τον Κανονισμό Παιγνίων. Η Ε.Ε.Ε.Π. μετά από έτη λειτουργίας είναι σε θέση και νομιμοποιείται απόλυτα να αναλάβει η ίδια την αρμοδιότητα θέσπισης των ειδικών κανόνων λειτουργίας της αγοράς. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα ο σκοπός της άμεσης ρυθμιστικής προσαρμογής στις ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις του τομέα των τυχερών παιγνίων. Άλλωστε, τη λύση της κανονιστικής εξουσιοδότησης προς τον αρμόδιο ρυθμιστή ακολουθεί ο νόμος 4070/2012 σε σχέση με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων, με το άρθρο 12 του οποίου εξουσιοδοτείται η Ε.Ε.Ε.Τ. να εκδίδει Κανονισμούς, ενδεικτικά, για τις Γενικές Άδειες, για την εκχώρηση domain names.
Προτεινόμενη ρύθμιση:
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ.3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Ε.Ε.Ε.Π. εκδίδει τον Κανονισμό Παιγνίων, ο οποίος διακρίνεται στα ακόλουθα κεφάλαια:
Δημήτρης Ν. Τζουγανάτος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Σχόλιο επί του Άρθρο 3 του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου «Ρυθμίσεις για την αγορά διαδικτυακών παιγνίων»
Με την παράγραφο 1, του άρθρου 3 του Σ/Ν, αντικαθίσταται το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3, του άρθρου 29 του ν.4002/2011, και παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση, όχι πλέον στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως ορίζει σήμερα η αντικαθιστώμενη διάταξη, αλλά στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πλέον εξουσιοδοτείται να θεσπίσει με κανονιστική πράξη του, που δημοσιεύεται στην ΕτΚ, μετά από εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π., σε ενιαίο κείμενο, τον Κανονισμό Παιγνίων, τα κεφάλαια των ρυθμίσεων του οποίου προσδιορίζονται στον νόμο.
Ασφαλώς, η διάταξη απαριθμεί τα ζητήματα που εξουσιοδοτείται να ρυθμίσει ο Υπουργός Οικονομικών με τρόπο που φαίνεται να ανταποκρίνεται στα κριτήρια της ειδικότητας, λόγω του τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα του αντικειμένου της ρύθμισης.
Ωστόσο, η ρύθμιση εξακολουθεί να μην είναι επαρκώς εκσυγχρονιστική για περισσότερους λόγους, παρίσταται δε ελάχιστα ευέλικτη ώστε να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα που απαιτεί να λαμβάνονται ταχείες αποφάσεις προς επίτευξη του στόχου της βελτίωσης της κατάστασης που επικρατεί στην ελληνική αγορά, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών βέλτιστων πρακτικών, όπως τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση.
Καταρχάς, ενόψει, της θεσμικής θέσης της ΕΕΠΠ, η διάταξη του άρθρου 3, παρ.1, του Σ/Ν είναι προβληματική στο μέτρο που δεν παρέχεται εξουσιοδότηση στην ΕΕΠΠ, η οποία συνιστά, κατά νόμο (άρθρο 7, παρ.10, τουν ν.4038/2012, ΦΕΚ 14/Α΄), ανεξάρτητη διοικητική αρχή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3167/2014), με διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια, και μάλιστα απολαμβάνει εγγυήσεων μείζονος ανεξαρτησίας, θεσμικής, προσωπικής, λειτουργικής και οργανωτικής, κατά παραπομπή στις διατάξεις για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές του σχετικού ν.3051/2002, είναι δε επιφορτισμένη με τη ρύθμιση, την εποπτεία και τον έλεγχο της αγοράς παιγνίων. Αντιθέτως, με την επίμαχη διάταξη παρέχεται εξουσιοδότηση σε όργανο της Κυβέρνησης (τον Υπουργό Οικονομικών), που ενδεχομένως δεν έχει την σφαιρική για την ενλόγω αγορά γνώση που έχει η ειδικά προς τούτο συσταθείσα τομεακή ΕΡΑ, ήτοι η ΕΕΠΠ που έχει αναμφίβολα εμπειρία στην εποπτεία του ενλόγω κρίσιμου για την εθνική οικονομία και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών τομέα.
Η παροχή εξουσιοδότησης στην ΕΕΠΠ με την επίμαχη διάταξη του άρθρου 3, παρ. 1, του Σ/Ν θα ολοκλήρωνε τη συνεχή αύξηση των ρυθμιστικών του τομέα των τυχερών παιγνίων αρμοδιοτήτων που μέχρι σήμερα της έχει ανατεθεί από τον Νομοθέτη. Συγκεκριμένα, το ρυθμιστικό έργο της ΕΕΠΠ αποδεικνύεται από το πλήθος των κανονιστικών πράξεων που έχει ήδη εκδώσει, πχ στον τομέα των τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου (βλ. τις αποφάσεις της αριθ. 22/2/22.10.2012, ΦΕΚ 2880/Β΄/26.10.2012) και αριθ. 23/3/23.10.2012, ΦΕΚ 2952/Β΄/5.11.2012, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 51/3/26.4.2013, 1147/Β΄/13.5.2013).
Εν συνόψει, ενώ στην αιτιολογική έκθεση του Σ/Ν για το άρθρο 3, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα της ρύθμισης, η ευκταία αυτή αλλαγή δεν ολοκληρώνεται με την παροχή εξουσιοδότησης στην ΕΕΠΠ, που έχει πλήρη γνώση της κατάστασης του ρυθμιζόμενου τομέα της αγοράς (της αγοράς παιγνίων), η οποία αποτελεί τον επιφορτισμένο από τον Νομοθέτη εθνικό φορέα προς ρύθμιση και εποπτεία των ενλόγω θεμάτων.
Εξάλλου, η διάταξη αντιβαίνει στην παγία και γενικότερη πολιτική των διαδοχικών Κυβερνήσεων της Χώρας, που έγκειται στην ανάθεση της λήψης αποφάσεων προς ρύθμιση αγορών στο σχετικό ρυθμιστή (τις Εθνικές Ρυθμιστικές Αρχές – ΕΡΑ), όπως η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) που απολαμβάνουν ευρύτατης κανονιστικής αρμοδιότητας κατά τους καταστατικούς τους νόμους. Βλ., ενδεικτικά, για τη ΡΑΕ, τους ν.2773/1999 και ν. 2941/2001, και, για την ΕΕΤΤ, το άρθρο 12 του ν.4070/2012. Αναλυτικότερα, η ΡΑΕ έχει εξουσιοδοτηθεί και έχει εκδώσει κανονιστικές πράξεις όπως η απόφασή της αριθ. 56/2012 για την Έγκριση του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΡΑΕ/56/31.1.2012, ΦΕΚ Β’ 104/31.1.2012) και η απόφασή της αριθ. 57/2012, σχετικά με την έγκριση του Κώδικα Διαχείρισης του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της ΕΕΤΤ: Ο Νομοθέτης από το 1998 και εφεξής έχει αναθέσει στην ΕΕΤΤ, ως ΑΔΑ, τη ρύθμιση των τομέων των τηλεπικοινωνιών, ληφη ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΗΕ), και παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, και η ΕΕΤΤ έχει προβεί στην έκδοση Κανονισμών που ρυθμίζουν πλήθος σχετικών θεμάτων, όπως την άσκηση δραστηριοτήτων ΗΕ υπό Γενική Άδεια (ΑΠ ΕΕΤΤ 834/2/9-11-2017, ΦΕΚ 4262/Β΄/6-12-2017), τον Κανονισμό κατασκευών Κεραιών στην ξηρά (Απόφαση ΕΕΤΤ ΑΠ 661/2/19-7-2012 ΦΕΚ 2529/Β΄/17-9-2012), την έκδοση Κώδικα Δεοντολογίας για την Παροχή Υπηρεσιών ΗΕ στους Καταναλωτές (ΑΠ 488/82/15-7-2008, ΦΕΚ 1505/Β’/30.7.2008), κ.ά. Η παροχή δε εξουσιοδότησης προς την ΕΕΤΤ προς έκδοση κανονιστικών πράξεων έχει κριθεί συνταγματική (βλ. ΣτΕ 2906/2014).
Ενόψει και των παραπάνω παρατηρήσεων, η ρύθμιση της παραγράφου 1, του αρθρου 3, του Σ/Ν, είναι και, ως ένα βαθμό, ανακόλουθη με εκείνες των επόμενων παραγράφων 2 έως 8, του ιδίου άρθρου 3 του Σ/Ν, που βελτιώνουν τη διατύπωση των προϋφισταμένων ρυθμίσεων του ν.4002/2011, σε σχέση με τα ειδικότερα θέματα που καθορίζονται με τον Κανονισμό Παιγνίων για λόγους εναρμόνισης της διάταξης με το νέο αδειοδοτικό μοντέλο, που βασίζεται σε ένα ανοικτό σύστημα αδειοδότησης, που θυμίζει, ως ένα βαθμό, το εξαιρετικά φιλελεύθερο σύστημα ασκήσεως δραστηριοτήτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών υπό καθεστώς γενικής αδείας (όπως επιτάσσει η νομοθεσία της ΕΕ).
Περαιτέρω, η πρόβλεψη εισήγησης της ΕΕΠΠ προς τον Υπουργό προς ρύθμιση των ενλόγω θεμάτων δεν αναιρεί τις παραπάνω επιφυλάξεις, διότι η εν λόγω ‘Εισήγηση’ αποτελεί απλή γνώμη προς τον Υπουργό, η οποία δεν τον δεσμεύει αφού μπορεί να αποστεί από αυτήν, αιτιολογημένα. Εξάλλου, ο Υπουργός δεν δεσμεύεται να αναμείνει την ενλόγω εισήγηση αν η ΕΕΠΠ δεν ανταποκριθεί στο χρονοδιάγραμμα που ενδεχομένως της θέσει για την υποβολή της. Επισημαίνεται ότι ο Νομοθέτης δεν δίστασε στο πρόσφατο παρελθόν [άρθρο 17 του ν.3229/2004, παρ. 1, περ. γ΄, που καταργήθηκε με το άρθρ.173 παρ.21β Ν.4261/2014] να ορίσει ότι η ΕΕΠΠ «[γ) Διατυπώνει σύμφωνη γνώμη προς τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό για τις προδιαγραφές κάθε νέου τυχερού παιχνιδιού», ακριβώς για να καταδείξει τη σημασία του θεσμικού ρόλου της ΕΕΠΠ η οποία με τη σύμφωνη γνώμη ουσιαστικά θα συναποφάσιζε με τον Υπουργό.
Εν συνόψει, με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, καθίσταται σαφές ότι είναι σααφώς επιβεβλημένη, για λόγους ευελιξίας, αποτελεσματικότητας και σεβασμού του θεσμικού ρόλου της ΕΕΠΠ, η αλλαγή της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παραγράφου 1, του άρθρου 3 του Σ/Ν προς την κατεύθυνση της παροχής εξουσιοδοτήσεως προς την ΕΕΠΠ για τη ρύθμιση των θεμάτων που πρέπει να περιέχει ο Κανονισμός Παιγνίων.
Βασίλης Κονδύλης
Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Παρατηρήσεις επί του άρθρου 3 παρ.1 του Σχεδίου Νόμου
Το άρθρο 3 παρ.1 του Σχεδίου Νόμου προβλέπει ότι ο Κανονισμός Παιγνίων θα θεσπίζεται πλέον όχι με Προεδρικό Διάταγμα μετά από εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π. αλλά με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από σχετική εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π.. Η εν λόγω ανάθεση από τον νομοθέτη στον Υπουργό Οικονομικών της αρμοδιότητας να καθορίζει κρίσιμες ρυθμίσεις του ιδιαίτερα ευαίσθητου τομέα των τυχερών παιγνίων είναι προβληματική για τους εξής λόγους:
Πρώτον, δοθέντος ότι στον Κανονισμό Παιγνίων θα ρυθμίζονται σειρά από ζητήματα που αφορούν την οργάνωση της αγοράς παιγνίων, τον έλεγχο των παρόχων, τη διαδικασία αδειοδότησης των παρόχων, την ατομική κάρτα παίκτη κλπ, η κατά νομοθετική εξουσιοδότηση ρύθμιση αυτών με Υπουργική Απόφαση είναι προβληματική ως προς τη συνταγματικότητάς της.
Δεύτερον, η θέσπιση του Κανονισμού Παιγνίων με Υπουργική Απόφαση εκθέτει τη ρύθμιση σε κινδύνους πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ο λόγος της σύστασης Ανεξάρτητων Αρχών και της ανάθεσης σε αυτές ουσιαστικού ελέγχου της λειτουργίας οικονομικών δραστηριοτήτων έχει σκοπό να διασφαλίσει την αντικειμενικότητα και να αποκλείσει πολιτικές επιρροές. Ειδικά στον τομέα των παιγνίων, όπου τα έσοδα του Δημοσίου είναι υψηλά, πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις ότι η επιδίωξη αύξησης των εσόδων αυτών δεν θα αποβαίνει εις βάρος των παικτών. Θα πρέπει, συνεπώς, ένας ανεξάρτητος φορέας με αντικειμενικότητα και κύρος να θεσπίσει ένα πλαίσιο που θα ισορροπεί μεταξύ της πραγματοποίησης εσόδων και μέριμνας για υπεύθυνο στοιχηματισμό, άλλως μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάγκη τήρησης αυτής της ισορροπίας δεν γίνεται πάντοτε σεβαστή από την πολιτική ηγεσία.
Εξάλλου, η ανάθεση σε ανεξάρτητη αρχή της αυτή είναι στον τομέα των τυχηρών παιγνίων επιτακτική και για δυο πρόσθετους λόγους: αφενός ότι δεν υπάρχει ρυθμιστικό πλαίσιο και Αρχή που εποπτεύει την ορθή λειτουργία του τομέα των τυχηρών παιγνίων σε ενωσιακό επίπεδο και αφετέρου ότι η έκδοση Κανονισμού Παιγνίων με Υπουργική Απόφαση θα υποβάθμιζε το κύρος της Ε.Ε.Ε.Π., δημιουργώντας εσφαλμένες εντυπώσεις ότι η Ανεξάρτητη Αρχή δεν έχει την απαιτούμενη νομιμοποίηση ή και τεχνογνωσία για να ρυθμίσει τα κρίσιμα σημεία που αφορούν την αγορά την οποία και εκ του νόμου εποπτεύει και ελέγχει.
Η λύση που πρέπει να προκριθεί ως σύμφωνη με τις βέλτιστες πρακτικές κανονιστικής ρυθμίσεως αγορών με ιδιαίτερα τεχνικά αλλά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, όπως εν προκειμένω η αγορά τυχερών παιγνίων, είναι ο νόμος να προβλέψει κανονιστική εξουσιοδότηση προς την Ε.Ε.Ε.Π., ώστε η τελευταία, ως αρμόδια Αρχή να εκδώσει τον Κανονισμό Παιγνίων. Η Ε.Ε.Ε.Π. μετά από έτη λειτουργίας είναι σε θέση και νομιμοποιείται απόλυτα να αναλάβει η ίδια την αρμοδιότητα θέσπισης των ειδικών κανόνων λειτουργίας της αγοράς. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα ο σκοπός της άμεσης ρυθμιστικής προσαρμογής στις ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις του τομέα των τυχερών παιγνίων. Άλλωστε, τη λύση της κανονιστικής εξουσιοδότησης προς τον αρμόδιο ρυθμιστή ακολουθεί ο νόμος 4070/2012 σε σχέση με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων, με το άρθρο 12 του οποίου εξουσιοδοτείται η Ε.Ε.Ε.Τ. να εκδίδει Κανονισμούς, ενδεικτικά, για τις Γενικές Άδειες, για την εκχώρηση domain names.
Προτεινόμενη ρύθμιση:
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ.3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Ε.Ε.Ε.Π. εκδίδει τον Κανονισμό Παιγνίων, ο οποίος διακρίνεται στα ακόλουθα κεφάλαια:
Δημήτρης Ν. Τζουγανάτος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Παρατηρήσεις επί του άρθρου 3 παρ.1 του Σχεδίου Νόμου
Το άρθρο 3 παρ.1 του Σχεδίου Νόμου προβλέπει ότι ο Κανονισμός Παιγνίων θα θεσπίζεται πλέον όχι με Προεδρικό Διάταγμα μετά από εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π. αλλά με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από σχετική εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π.. Η εν λόγω ανάθεση από τον νομοθέτη στον Υπουργό Οικονομικών της αρμοδιότητας να καθορίζει κρίσιμες ρυθμίσεις του ιδιαίτερα ευαίσθητου τομέα των τυχερών παιγνίων είναι προβληματική για τους εξής λόγους:
Πρώτον, δοθέντος ότι στον Κανονισμό Παιγνίων θα ρυθμίζονται σειρά από ζητήματα που αφορούν την οργάνωση της αγοράς παιγνίων, τον έλεγχο των παρόχων, τη διαδικασία αδειοδότησης των παρόχων, την ατομική κάρτα παίκτη κλπ, η κατά νομοθετική εξουσιοδότηση ρύθμιση αυτών με Υπουργική Απόφαση είναι προβληματική ως προς τη συνταγματικότητάς της.
Δεύτερον, η θέσπιση του Κανονισμού Παιγνίων με Υπουργική Απόφαση εκθέτει τη ρύθμιση σε κινδύνους πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ο λόγος της σύστασης Ανεξάρτητων Αρχών και της ανάθεσης σε αυτές ουσιαστικού ελέγχου της λειτουργίας οικονομικών δραστηριοτήτων έχει σκοπό να διασφαλίσει την αντικειμενικότητα και να αποκλείσει πολιτικές επιρροές. Ειδικά στον τομέα των παιγνίων, όπου τα έσοδα του Δημοσίου είναι υψηλά, πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις ότι η επιδίωξη αύξησης των εσόδων αυτών δεν θα αποβαίνει εις βάρος των παικτών. Θα πρέπει, συνεπώς, ένας ανεξάρτητος φορέας με αντικειμενικότητα και κύρος να θεσπίσει ένα πλαίσιο που θα ισορροπεί μεταξύ της πραγματοποίησης εσόδων και μέριμνας για υπεύθυνο στοιχηματισμό, άλλως μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάγκη τήρησης αυτής της ισορροπίας δεν γίνεται πάντοτε σεβαστή από την πολιτική ηγεσία.
Εξάλλου, η ανάθεση σε ανεξάρτητη αρχή της αυτή είναι στον τομέα των τυχηρών παιγνίων επιτακτική και για δυο πρόσθετους λόγους: αφενός ότι δεν υπάρχει ρυθμιστικό πλαίσιο και Αρχή που εποπτεύει την ορθή λειτουργία του τομέα των τυχηρών παιγνίων σε ενωσιακό επίπεδο και αφετέρου ότι η έκδοση Κανονισμού Παιγνίων με Υπουργική Απόφαση θα υποβάθμιζε το κύρος της Ε.Ε.Ε.Π., δημιουργώντας εσφαλμένες εντυπώσεις ότι η Ανεξάρτητη Αρχή δεν έχει την απαιτούμενη νομιμοποίηση ή και τεχνογνωσία για να ρυθμίσει τα κρίσιμα σημεία που αφορούν την αγορά την οποία και εκ του νόμου εποπτεύει και ελέγχει.
Η λύση που πρέπει να προκριθεί ως σύμφωνη με τις βέλτιστες πρακτικές κανονιστικής ρυθμίσεως αγορών με ιδιαίτερα τεχνικά αλλά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, όπως εν προκειμένω η αγορά τυχερών παιγνίων, είναι ο νόμος να προβλέψει κανονιστική εξουσιοδότηση προς την Ε.Ε.Ε.Π., ώστε η τελευταία, ως αρμόδια Αρχή να εκδώσει τον Κανονισμό Παιγνίων. Η Ε.Ε.Ε.Π. μετά από έτη λειτουργίας είναι σε θέση και νομιμοποιείται απόλυτα να αναλάβει η ίδια την αρμοδιότητα θέσπισης των ειδικών κανόνων λειτουργίας της αγοράς. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα ο σκοπός της άμεσης ρυθμιστικής προσαρμογής στις ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις του τομέα των τυχερών παιγνίων. Άλλωστε, τη λύση της κανονιστικής εξουσιοδότησης προς τον αρμόδιο ρυθμιστή ακολουθεί ο νόμος 4070/2012 σε σχέση με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων, με το άρθρο 12 του οποίου εξουσιοδοτείται η Ε.Ε.Ε.Τ. να εκδίδει Κανονισμούς, ενδεικτικά, για τις Γενικές Άδειες, για την εκχώρηση domain names.
Προτεινόμενη ρύθμιση:
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ.3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Ε.Ε.Ε.Π. εκδίδει τον Κανονισμό Παιγνίων, ο οποίος διακρίνεται στα ακόλουθα κεφάλαια:
Δημήτρης Ν. Τζουγανάτος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ