1. Η παράβαση βεβαιώνεται με πρωτόκολλο παράβασης το οποίο συντάσσεται από το όργανο που τη διαπιστώνει και καταχωρείται στο σχετικό βιβλίο που τηρείται από τη Χημική Υπηρεσία του Γ.Χ.Κ.
2. Αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο είναι ο Προϊστάμενος της Χημικής Υπηρεσίας του Γ.Χ.Κ., στην κατά τόπον αρμοδιότητα της οποίας συντελέστηκε η παράβαση. Όταν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο τόπος τέλεσής της, αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της Χημικής Υπηρεσίας, στην κατά τόπον αρμοδιότητα της οποίας διαπιστώθηκε η παράβαση. Σε περίπτωση μη εγχωρίως παραγόμενου προϊόντος, αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της Χημικής Υπηρεσίας στην κατά τόπον αρμοδιότητα της οποίας βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης διακίνησης ή εισαγωγής αυτού.
3. To πρόστιμο επιβάλλεται ύστερα από την έγγραφη απολογία του παραβάτη ή μετά την άπρακτη πάροδο της καθορισμένης προθεσμίας. Η κλήση του παραβάτη προς απολογία κοινοποιείται με δημόσιο όργανο, σύμφωνα με τις διατάξεις περί επιδόσεως του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στην κλήση ορίζεται προθεσμία προς απολογία, η οποία αρχίζει από την επόμενη της κοινοποίησης της κλήσης και δεν μπορεί ούτε να είναι μικρότερη των δύο (2) ημερών ούτε να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες. Για κάθε παράβαση επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο με αιτιολογημένη πράξη.
Η πράξη επιβολής του προστίμου κοινοποιείται σε εκείνους σε βάρος των οποίων εκδόθηκε, με οποιοδήποτε δημόσιο όργανο, σύμφωνα με τις διατάξεις περί επιδόσεως του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
4. Οι διοικητικές παραβάσεις του παρόντος νόμου παραγράφονται, εάν εντός τριών ετών από την τέλεσή τους δεν κοινοποιηθεί στον ή στους υπαιτίους η καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Αρχής. Κατ’εξαίρεση, το ανωτέρω χρονικό διάστημα ορίζεται σε πέντε έτη από την ημερομηνία δειγματοληψίας, για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπόθεση συνδέεται με εξέταση δείγματος.
5. Κατά της πράξης επιβολής του προστίμου επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Σε άσκηση προσφυγής νομιμοποιείται εκείνος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε η πράξη. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξεως επιβολής του προστίμου ως προς το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του επιβληθέντος ποσού. Μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης το ποσοστό 30% που εισπράχθηκε, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση. Η εκδοθείσα καταλογιστική πράξη είναι ανεξάρτητη από ενδεχόμενη παράλληλη άσκηση ποινικής δίωξης.
6. Καθένας καταλογιζόμενος με πρόστιμο ή κηρυσσόμενος αστικώς συνυπεύθυνος υποβάλλει μόνος τη δική του προσφυγή. Στις περιπτώσεις έκδοσης επιεικέστερης απόφασης επωφελείται και ο κηρυχθείς αστικώς συνυπεύθυνος, έστω και αν και δεν άσκησε ο ίδιος προσφυγή.
7. Αν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα προσφυγή, τα οφειλόμενα πρόστιμα εισπράττονται αναγκαστικά βάσει της πράξης της αρμόδιας Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.