Μετά το Παράρτημα III του Κεφαλαίου Η’ του Μέρους Πρώτου του ν. 4170/2013, προστίθεται Παράρτημα IV, οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των διατάξεων του παρόντος, ως εξής:
«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Μέρος I:
«Κριτήριο κύριου οφέλους»
Άρθρο 1
Γενικά διακριτικά της Κατηγορίας Α του άρθρου 1 του Μέρους ΙΙ του Παρατήματος IV και ειδικά διακριτικά της Κατηγορίας Β, άρθρο 2 του Μέρους ΙΙ του Παρατήματος IV και της Κατηγορίας Γ, υποπερ. βα), περ. β), περ. γ) και περ. δ) του άρθρου 3 του Μέρους ΙΙ του Παρατήματος IV μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον όταν πληρούν το «κριτήριο του κύριου οφέλους».
Άρθρο 2
Το κριτήριο του κύριου οφέλους πληρούται εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι το κύριο όφελος ή ένα από τα κύρια οφέλη που μπορεί κάποιος να αναμένει ευλόγως από μια ρύθμιση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών γεγονότων και περιστάσεων, συνίσταται στην απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος.
Άρθρο 3
Όσον αφορά διακριτικό της Κατηγορίας Γ, παρ. 1 του άρθρου 1 του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος IV, η ύπαρξη των όρων και προϋποθέσεων που καθορίζονται στην Κατηγορία Γ, υποπερ. βα), περ. β), περ. γ) ή περ. δ) του άρθρου 3 του Μέρους ΙΙ του Παρατήματος IV δεν είναι ικανή από μόνη της να αποτελεί λόγο για να θεωρείται ότι μία ρύθμιση πληροί το κριτήριο του κύριου οφέλους.
Μέρος II:
Κατηγορίες διακριτικών
Άρθρο 1
Κατηγορία Α:
Γενικά διακριτικά που συνδέονται με το κριτήριο του κύριου οφέλους
1. Ρύθμιση κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή ένας συμμετέχων στη ρύθμιση αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμορφώνεται με όρο εμπιστευτικότητας που μπορεί να απαιτεί από αυτόν να μην αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίον η ρύθμιση θα μπορούσε να εξασφαλίσει φορολογικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ενδιαμέσων ή των φορολογικών αρχών.
2. Ρύθμιση κατά την οποία ο ενδιάμεσος δικαιούται να λάβει αμοιβή (τόκο, αποζημίωση για χρηματοδοτικές δαπάνες και άλλες επιβαρύνσεις) για τη ρύθμιση και η εν λόγω αμοιβή καθορίζεται σε σχέση με:
α) το ποσό του φορολογικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από τη ρύθμιση, ή
β) το αν πράγματι προκύπτει φορολογικό πλεονέκτημα από τη ρύθμιση ή όχι, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του ενδιαμέσου για μερική ή πλήρη επιστροφή της αμοιβής, εφόσον το επιδιωκόμενο φορολογικό πλεονέκτημα που προκύπτει από τη ρύθμιση δεν επιτεύχθηκε πλήρως ή εν μέρει.
3. Ρύθμιση που περιέχει ουσιαστικά τυποποιημένη τεκμηρίωση και/ή δομή και είναι διαθέσιμη σε περισσότερους από έναν ενδιαφερόμενους φορολογούμενους χωρίς να χρειάζεται να εξειδικεύεται ουσιωδώς προκειμένου να εφαρμοστεί.
Άρθρο 2
Κατηγορία Β:
Ειδικά διακριτικά που συνδέονται με το κριτήριο του κύριου οφέλους
1. Ρύθμιση κατά την οποία ένας συμμετέχων στη ρύθμιση προβαίνει σε τεχνητές ενέργειες, οι οποίες συνίστανται στην απόκτηση ζημιογόνου εταιρείας, στην παύση της κύριας δραστηριότητας της εταιρείας και τη χρήση των ζημιών της για τη μείωση των φορολογικών του υποχρεώσεων, μεταξύ άλλων μέσω της μεταφοράς των εν λόγω ζημιών σε άλλη δικαιοδοσία ή με την επιτάχυνση της χρήσης των εν λόγω ζημιών.
2. Ρύθμιση που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή εισοδημάτων σε κεφάλαιο, δωρεές ή άλλες κατηγορίες εισοδημάτων, τα οποία υπόκεινται σε χαμηλότερη φορολόγηση ή απαλλάσσονται από τη φορολογία.
1. Ρύθμιση που περιλαμβάνει συναλλαγές κυκλικού χαρακτήρα που οδηγούν στις κυκλικές διαδρομές κεφαλαίων, συγκεκριμένα μέσω της συμμετοχής παρεμβαλλόμενων οντοτήτων, χωρίς άλλη πρωτογενή εμπορική λειτουργία ή συναλλαγές που αντισταθμίζουν ή ακυρώνουν η μία την άλλη ή που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά.
Άρθρο 3
Κατηγορία Γ:
Ειδικά διακριτικά που συνδέονται με διασυνοριακές συναλλαγές
1. Ρύθμιση η οποία περιλαμβάνει εκπεστέες διασυνοριακές πληρωμές που πραγματοποιούνται μεταξύ δύο ή περισσότερων συνδεδεμένων επιχειρήσεων, εφόσον συντρέχει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο αποδέκτης δεν είναι φορολογικός κάτοικος (ή κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς) σε οιαδήποτε φορολογική δικαιοδοσία,
β) μολονότι ο αποδέκτης είναι φορολογικός κάτοικος σε μια δικαιοδοσία, η δικαιοδοσία αυτή:
βα) είτε δεν επιβάλλει φόρο εταιρειών ή επιβάλλει φόρο εταιρειών με μηδενικό ή σχεδόν μηδενικό συντελεστή
ββ) είτε περιλαμβάνεται σε κατάλογο με δικαιοδοσίες τρίτων χωρών που έχουν αξιολογηθεί από τα κράτη μέλη συλλογικά ή στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ ως μη συνεργάσιμες,
γ) η καταβολή τυγχάνει πλήρους απαλλαγής από τη φορολογία στην περιοχή δικαιοδοσίας όπου ο αποδέκτης είναι φορολογικός κάτοικος,
δ) η καταβολή υπάγεται σε προνομιακό (ή προτιμησιακό) φορολογικό καθεστώς στην περιοχή δικαιοδοσίας όπου ο αποδέκτης είναι φορολογικός κάτοικος.
2. Ρύθμιση που περιλαμβάνει αίτημα έκπτωσης για το ίδιο ποσό απόσβεσης περιουσιακού στοιχείου σε περισσότερες της μίας δικαιοδοσίες.
3. Ρύθμιση που περιλαμβάνει αίτημα απαλλαγής από τη διπλή φορολόγηση για το ίδιο στοιχείο εισοδήματος ή κεφαλαίου σε περισσότερες της μίας δικαιοδοσίες.
4. Ρύθμιση που περιλαμβάνει μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, όταν υπάρχει ουσιαστική διαφορά στο ποσό που θεωρείται πληρωτέο σε αντάλλαγμα για τα περιουσιακά στοιχεία σε αυτές τις δικαιοδοσίες.
Άρθρο 4
Κατηγορία Δ:
Ειδικά διακριτικά σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών
και τους πραγματικούς δικαιούχους
1. Ρύθμιση που μπορεί να έχει ως συνέπεια να υπονομεύσει την υποχρέωση αναφοράς δυνάμει των νόμων για την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης ή ισοδύναμων συμφωνιών σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών με τρίτες χώρες, ή που εκμεταλλεύεται την απουσία τέτοιας νομοθεσίας ή συμφωνιών. Οι ρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
α) τη χρήση λογαριασμού, προϊόντος ή επένδυσης που δεν είναι, ή παρουσιάζεται ότι δεν είναι, χρηματοοικονομικός λογαριασμός, αλλά διαθέτει χαρακτηριστικά που είναι ουσιαστικά παρόμοια με τα χαρακτηριστικά χρηματοοικονομικού λογαριασμού,
β) τη μεταφορά χρηματοοικονομικών λογαριασμών ή περιουσιακών στοιχείων σε δικαιοδοσίες που δεν δεσμεύονται από την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών με το κράτος της κατοικίας του ενδιαφερόμενου φορολογούμενου ή τη χρήση τέτοιων δικαιοδοσιών,
γ) την εκ νέου ταξινόμηση εισοδημάτων και κεφαλαίου σε προϊόντα ή πληρωμές που δεν υπόκεινται στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών,
δ) τη μεταβίβαση ή τη μετατροπή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοοικονομικού λογαριασμού ή των περιουσιακών στοιχείων τους σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοοικονομικό λογαριασμό ή περιουσιακά στοιχεία που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση αναφοράς δυνάμει της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών,
ε) τη χρήση νομικών προσώπων, οντοτήτων ή δομών που εξαλείφουν ή επιδιώκουν να εξαλείψουν την υποχρέωση αναφοράς ενός ή περισσοτέρων Δικαιούχων Λογαριασμού ή Ελεγχόντων Προσώπων δυνάμει της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών,
στ) ρυθμίσεις που υπονομεύουν ή εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες στις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που χρησιμοποιούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους αναφοράς πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης δικαιοδοσιών με ανεπαρκή ή αδύναμα καθεστώτα επιβολής της νομοθεσίας περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή με μη αυστηρές απαιτήσεις διαφάνειας για τα νομικά πρόσωπα ή τις νομικές οντότητες.
2. Ρύθμιση που περιλαμβάνει μη διαφανή αλυσίδα νόμιμης ή πραγματικής κυριότητας με χρήση προσώπων, νομικών οντοτήτων ή δομών:
α) που δεν ασκούν ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα υποστηριζόμενη από επαρκές προσωπικό, εξοπλισμό, περιουσιακά στοιχεία και χώρους και
β) που έχουν συσταθεί, βρίσκονται υπό διαχείριση, έχουν κατοικία, ελέγχονται ή είναι εγκατεστημένα σε δικαιοδοσία άλλη εκτός της δικαιοδοσίας της κατοικίας ενός ή περισσοτέρων από τους πραγματικούς δικαιούχους των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούν αυτά τα πρόσωπα, νομικές οντότητες ή δομές και
γ) όταν οι πραγματικοί δικαιούχοι τέτοιων προσώπων, νομικών οντοτήτων ή δομών, όπως ορίζονται στην οδηγία 2015/849 δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν.
Άρθρο 5
Κατηγορία Ε:
Ειδικά διακριτικά σχετικά με την ενδοομιλική τιμολόγηση
1. Ρύθμιση που περιλαμβάνει τη χρήση μονομερών κανόνων «ασφαλούς λιμένα».
2. Ρύθμιση που περιλαμβάνει τη μεταβίβαση άυλων περιουσιακών στοιχείων δυσχερούς αποτίμησης. Ο όρος «άυλα περιουσιακά στοιχεία δυσχερούς αποτίμησης» περιλαμβάνει άυλα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα επί αυτών για τα οποία, κατά τη μεταβίβασή τους μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων:
α) δεν υπάρχουν αξιόπιστα συγκρίσιμα στοιχεία και
β) κατά τον χρόνο σύναψης της συναλλαγής, οι προβλέψεις για τις μελλοντικές ταμειακές ροές ή τα έσοδα που αναμένεται να προκύψουν από το μεταβιβαζόμενο άυλο στοιχείο, ή οι παραδοχές που υιοθετήθηκαν κατά την αποτίμηση του άυλου περιουσιακού στοιχείου είναι εξαιρετικά αβέβαιες, γεγονός που καθιστά δύσκολο να προβλεφθεί το ύψος της τελικής απόδοσης του άυλου στοιχείου κατά τη στιγμή της μεταβίβασης.
3. Ρύθμιση που περιλαμβάνει ενδοομιλική διασυνοριακή μεταβίβαση λειτουργιών ή κινδύνων ή περιουσιακών στοιχείων, εφόσον τα προβλεπόμενα ετήσια κέρδη προ τόκων και φόρων (earnings before interest and taxes (EBIT)) του μεταβιβάζοντος ή των μεταβιβαζόντων κατά τη διάρκεια της τριετούς περιόδου μετά από τη μεταβίβαση, είναι κατώτερα του πενήντα τοις εκατό (50%) των προβλεπόμενων ετήσιων κερδών προ τόκων και φόρων του εν λόγω μεταβιβάζοντος ή των μεταβιβαζόντων, αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση.»