Άρθρο 12 Ορισμοί (Άρθρο 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1852)

 

1. Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «Συμφωνία» ή «ΣΑΔΦ»: Συμφωνία για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος ή/και Κεφαλαίου της Ελλάδας με άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

β) «Σύμβαση»: η Σύμβαση της 20ής Αυγούστου 1990 για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων (90/436/ΕΟΚ, ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 10), όπως ισχύει, και η οποία έχει κυρωθεί με το ν. 2216/1994 (Α’ 83)∙

γ) «διαφορές»: νομικές διαφορές απόψεων που προκύπτουν από την ερμηνεία και την εφαρμογή των συμφωνιών και της σύμβασης των περ. α’ και β’ της παρούσας · το ζήτημα που αμφισβητείται και το οποίο προκύπτει από τέτοιες διαφορές, αποτελεί την «αμφισβητούμενη διαφορά»∙

δ) «διπλή φορολογία»: η επιβολή από την Ελλάδα και ένα ή περισσότερα από τα άλλα κράτη μέλη φόρων που καλύπτονται από ΣΑΔΦ ή Σύμβαση επί του ίδιου φορολογητέου εισοδήματος ή κεφαλαίου, εφόσον αυτή επιφέρει:
δα) πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση,
δβ) αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων ή
δγ) διαγραφή ή μείωση των ζημιών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον συμψηφισμό με τα φορολογητέα κέρδη∙

ε) «Αρμόδια Αρχή»: το Υπουργείο Οικονομικών ή η αρχή στην οποία έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες για την επίλυση διαφορών δυνάμει των συμφωνιών και της σύμβασης των περ. α’ και β’ της παρούσας. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος Kεφαλαίου, οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), αποτελούν την αρμόδια αρχή, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, δυνάμει των διατάξεων του ν. 4389/2016 (Α’ 94)∙

στ) «αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους»: η αρχή που έχει οριστεί ως τέτοια από το οικείο κράτος μέλος∙

ζ) «αρμόδιο δικαστήριο της Ελλάδας»: τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ή το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), τα οποία, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, είναι αρμόδια για τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά των πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης∙

η) «θιγόμενο πρόσωπο»: κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού προσώπου, το οποίο είναι φορολογικός κάτοικος κράτους μέλους κατά την έννοια ΣΑΔΦ ή Σύμβασης υπό την έννοια των περ. α) και β) της παρούσας και του οποίου η φορολόγηση επί του ίδιου εισοδήματος ή κεφαλαίου επηρεάζεται άμεσα από την αμφισβητούμενη διαφορά βάσει της ίδιας ΣΑΔΦ ή Σύμβασης.

2. Εκτός αν απαιτείται άλλως από τα συμφραζόμενα, κάθε όρος που δεν ορίζεται στον παρόντα νόμο έχει την έννοια που δίδεται σε αυτόν, κατά τον χρόνο αυτό στο πλαίσιο της σχετικής ΣΑΔΦ ή Σύμβασης, η οποία εφαρμόζεται, κατά την ημερομηνία παραλαβής της πρώτης κοινοποίησης της πράξης, που εγείρει ή θα εγείρει αμφισβητούμενη διαφορά. Ελλείψει ορισμού στο πλαίσιο τέτοιας ΣΑΔΦ ή Σύμβασης, ένας απροσδιόριστος όρος έχει την έννοια, που είχε κατά τον χρόνο αυτό, βάσει της νομοθεσίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, για τους σκοπούς των φόρων στους οποίους εφαρμόζεται η εν λόγω ΣΑΔΦ ή Σύμβαση η, δε, έννοια που δίδεται, βάσει της εφαρμοστέας φορολογικής νομοθεσίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, επικρατεί τυχόν έννοιας που δίδεται στον όρο αυτόν, βάσει της λοιπής νομοθεσίας της Ελληνικής Δημοκρατίας.