1. Προκειμένου να επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης θα πρέπει να παρασχεθεί συναίνεση από τον οφειλέτη και από πιστωτές του που εκπροσωπούν αφενός περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των απαιτήσεων που έχουν ειδικό προνόμιο και αφετέρου περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των λοιπών απαιτήσεων, σε κάθε περίπτωση όσων θίγονται από τη συμφωνία εξυγίανσης. Θεωρείται ότι δεν θίγεται η απαίτηση ενός πιστωτή όταν, κατά τη συμφωνία εξυγίανσης, δεν επηρεάζεται η νομική κατάσταση που είχε πριν από την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης. Η συναίνεση των πιστωτών σε συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να παρασχεθεί και μέσω ηλεκτρονικής ψηφοφορίας που διεξάγεται όπως προβλέπεται στην παρ. 5.
2. Η επικύρωση συμφωνίας, η οποία έχει συναφθεί μόνον από πιστωτές, που συγκεντρώνουν το ποσοστό του παραπάνω εδαφίου, χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη, είναι δυνατή εφόσον ο οφειλέτης βρίσκεται, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας, σε παύση πληρωμών ή, εφόσον πρόκειται για κεφαλαιουχική εταιρία, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων του οφειλέτη καταστεί κατώτερο του ενός δεκάτου (1/10) του μετοχικού κεφαλαίου και δεν έχει αποκατασταθεί τουλάχιστον στο ποσοστό αυτό εντός της διαχειριστικής χρήσης που ακολουθεί την ημερομηνία αναφοράς του ετήσιου ισολογισμού στον οποίο διαπιστώνεται το ανωτέρω έλλειμμα, ή αν ο οφειλέτης δεν έχει υποβάλει προς καταχώρηση οικονομικές καταστάσεις δυο (2) τουλάχιστον διαδοχικών διαχειριστικών χρήσεων, ή, εφόσον πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 45 του ν. 3190/1955.
3. Τα ποσοστά της παρ. 1 υπολογίζονται με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης. Η ημερομηνία που φέρει η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι προγενέστερη των τριών (3) ημερολογιακών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο. Στην κατάσταση των πιστωτών συμπεριλαμβάνονται όλοι οι πιστωτές, ανεξαρτήτως γενικών ή ειδικών προνομίων, οι απαιτήσεις των οποίων υπήρχαν κατά την ημερομηνία του προηγούμενου εδαφίου, έστω και αν δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Πιστωτές θεωρούνται επίσης και όσοι έχουν απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από την ημερομηνία του δεύτερου εδαφίου μέχρι τη συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων. Για τις ανάγκες του υπολογισμού των ποσοστών της παρ. 1, δεν λαμβάνονται υπόψη οι πάσης φύσης απαιτήσεις υπό αίρεση.
4. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που περιλαμβάνονται στην κατάσταση της παρ. 3 θα πρέπει να προκύπτουν από τα βιβλία του οφειλέτη ή να έχουν αναγνωριστεί ή να έχουν πιθανολογηθεί με απόφαση δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, ακόμη και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στην περίπτωση της συμφωνίας της παρ. 2, η κατάσταση των πιστωτών της παρ. 3 συντάσσεται με βάση στοιχεία που αντλούνται από τις πλέον πρόσφατες δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν, τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη, τα βιβλία και στοιχεία που διαθέτουν οι συμβαλλόμενοι πιστωτές, και αποφάσεις δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων που εκδίδονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
5. Η διαδικασία ηλεκτρονικής ψηφοφορίας μεταξύ των πιστωτών για την έγκριση σχεδίου συμφωνίας από τις απαιτούμενες κατά περίπτωση πλειοψηφίες και κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια που αφορά την ψηφοφορία αυτή καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
Η προτεινόμενη τροποποίηση, όχι μόνο δεν διευκολύνει την διαδικασία της συναινέσεως, αντίθετα επικυρώνει αυτό που συμβαίνει τα τελευταία έτη. Ότι δηλαδή επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης, χωρίς συναίνεση τραπεζών είναι αδύνατη.
Η αύξηση του απαιτούμενου ποσοστού συναινέσεως των ειδικών προνομίων στο 50% (από το 40%), όταν η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχουν πιστωτές Τράπεζες που είναι εξασφαλισμένες με προσημειώσεις υποθήκης, καθιστά κενό γράμμα την μείωση του ποσοστού της απαιτούμενης συναίνεσης του συνόλου των απαιτήσεων από 60% στο 50%.