1. Κάθε πρόσωπο το οποίο ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό, δύναται να αιτείται την επικύρωση της συνυποβαλλόμενης συμφωνίας εξυγίανσης που προβλέπεται στο άρθρο 123. Το πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου δύναται να υποβάλει την ως άνω αίτηση και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, αν υφίσταται απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητάς του, η οποία δύναται να αρθεί με τη διαδικασία αυτή.
2. Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προ-πτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με την επικύρωση της συμφωνίας που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών. Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών θεωρείται ότι πληρούται, αν κανείς από τους μη συναινούντες πιστωτές δεν βρεθεί, βάσει της συμφωνίας εξυγίανσης, σε χειρότερη θέση από τη θέση στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη.
3. Αν ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, με την αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου πρέπει να συνυποβάλλεται με το ίδιο δικόγραφο αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης κατά το άρθρο 5. Παράλειψη συνυποβολής αίτησης πτώχευσης δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου, είναι όμως δυνατή η υποβολή αίτησης πτώχευσης από τους πιστωτές ή τον εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 5. Το άρθρο 54 εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεχθεί την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, απορρίπτει την αίτηση κήρυξης πτώχευσης με την απόφαση με την οποία επικυρώνει τη συμφωνία. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίψει την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, προχωρεί στην εξέταση της αίτησης πτώχευσης.
4. Οι διατάξεις της παρ. 3 εφαρμόζονται αναλόγως σε αιτήσεις του οφειλέτη, πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών για την κήρυξη πτώχευσης, οι οποίες εκκρεμούν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου και σε αιτήσεις του οφειλέτη, πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών οι οποίες κατατίθενται στο χρονικό διάστημα μετά από την υποβολή της αίτησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή και μετά από αίτημα του οφειλέτη ή πιστωτή, η αίτηση κήρυξης της πτώχευσης είτε συνεκδικάζεται είτε αναβάλλεται για συνεκδίκαση με την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.
5. Αν ο οφειλέτης περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών μετά την υποβολή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, οφείλει να υποβάλει αίτηση πτώχευσης και δύναται να ζητήσει την αναστολή της εξέτασης της αίτησης πτώχευσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως επικυρώσεως.
6. Aν ο οφειλέτης είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 45 του ν. 3190/1955, αναστέλλεται από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 126 μέχρι την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας.
7. Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου είναι το κατά το άρθρο 4 αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο που, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
8. Οι διατάξεις των άλλων κεφαλαίων του παρόντος κώδικα εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου μόνο στο μέτρο που γίνεται παραπομπή σε αυτές.
Στο παρόν άρθρο που αφορά στην διαδικασία εξυγίανσης παρακαλώ να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα. Ο παρακάτω πρόταση – σχολιασμός αφορά τόσο στα νομικά όσο
και στα φυσικά πρόσωπα:
Σύλλογος Δανειοληπτών & Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος Καρατάσου αρ. 7, Τ.Κ. 546 26 Θεσσαλονίκη, Τηλ: 2310522126
e-mail: danioliptesgr@gmail.com
Αθήνα Καβάλα
Γαμβέτα 12, Τ.Κ. 106 77 Φιλελλήνων 13, Τ.Κ. 654 03
Επειδή, η υποχρέωση του Κράτους να λειτουργεί με διαφάνεια είναι συνυφασμένη με την έννοια της Δημοκρατίας μας.
Επειδή, θα ήταν άδικο κοινωνικά να μην δοθεί μία τελευταία ευκαιρία στους δανειολήπτες να ρυθμίσουν ή να εξαγοράσουν το δάνειό τους,
Επειδή κρίνεται αναγκαία η εξακολούθηση της προστασίας της α’ κατοικίας αλλά και η προστασία εκείνων των περιουσιακών στοιχείων που είναι απαραίτητα για την συνέχιση της επαγγελματικής εμπορικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας των οφειλετών – εγγυητών, φυσικών και νομικών προσώπων,
Επειδή και η 1023/2019 Κοινοτική Οδηγία ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ Α’ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ, αλλά την εμπερικλείει στις ρυθμίσεις της περί απαλλαγής των οφειλετών από τα χρέη τους (βλ. άρθρο 23 παρ. 3), σύμφωνα με το οποίο «στην περίπτωση που εγκρίνονται ή διατάσσονται μέτρα προστασίας από δικαστική ή διοικητική αρχή προκειμένου να διασφαλιστεί η κύρια κατοικία του αφερέγγυου επιχειρηματία και κατά περίπτωση της οικογενείας του ή τα βασικά περιουσιακά στοιχεία για τη συνέχιση της εμπορικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του επιχειρηματία το κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει μεγαλύτερη περίοδο απαλλαγής».
Επειδή η κρίση που διήλθε η χώρα μας από το 2010 και εντεύθεν αναμφίλεκτα μετέβαλλε απρόοπτα και βίαια τόσο την εισοδηματική όσο και την περιουσιακή κατάσταση των δανειοληπτών με συνέπεια η δεύτερη ευκαιρία που πρέπει να τους παρασχεσθεί από ένα κράτος δικαίου είναι αδήριτη.
Επειδή τα πιστωτικά ιδρύματα και η επιθετική πρακτική που υιοθέτησαν προκειμένου να χορηγήσουν δάνεια και πιστώσεις, έγινε αναντίρρητα με τρόπο που δεν προσήκει στις επιταγές περί υπευθύνου δανεισμού, παρασύροντας το μεγαλύτερο τμήμα των δανειοληπτών σε υπερχρέωση, χωρίς δική τους υπαιτιότητα.
Επειδή τα λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα διασώθηκαν με χρήματα του ελληνικού λαού, αφού ανακεφαλαιοποιήθηκαν πολλάκις, λαμβάνοντας ποσό άνω των ογδόντα δισεκατομμυρίων ευρώ.
Επειδή από το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας έχει πλειστάκις κριθεί, ότι οι τράπεζες, με την συμπερίληψη καταχρηστικών όρων αλλά και υψηλών επιτοκίων που διαμορφώνονταν με αδιαφανή κριτήρια, διόγκωναν την απαίτηση που είχαν έναντι των δανειοληπτών – εγγυητών, πλουτίζοντας εις βάρος τους παράνομα.
Επειδή στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, δόθηκε η δυνατότητα, με την θέσπιση του ν. 4354/2015, να μεταβιβάσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις.
Επειδή οι απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν ή πρόκειται να μεταβιβαστούν στις ως άνω εταιρείες είναι αφενός ανεκκαθάριστες (διαλαμβάνουν δηλαδή και χρεώσεις που επιβλήθηκαν δυνάμει όρων της σύμβασης που κρίθηκαν με αμετάκλητες αποφάσεις καταχρηστικοί) και αφετέρου το τίμημα, που καταβλήθηκε από τις αποκτώσες, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εταιρείες, δεν ξεπερνά σε ποσοστό το 30% τις εμπράγματως εξασφαλισμένες απαιτήσεις και σε ποσοστό 5% τις ανέγγυες πιστώσεις.
Επειδή σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4354/2015: «Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις καθίσταται δυνατή η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η δημιουργία μίας τέτοιας αγοράς θα είναι ωφέλιμη τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τους οφειλέτες. Το πιστωτικό ίδρυμα θα μπορεί να ενισχύσει άμεσα τη ρευστότητά του εισπράττοντας άμεσα ένα τμήμα της αμοιβής του, το οποίο είναι αμφίβολο αν θα το εισέπραττε με αναγκαστική εκτέλεση και σε κάθε περίπτωση θα το εισέπραττε πολύ αργότερα. Από την άλλη πλευρά, ο δανειολήπτης θα μπορεί να λάβει από τον εκδοχέα πολύ ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ’ ό,τι θα μπορούσε να λάβει από το πιστωτικό ίδρυμα, διότι ο εκδοχέας θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μία πρόταση ρύθμισης, που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα είναι κερδοφόρα για τον εκδοχέα. Παράλληλα θεσπίζεται καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιριών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα χειροτερεύσει η νομική ή πραγματική θέση του οφειλέτη μόνο και μόνο λόγω της μεταβίβασης της οφειλής του ή της ανάθεσής της προς διαχείριση».
Επειδή, ως προκύπτει, από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4354/2015 βούληση του εθνικού νομοθέτη, είναι οι δανειολήπτες να ευνοούνται από τις διατάξεις του νόμου, αφού εικάζει ότι «ο δανειολήπτης θα μπορεί να λάβει από τον εκδοχέα πολύ ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ’ ό,τι θα μπορούσε να λάβει από το πιστωτικό ίδρυμα, διότι ο εκδοχέας θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μία πρόταση ρύθμισης, που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα είναι κερδοφόρα για τον εκδοχέα»
Γι αυτό προτείνεται στην διαδικασία εξυγίανσης να συμπεριληφθούν τα ακόλουθα:
Το πιστωτικό ίδρυμα ή σε περίπτωση πώλησης – μεταβίβασης – τιτλοποίησης της απαίτησης, η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού, είναι υποχρεωμένοι να υποβάλλουν εγγράφως στον δανειολήπτη και στον εγγυητή (εφόσον υπάρχει), πρόταση ρύθμισης του δανείου του, ακολουθώντας τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (4224/2013). Η πρόταση ρύθμισης του δανείου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές και εισοδηματικές συνθήκες του δανειολήπτη – εγγυητή και την αγοραία – εμπορική αξία του υπό προστασία ακινήτου, προσαυξημένη κατά 10%, η οποία εξάλλου θα αποτελεί και το τελικό ποσό που θα καλείται να αποπληρώσει ο δανειολήπτης και ο εγγυητής (εφόσον υπάρχει).
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε ρύθμιση επιτευχθεί δεν θα αποτελεί ταυτόχρονα και αναγνώριση της οφειλής. Ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής, σε περίπτωση που δεχθεί την προταθείσα ρύθμιση, θα δύναται να επιδιώξει δικαστικά την απομείωση του ποσού της απαίτησης. Η υποχρέωση περί έγγραφης πρότασης ρύθμισης της οφειλής, ισχύει τόσο για τα δάνεια και τις πιστώσεις που είναι εξασφαλισμένα με εμπράγματη ασφάλεια όσο και για τα δάνεια και τις πιστώσεις που δεν είναι εξοπλισμένα με εμπράγματη ασφάλεια. Προκειμένου να διασφαλισθεί η διαφάνεια της όλης διαδικασίας, οι προτάσεις ρύθμισης προς τους οφειλέτες – εγγυητές, θα πρέπει να γίνονται μέσα από ηλεκτρονική πλατφόρμα, όπως αυτή λειτουργεί σήμερα, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4605/2019. Η υποχρέωση, του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας ειδικού σκοπού που απέκτησε την απαίτηση, να προτείνει στον εκάστοτε οφειλέτη ρύθμιση της οφειλής του είναι ανεξάρτητη από το ποσό της απαίτησης.
Η υποχρέωση έγγραφης πρότασης ρύθμισης του δανείου κατά τα ανωτέρω, είναι ανεξάρτητη από το εάν η μεταβιβασθείσα απαίτηση είναι επίδικη ή εάν ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής έχουν κριθεί μη συνεργάσιμοι κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Ο δανειολήπτης και ο εγγυητής θα πρέπει να απαντήσουν εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών εάν αποδέχονται την προταθείσα ρύθμιση. Σε περίπτωση που περάσει άπρακτη η προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών ή ο δανειολήπτης και εγγυητής δεν αποδεχθούν την πρόταση τότε το πιστωτικό ίδρυμα η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού έχει το δικαίωμα να επιδιώξει την δικαστική είσπραξη της απαίτησης και να ξεκινήσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση.