1. Ο οφειλέτης οφείλει να τηρεί τη ρύθμιση και να καταβάλει το σύνολο των δόσεων, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης Αναδιάρθρωσης. Με την καταβολή του συνόλου των οφειλόμενων δόσεων στο σύνολο των καταλαμβανομένων πιστωτών ολοκληρώνεται επιτυχώς η ρύθμιση και αποσβέννυται το τμήμα της απαίτησης που υπερβαίνει το ποσό της ρύθμισης, με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων των πιστωτών έναντι συνοφειλετών ή εγγυητών του οφειλέτη ή δικαιωμάτων των πιστωτών με δικαιώματα επιφύλαξης κυριότητας.
2. Στην περίπτωση της επιτυχούς ολοκλήρωσης της ρύθμισης κατά την παρ. 1, κάθε καταλαμβανόμενος πιστωτής παρέχει στον οφειλέτη πιστοποίηση της ρυθμισμένης απαίτησής του σύμφωνα με την Σύμβαση Αναδιάρθρωσης.
3. Η πιστοποίηση της παρ. 2 αποτελεί τίτλο διαγραφής του συνόλου των απαιτήσεων του πιστωτή που καταλαμβάνονται από τη Σύμβαση Αναδιάρθρωσης και υποκαθιστά τη συναίνεση του δανειστή που προβλέπεται στην περ. 1 του άρθρου 1330 ΑΚ για την εξάλειψη της προσημείωσης.
4. Η πιστοποίηση μπορεί να εκδίδεται και μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του άρθρου 120.
5. Αν ο οφειλέτης καταστεί υπερήμερος ως προς καταβολές της Σύμβασης Αναδιάρθρωσης, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικά είτε την αξία τριών (3) δόσεων είτε την αξία τουλάχιστον του 3% του συνολικά οφειλομένου ποσού σύμφωνα με την επιτευχθείσα ρύθμιση, οποιοσδήποτε καταλαμβανόμενος πιστωτής δύναται να καταγγείλει τη Σύμβαση Αναδιάρθρωσης. Καταγγελία από καταλαμβανόμενο πιστωτή συνεπάγεται την απώλεια της ρύθμισης ως προς τον πιστωτή αυτό.
6. Καταλαμβανόμενος πιστωτής ενημερώνει αμελλητί τους λοιπούς καταλαμβανόμενους πιστωτές Σύμβασης Αναδιάρθρωσης για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με τη Σύμβαση Αναδιάρθρωσης καθώς και σε περίπτωση καταγγελίας από αυτόν σύμφωνα με την παρ. 5.
7. Η απώλεια της ρύθμισης ως προς οποιοδήποτε πιστωτή συνεπάγεται την αναβίωση των απαιτήσεων του πιστωτή αυτού στο ύψος που είχαν πριν την Σύμβαση Αναδιάρθρωσης μείον τυχόν ποσά που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της ρύθμισης, ενώ τις καθιστούν ληξιπρόθεσμες και άμεσα απαιτητές.
8. Σε περίπτωση που η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών αφορά δάνειο το οποίο εξασφαλίζεται με την κύρια κατοικία του οφειλέτη, όπως ορίζεται στην περ. (δ) της παρ. 1 του άρθρου 167, τότε παρέχεται επιδότηση των οφειλομένων δόσεων υπό την προϋπόθεση ότι ικανοποιούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. πληροί τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 3 του ν. 4472/2017 και διαθέτει Βεβαίωση Ευάλωτου του άρθρου 167,
β. ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε οικονομική αδυναμία ή σε επιδείνωση των εισοδημάτων του και
γ. το υπόλοιπο της οφειλής από το δάνειο που εξασφαλίζεται με την κύρια κατοικία του οφειλέτη, δεν υπερβαίνει το όριο διακοσίων χιλιάδων (200.000) Ευρώ ανά πιστωτή.
9. Η υποβολή αίτησης για την επιδότηση δόσης συνεπάγεται ως προς το Δημόσιο την παροχή άδειας για την πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων του οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 116.
10. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζονται ο τρόπος προσδιορισμού του ακριβούς ύψους της επιδότησης του Δημοσίου κατά την παρ. 7, οι προϋποθέσεις περιέλευσης σε οικονομική αδυναμία ή επιδείνωση εισοδημάτων, το όργανο που είναι αρμόδιο να αποφασίζει για την επιδότηση, η διαδικασία καταβολής, επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων και επιβολής συνεπειών, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα σχετικά με αυτήν. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου πρέπει να συμμορφώνεται προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων.
11. Σε περίπτωση καταγγελίας της αναδιαρθρωμένης οφειλής από τον χρηματοδοτικό φορέα παύει αυτοδικαίως η επιδότηση των δόσεων που οφείλονται μετά την ισχύ της καταγγελίας και επέρχονται οι συνέπειες ανάκλησης της επιδότησης, όπως θα καθοριστούν με την απόφαση της παρ. 10.
12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τη διαδικασία αίτησης για την παροχή της επιδότησης δόσης της παραγράφου 8, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, τη διασταύρωση στοιχείων, την επικοινωνία με τον δικαιούχο και τον πιστωτή και την καταβολή της.
Να θεωρηθούν και οι ευπαθείς ευάλωτοι, ακόμη και αν δεν επιδοτηθούν.
Τα υπερβολικά χαμηλά για να μην πω σούπερ τσιγγούνικα εισοδηματικά κριτήρια πρέπει να διευρυνθούν γιατί παρουσιάζουν σαφή αναντιστοιχία με όλες τις υπόλοιπες προυποθέσεις, που είναι πιο ρεαλιστικές. Τα εισοδηματικά κριτήρια έχουν εμποδίσει ως τώρα πολλές λύσεις. Επί πλέον ακόμη και αυτά σήμερα υπάρχουν και αύριο δεν υπάρχουν λόγω της εργασιακής αβεβαιότητας.
Τα εισοδηματικά κριτήρια πρέπει να συσχετίζονται με το ύψος των δανείων- και των οφειλών και να μην είναι στείροι απόλυτοι αριθμοί
Ένας μισθωτός που σήμερα βγάζει 20000 ευρώ τον χρόνο, αλλά είχε-έχει μηνιαία δόση δανείου 800 ευρώ χρήζει μεγαλύτερης προστασίας από έναν που βγάζει 10.000 ευρώ τον χρόνο αλλά έχει δόση 250 ευρώ.
Πρέπει δηλαδή κάποιος να παραιτηθεί από την δουλειά του και να πάρει (όποτε πάρει) μια μικρή σύνταξη προκειμένου να πετύχει προστασία της στέγης του. Και μετά με τι λεφτά θα πληρώνει τις δόσεις ;
Εξάλλου τα κριτήρια για τις οφειλές στον COVID-19 ήταν πολύ πιο μεγάλα και άνετα, αποδεικνύοντας ότι το κράτος όταν θέλει μπορεί. Επί πλέον αφορούσαν κυρίως επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες, που εδώ και πολλές δεκαετίες δεν θεωρούνται και οι ειλικρινέστεροι των φορολογουμένων, ούτε τα εισοδήματα τους εδώ και δεκαετίες βρίσκονταν κάτω από προβολείς διαφάνειας όπως των μισθωτών.
Και στο κάτω γιατί η μείωση του τζίρου κατά 30%-50% θεωρήθηκε φέτος χειρότερη (και αντιμετωπίστηκε ευνοικότερα) από την περικοπή μισθών κατά 30-50% που έγινε τα προηγούμενα χρόνια. Αυτή η μείωση ήταν που δημιούργησε στρατιές κόκκινων δανείων.