Άρθρο 103 – Απαλλαγή του οφειλέτη

1.Με την επιφύλαξη της παρ. 2, ο οφειλέτης απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι, τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή την καταχώρηση της παρ. 4 του άρθρου 3, εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του. Η απαλλαγή έχει ως συνέπεια και την παύση των στερήσεων δικαιωμάτων τις οποίες συνεπάγεται η πτώχευση.
2.Για τους οφειλέτες της παρ. 3 του άρθρου 18, η προθεσμία της παρ. 1 ορίζεται σε ένα (1) έτος.
3.Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ορίζεται η διαδικασία διαγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά περίπτωση, λόγω της απαλλαγής του οφειλέτη σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 105.
4.Σε περίπτωση που η προθεσμία της παρ. 1 ή 2, κατά περίπτωση, λήγει εντός πενταετίας από προηγούμενη απαλλαγή του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης και της απαλλαγής κατά τον ν. 3869/2010, τότε η απαλλαγή σύμφωνα με το παρόν άρθρο επέρχεται στην πέμπτη επέτειο της προηγούμενης απαλλαγής.
5.Η προσφυγή κατά της απαλλαγής ασκείται παραδεκτά στο πτωχευτικό δικαστήριο εφόσον ο προσφεύγων επικαλείται ότι η αδυναμία εκπλήρωσης την οποία διαπιστώνει η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη ή ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης είτε και κατά τη διάρκειά της, δεν έχει υπάρξει συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ή ότι είτε εκκρεμεί ποινική δίωξη κατά του οφειλέτη για κάποια από τις πράξεις του ενάτου κεφαλαίου του παρόντος κώδικα ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, καταδολίευσης δανειστών, δόλιας χρεοκοπίας, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα ή φοροδιαφυγής που αποτελεί ειδικό ποινικό αδίκημα ή ότι έχει καταδικαστεί για κάποια από αυτές τις πράξεις.
6.Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό δικαστήριο, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφασίζει περί της απαλλαγής. Εάν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του, να θέσει προθεσμία στον οφειλέτη για την ικανοποίησή τους, να περιορίσει την απαλλαγή ως προς ορισμένα μόνο χρέη ή να ορίσει εξαιρετικά μεγαλύτερη προθεσμία απαλλαγής, παρέχοντας σε κάθε περίπτωση δέουσα αιτιολόγηση τυχόν παρεκκλίσεων από την προβλεπόμενη προθεσμία γενικής απαλλαγής της παρ. 1.
7.Αν η προσφυγή επικαλείται ποινική δίωξη ή καταδίκη για κάποια από τις πράξεις της παρ. 4, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση.
8.Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια, οφειλές από τα αδικήματα του ν. 4557/2018 και οφειλές διατροφής. Σε περίπτωση χρεών προς το Δημόσιο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου.
9.Σε περίπτωση που μετά την απαλλαγή οφειλέτη αποδειχθεί ότι παρέλειψε δολίως ή από βαριά αμέλεια την αποκάλυψη της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το σχέδιο πληρωμών της παρ. 3 του άρθρου 18, το πτωχευτικό δικαστήριο μετά από αίτημα πιστωτή μπορεί να ανακαλέσει την απαλλαγή, είτε μερικά, ιδίως με το να θέσει ως αίρεση της απαλλαγής την εξόφληση των οφειλομένων από το σχέδιο πληρωμών, είτε στο σύνολό της.
10.Για την αξιολόγηση κατά πόσο συντρέχουν οι περιστάσεις που αποκλείουν την απαλλαγή του οφειλέτη κατά την παρ. 5, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται ειδικό πλαίσιο υποχρεώσεων των χρηματοδοτικών φορέων κατά την έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113.

  • Το ΒΕΑ προτείνει η απαλλαγή του οφειλέτη εντός προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης, θα πρέπει να επεκταθεί και στους οφειλέτες που πληρούν τους όρους της «μικρής οντότητας».
    Επίσης προς αποφυγή δυσχερειών στην ερμηνεία του συγκεκριμένου άρθρου το ΒΕΑ προτείνει να προστεθεί ο όρος «αυτοδίκαιη» απαλλαγή, ώστε να είναι σαφές ότι μόνο η παρέλευση του οριζομένου στο νόμο χρονικού διαστήματος επαρκεί για την απαλλαγή του οφειλέτη και ότι αυτός δεν οφείλει να προβεί σε κάποια περαιτέρω ενέργεια.

  • 10 Σεπτεμβρίου 2020, 09:13 | Άνθια Κορέλα

    Η κατάργηση του θεσμού της πτωχευτικής αποκατάστασης, η οποία προέβλεπε την απαλλαγή του οφειλέτη κατόπιν δεκαετίας, με τους ν.4336/2015, ν.4446/2016 και ν.4549/2018, που περιόρισαν το χρονικό αυτό διάστημα σε διετία για τους λεγόμενους «συγγνωστούς», ήτοι τους μη δόλιους, πτωχεύσαντες, ήταν μία κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Και τούτο διότι, μέχρι τότε, η αποδεικνυόμενη από την καθημερινή εμπειρία παραδεδεγμένη αλήθεια ήταν ότι η πτώχευση ήταν για τον έμπορο μία πραγματική όχι απλώς οικονομική, αλλά και επαγγελματική, καταστροφή. Εν τοις πράγμασι, ο επιχειρηματίας αποστερούνταν του δικαιώματος να κάνει μία δεύτερη αρχή, ένα καινούργιο ξεκίνημα, αφού η δεκαετία ήταν όχι απλώς εξουθενωτική, αλλά απλώς αποτρεπτική. Διότι, τότε, το σύστημα ήταν ξεκάθαρα τιμωρητικό, και αποσκοπούσε, δίχως να το ορίζει ρητώς, στο στιγματισμό του πτωχεύσαντα, στην έμπρακτη επίδειξη έλλειψης εμπιστοσύνης σε αυτόν και στην απομάκρυνσή του από την αγορά. Η ανωτέρω όμως νομοθετική επιλογή να περιορίσει αυτό το διάστημα στα δύο χρόνια, με την τροποποίηση του σχετικού άρθρ. 168 του Πτωχευτικού Κώδικα προέβλεπε μία πραγματική δεύτερη ευκαιρία.
    Το νέο νομοσχέδιο, όμως, κάνει ένα βήμα πίσω, αφού τρέπει την διετία σε τριετία, για τους μη δόλιους ούτως ή άλλως οφειλέτες, επεκτείνοντας αδικαιολόγητα κατά έναν χρόνο την απαλλαγή του οφειλέτη και τη δυνατότητά του να κάνει επανέναρξη, με μόνη πρόφαση το γεγονός ότι η τριετία συνιστά «εύλογο» διάστημα. Εύλογο όμως για ποιον; Διότι, παρά τις εξαγγελίες και τις ελπίδες για μία επιταχυμένη δικαστική διαδικασία πτώχευσης, που μόνον η πρακτική θα αποδείξει, η αλήθεια είναι ότι η τριετία, που μετρά από την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί πολύ εύκολα να ξεπεράσει την τετραετία, αφού μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της πτώχευσης θα έχει παρέλθει σχεδόν ένα έτος. Σε όλο αυτό το διάστημα όμως ο έμπορος, ο επαγγελματίας κι όποιος ιδιώτης θα βρίσκεται μετέωρος, αδρανής και άνευ εργασίας. Μάλιστα, εάν ο πτωχεύσας είναι σε κάποια πιο προχωρημένη ηλικία, αυτή η τριετία (ή και περισσότερο) θα σημαίνει αντικειμενικά τον αποκλεισμό του από την αγορά εργασίας, ώστε η εξαγγελλόμενη δεύτερη ευκαιρία να ισοδυναμεί με ολοσχερή οικονομική καταστροφή, τώρα και για το μέλλον.
    Ο περιορισμός της δεκαετίας σε διετία ήταν μία κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Αντίστροφα, η αύξηση της διετίας σε (τουλάχιστον) τριετία, αποτελεί μία κακή επιλογή, αφού το «εύλογο» χρονικό διάστημα του νομοσχεδίου πρακτικά μπορεί να αποδεικνύεται εντελώς καταστρεπτικό για τον πτωχεύσαντα, κάτι που ο νομοθέτης θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη. Για αυτό και προτείνουμε τη στροφή στην πραγματικά εύλογη ρύθμιση, ήτοι ή τον περαιτέρω περιορισμό του χρόνου απαλλαγής ή έστω τη διατήρηση της προϊσχύουσας διετίας. Η αύξηση του χρονικού διαστήματός της είναι μία ανεπίτρεπτη παλινδρόμηση σε ένα καταργηθέν πια τιμωρητικό σύστημα και σε μία ευνομούμενη κοινωνία όπως η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αποτελέσει νομοθετική επιλογή.

  • 9 Σεπτεμβρίου 2020, 15:44 | Βασιλική Χρηστίδου

    Λαμβάνοντας υπόψη, ότι:
    Ο νέος πτωχευτικός νόμος για τα φυσικά πρόσωπα πρέπει να έχει πιο κοινωνικό χαρακτήρα, ιδίως για το σοβαρότατο ζήτημα της α’κατοικίας, για ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, όπως τα άτομα της μέσης και τρίτης ηλικίας, ή άτομα με μόνιμη αναπηρία (άνω του 50%) για τα οποία η δεύτερη ευκαιρία για οικονομική ανάκαμψη ικανής να τους δώσει δεύτερη ευκαιρία απόκτησης κατοικίας είναι λόγω ηλικίας και συνθηκών πρακτικά αδύνατη, επομένως το νομοσχέδιο αυτό ουσιαστικά εγκαταλείπει τους μεσήλικες και τους ηλικιωμένους άστεγους μετά την παρέλευση των 12 ετών!!!
    Η οριζόντια και γενικευμενη πρόβλεψη του νόμου για διατήρηση της α’ κατοικίας για 12 έτη έναντι ενοικίου που αναπροσαρμόζεται με τους νόμους της αγοράς, είναι απεχθής για τα μεσήλικα και ηλικιωμένα άτομα των οποίων η οικονομική και κοινωνική κατάσταση χρόνο με το χρόνο κατά κανόνα δυσχεραίνει λόγω ηλικίας.

    Η ΠΡΟΤΑΣΗ.
    Να υπάρξει πρόβλεψη του πτωχευτικού νόμου, κατ’ εξαίρεση για τα φυσικά πρόσωπα ηλικίας άνω των 50 ετών, να έχουν την επιλογή διατήρησης της επικαρπίας της α’ κατοικίας τους εφ΄όρου ζωής, μετά από οικειοθελη παραχώρηση της ψιλής κυριότητα του ακινήτου στο πιστωτή ή στον φορέα που θα δημιουργηθεί, καταβάλλοντας σε μηνιαίες σταθερές τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με το ελάχιστο σταθερό επιτόκιο της αγοράς, και σε ποσοστό 70-80% της αξίας της επικαρπίας, η οποία είναι ποσοστό της πλήρους κυριότητας με βάση την ηλικία του πτωχευμένου επικαρπωτή, όπως ήδη ισχύει (ήτοι στα 5/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 40ό ετος της ηλικίας του, στα 4/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 50ό ετος της ηλικίας του, στα 3/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 60ό ετος της ηλικίας του, στα 2/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 70ό έτος της ηλικίας του και τέλος στο 1/10 αν ο επικαρπωτής έχει υπερβεί το 80ό ετος της ηλικίας του. Η δε εφ’όρου ζωής επικαρπία δεν θα παρέχει στον επικαρπωτή το δικαίωμα μεταβίβασής της (με πώληση ή κληρονομιά), σε τρίτα πρόσωπα και επομένως μετά το θάνατο του επικαρπωτή θα συνεννούται με την ψιλή κυριότητα, όπως προβλέπεται ήδη από το νόμο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλίζεται το κοινωνικό δικαίωμα διαβίου στέγασης του ηλικιωμένου ατόμου στην κατοικία του, έναντι καταβολής ενός εύλογου ποσού σταθερής μηνιαίας δόσης, αντί του ανασφαλούς ποσού ενοικίου που θα αυξομειώνεται κατά το δοκούν και ακολούθως με την πάροδο των ετών θα απειλείται με έξωση στα γεράματά του!!!

    ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
    Η πρόβλεψη του νόμου για προσωρινή συνέχιση της στέγασης για 12 έτη έναντι καταβολής ενοικίου, που αναπροσαρμόζεται με τους νόμους της αγοράς, με ή χωρίς τη συνδρομή της πολιτείας στην καταβολή του ενοικίου αυτού, είναι απεχθής για πτωχευμένα άτομα τα οποία είναι ηλικιωμένα είτε βρίσκονται στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας, ή πάσχουν από μόνιμη αναπηρία άνω του 50%. Είναι γνωστό ότι η ζήτηση στην αγορά εργασίας για άτομα άνω των 50-55 ετών είναι σχεδόν μηδενική, εκτός αν πρόκειται για υψηλόμισθους επιστήμονες, μεγαλογιατρούς και δικηγόρους που ήδη εργάζονται σε κλινικές ή επιχειρήσεις ή διατηρούν γραφείο κλπ, για δε τους πτωχευμένους συνταξιούχους είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ν’αυξήσουν το εισόδημά τους στο μέλλον, εκτός αν κερδίσουν το λαχείο ή κληρονομήσουν κάποιο ισάξιο ακίνητο που να καλύπτει τις στεγαστικές τους ανάγκες που κι αυτό μπορεί να προβλέπει ο νόμος ότι θα παραχωρηθεί ή θα ανταλλαγεί για τη διατήρηση της μίας εκ των δύο κατοικιών.

    Τα άτομα ηλικίας άνω 50 ετών, είναι κατά κανόνα πιο ευάλωτα από τους νεότερους με ίδιο μορφωτικό επίπεδο και με μεγαλύτερη δυσκολία θα είναι σε θέση να εξεύρουν τρόπους ν’αξιοποιήσουν τη δεύτερη ευκαιρία από οικονομικής άποψης, καθώς στις ηλικίες άνω των 50 ετών, εκτός σπάνιων εξαιρέσεων, η καριέρα του ατόμου που έχει ανακοπεί είτε λόγω της κρίσης, είτε από άλλη σοβαρή αιτία (προβλήματα υγείας, ανεργία, κλπ ), το άτομο αυτό δεν δύναται να ανακάμψει με την ίδια ευκολία που θα το κάνουν οι νεότεροι. Η δε αγορά εργασίας βαίνει συνεχώς πιο ανταγωνιστική, καθώς οι νέες γενιές που εισβάλλουν σ’αυτήν με περισσότερα εφόδια μορφωτικά, ικανότητες, καινοτομίες κλπ με αμοιβές χαμηλές και άλλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που εκμηδενίζουν την όποια προσπάθεια του ήδη σε μειονεκτική θέση λόγω πτώχευσης μεσήλικα.

    Επειδή τα εισοδήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των οφειλετών που θα υπαχθούν στη διαδικασία πτώχευσης και 2ης ευκαιρίας, θα είναι χαμηλά, πολύ χαμηλά έως και μηδενικά και δεδομένου ότι το σύνολο της ακίνητης περιουσίας των οφειλετών αυτών, θα ρευστοποιηθεί, θα είναι σχεδόν όλοι «ευάλωτοι» με βάση τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια.

  • 9 Σεπτεμβρίου 2020, 13:53 | ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

    Αναφορικά με την παράγραφο 8, εάν ο νόμος δεν προβλέψει απαλλαγή απ’ όλα τα επιχειρηματικά χρέη τα οποία κατά την έννοια του νόμου στοιχειοθετούν «αδίκημα» και στην απόλυτη πλειοψηφία των περιπτώσεων καταδικάζονται, θεωρούνται δηλαδή κατά τεκμήριο ότι τελέστηκαν με δόλο, (ενδεικτικά μη πληρωμή επιταγής, μη καταβολή μισθών και αποζημιώσεων, μη καταβολή στο δημόσιο κτλ) δεν παρέχεται στην πραγματικότητα δεύτερη ευκαιρία. Συνεπώς πρέπει να προβλεφθεί ότι μετά από ένα χρονικό διάστημα, τα φυσικά πρόσωπα θα απαλλάσσονται από όλα τα χρέη εκτός από τις περιπτώσεις καταδίκης τους για δόλια χρεοκοπία. Διαφορικά δεν θα μπορούν να επιχειρούν ή να αποκτούν περιουσία εφόσον θα εμφανίζονται εσαεί οφειλέτες.

  • 7 Σεπτεμβρίου 2020, 15:54 | Κωνσταντίνος Ντζούφας

    Βαρεια αμελεια ειναι ορος που απανταται κυριως στο αστικο δικαιο…αδικοπρακτικη ενοχη δεν υφισταται στην περιπτωση μη καταβολης ΦΠΑ ή και χρεων αφου υφισταται σχεση δημοσιου δικαιου(βλ.αντιστοιχο γερμανικο πτωχευτικο νομο και γερμανική νομολογία:Steuerhinterziehung ist keine die Restschuldbefreiung ausschließende vorsätzlich begangene unerlaubte Handlung i.S. des § 302 Nr. 1 InsO». ).Ωστόσο δεδομένης της συγχυσης που μπορει να προκύψει λογω και μη εξοικειωσης των πολιτικων δικαστων με το φορολογικο και εν γένει δημόσιο δίκαιο πρέπει να διευκρινιστει ότι αφορα ξεκαθαρα αστικες αδικοπρακτικες ενοχές και οχι ποινικα αδικηματα…

  • 7 Σεπτεμβρίου 2020, 13:11 | Μαρία Σπηλιώτη

    Δεν υπάρχει και πάλι καμία πρόβλεψη για τους Κληρονόμους του Πτωχεύσαντα-Θανόντα.
    Δίνεται δηλ. η δυνατότητα απαλλαγής και «Δεύτερης Ευκαιρίας» στον Πτωχεύσαντα, με μόνη την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, αλλά οι Κληρονόμοι του Δεν Δικαιούνται να αιτηθούν Απαλλαγής.

    Έτσι, συμβαίνει το εξής αντιφατικό:
    Οι Κληρονόμοι του Πτωχεύσαντος (τυπικά και ουσιαστικά Ανεύθυνοι για τα χρέη της πτώχευσης) κληρονομούν τα χρέη τού Πτωχεύσαντος, και επειδή δεν δικαιούνται να αιτηθούν απαλλαγής, υποχρεούνται σε Αποποιήσεις Κληρονομιάς (ακόμα και της κατοικίας τους).
    Ενώ ο Πτωχός (Άμεσα Υπεύθυνος για τα χρέη), εάν ζούσε, με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις, θα κρινόταν «Συγνωστός» και θα απαλλάσσονταν από τα χρέη του.

    Δεν έχει δικαίωμα στη «Δεύτερη Ευκαιρία» και η οικογένεια του Πτωχού ;

  • 7 Σεπτεμβρίου 2020, 12:56 | Δημητρης Καστριωτης

    Ως προϋπόθεση απαλλαγής του πτωχού προβλέπεται και ότι δεν έχει καταδικαστεί για οιοδήποτε αδίκημα του Ενάτου κεφαλαίου του σχεδίου, ήτοι για χρεοκοπία ή ευνοϊκή μεταχείριση πιστωτή. Ωστόσο, ορισμένα από τα αδικήματα χρεοκοπίας, όπως προβλέπεται μετά την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ δολίας και απλής χρεοκοπίας, είναι λογιστικού χαρακτήρα και δεν ενέχουν απαξία – και πάντως δεν ενέχουν δόλια πρόθεση του πτωχού να απομειώσει την περιουσία του ή να διογκώσει τις υποχρεώσεις του. Ενδεικτικά αναφέρεται η μη υποβολή φορολογικών δηλώσεων, η μη σύνταξη απογραφής ή η σύνταξη απογραφής «κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας», καθώς και η εξ αμελείας απώλεια βιβλίων ή στοιχείων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου δεν υπάρχει δόλος του πτωχού, δεν είναι δικαιοκρατικώς εύλογο να αποκλείεται η απαλλαγή του. Ώστε πρέπει να μεταρρυθμιστεί η σχετική προτεινόμενη διάταξη και να αποτελεί κώλυμα της απαλλαγής μόνο η εκ προθέσεως απόκρυψη περιουσίας, διόγκωση χρεών και διενέργεια ζημιογόνων επιχειρηματικών πράξεων.

  • 7 Σεπτεμβρίου 2020, 12:04 | Δημητρης Καστριωτης

    Σε συμφωνία με τους παραπάνω σχολιαστές του ίδιου θέματος, σημειώνω ότι η φράση της διάταξης «χρέη που δημιουργήθηκαν από αδίκημα» καταλείπει αμφιβολία ως προς το αν καταλαμβάνει και τα χρέη που δεν»δημιουργούνται» από αδίκημα, αλλά των οποίων η μη πληρωμή αποτελεί αδίκημα. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον επιδιώκεται να παρασχεθεί πραγματικά δεύτερη ευκαιρία, η απαλλαγή πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα πτωχευτικά/επιχειρηματικά χρέη, όπως τις επιταγές, οφειλές προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, αποδοχές κ.ο.κ. Διαφορετικά η μελλοντική, μεταπτωχευτική περιουσία του πτωχού θα είναι υπέγγυα για μεγάλο μέρος πτωχευτικών οφειλών, ώστε στην πράξη δεν θα παρέχεται δεύτερη ευκαιρία…

  • Η νέα διάταξη είναι από άποψη χρονικού πλαισίου επαχθέστερη της υφιστάμενης (άρθρο 168 ΠτΚ), καθόσον προβλέπει απαλλαγή μετά την 3ετία αντί των 2 ετών που ισχύει σήμερα. Επιπροσθέτως το πρόβλημα παραμένει. Η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλών τυποποιούνται ως ποινικά αδικήματα τελεσθέντα με δόλο (μη απόδοση ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος, έκδοση ακάλυπτης επιταγής, μη καταβολή δεδολευμένων αποδοχών εργαζομένων κλπ). Συνεπώς λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση της διάταξης ο οφειλέτης θα απαλλάσσεται μόνον από τα τραπεζικά του χρέη αλλά ουδόλως θα μπορεί να κάνει νέα αρχή (fresh start) σε αντίθεση με όσα επιτάσσει το Κοινοτικό δίκαιο και η κοινή λογική. Σημειωτέον ότι η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία (1023/2019) δίνει έμφαση στον τρόπο πρόκλησης της αφερεγγυότητας του οφειλέτη και όχι στη φύση του αδικήματος per se. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 μπορεί να αναμορφωθεί ως ακολούθως:
    «Δεν απαλλάσσεται ο οφειλέτης που ενήργησε έναντι των πιστωτών του δολίως ή κακόπιστα κατά τη περίοδο συσσώρευσης των χρεών του ή κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας του παρόντος Κώδικα».

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 16:56 | ΜΑΡΙΝΑ ΜΑΡΟΥΔΗ

    Στη παρ.8 του άρθρου 103 προβλέπεται ότι ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από …. οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια,..»
    Επισημαίνουμε ότι στο δίκαιό μας μερικά αδικήματα που έχουν σχέση με επιχειρηματική δραστηριότητα είναι ΤΥΠΙΚΑ δηλαδή θεωρούνται εκ των προτέρων ότι τελέστηκαν με δόλο και πάντα εκδίδονται καταδικαστικές αποφάσεις.Π.χ. Εκδοση ακάλυπτων επιταγών ,μη καταβολή αποδοχών (και αποζημιώσεων)εργαζομένων,οφειλές στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά Ταμεία .
    Αν δεν απαλλάσσονται ΠΟΤΈ ΟΙ ΟΦΕΙΛΈΤΕΣ από αυτά ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΊΑ μιλάμε?
    Πρέπει οπωσδήποτε να γίνει απαλοιφή της σχετική πρόβλεψης και η διάταξη να διατυπωθεί ως εξής;
    «8.Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, και οφειλές διατροφής.»

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 16:51 | ΦΛΩΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

    Η παρ. 8 εκτός των άλλων έρχεται και σε αντίφαση με την λογική του ίδιου του Αρθρου. Ο πτωχός κρίνεται αρχικά ότι πτώχευσε χωρίς δόλο και εκ των υστέρων του αναγνωρίζεται δόλος για ορισμένες οφειλές. Ο μη δόλιος είναι δόλιος τελικά. Αρα πώς κρίνεται μή δόλιος?

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 15:45 | ΦΛΩΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

    Η παρ. 8 αποτελεί τον θάνατο της παρούσας νομοθετικής ρύθμισης. Ερχεται δε σε αντίθεση με τον Οδηγία αλλά και με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου. Απαγορεύοντας στον Δικαστή να απαλλάξει τον πτωχό από συγκεκριμένα χρέη κρατάει για πάντα «φυλακισμένο» έναν άνθρωπο και αποκλεισμένο από την Οικονομική δραστηριότητα. Το άρθρο 8 θα πρέπει να αλλάξει και να δίνει την δυνατότητα στον Δικαστή να αποφασίσει ελέυθερα.
    Σήμερα ο χειρότερος εγκληματίας μπορεί να αναλάβει Δημόσια έργα μετά την πάροδο 3-5 ετών από την καταδίκη του. Με βάση την λογική του Νομοθέτη, παρ. 8, ποτέ κανείς δεν θα απαλλαγεί και για πάντα θα είναι δέσμιος των χρεών τους.
    Επαναλαμβάνω ότι στην Ευρώπη υπάρχουν και θα υπάρχουν πολύ πιθο ευνοικά συστήματα απαλλαγής και η λογική του αιώνιου αποκλεισμού στην Ελλάδα θα οδηγήσει Ελληνες πολίτες να μεταναστεύουν και να γυρίζουν με μια δικαστική απόφαση, πρακτικής, απαλλαγής τους.
    Η παρ. 9 θα πρέπει να έχει ένα χρονικό όριο άλλως για πάντα θα είναι κάποιος όμηρος μιας διαδικασίας αμφισβήτησης της απαλλαγής του. 12-24 μήνες είναι λογικό όριο για όποιον ενδιαφέρεται να αποκαλύψει έναν απατεώνα.

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 15:12 | ΦΛΩΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

    Ο Πτωχευτικός Νόμος ως ισχύει προσφέρει απαλλαγή σε 2 χρόνια και όχι σε 3 που εισάγει η νέα ρύθμιση. Εντός της καταστροφής της Πανδημίας ο Νομοθέτης χειροτερεύει τους όρους της Απαλλαγής, αντί να τους κάνει ευνοικότερους. Ο Οδηγία ορίζει 1-3 έτη και ο Νομοθέτης επιλέγει το δυσμενέστερο. Σαν να ζούμε σε μια κανονική Οικονομία που δεν έχει συμβεί τίποτα από το 2009 και μετά.
    Και δεν φτάνει αυτό, ορίζει ο Νομοθέτης ότι θα ισχύσει για όλες τις νέες αιτήσεις πτώχευσης, μετά την 1/1/2021. Δηλάδή θα αιτηθεί κάποιος τον Ιανουάριο του 2021, θα εκδωθεί απόφαση πτώχευσης τον Σεπτέμβριο του 2021 και θα απαλλαχθεί από τις οφειλές του (αν κριθεί χωρίς δόλο) τον Σεπτέμβριο του 2024. Στο ενδιάμεσο, σύμφωνα με την Αιτιολογική, θα ζει στην Μαύρη Οικονομία και δεν θα εισφέρει στην ανάπτυξη της Οικονομίας.
    Η ρύθμιση του παρόντος άρθρου δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Για τα επόμενα 2-3 χρόνια θα πρέπει να αλλάξει και η απαλλαγή να επέρχεται σε 12 μήνες, ανεξαρτήτου αν έχει κάποιος περιουσία ή όχι όπως ορίζει η παρ. 2. Ακόμα και αυτή η πρόβλεψη είναι εκτός πραγματικότητας καθώς ένας που έχει πέσει έξω είναι έως και αδύνατο να έχει «καθαρή περιουσία» ώστε να συμπεριληφθεί στην διαδικασία αυτή. Αν παραμείνει 3 χρόνια θα εμφανιστεί το φαινόμενο μεταφοράς της μόνιμης κατοικίας στο εξωτερικό και αίτησης απαλλαγής από τις οφειλές σε χώρα που θα προσφέρει ταχύτερη διαδικασία απαλλαγής.
    Προφανώς δε η ρύθμιση περι Απαλλαγής θα πρέπει να ισχύσει ως έχει και για τις αιτήσεις πτώχευσης που ειναι σε διαδικασία.
    Περαιτέρω ρύθμιση θα πρέπει να γίνει για όσους έχουν πρακτικά πτωχεύσει εδώ και πολλά χρόνια, έχουν πχ αδρανή την εταιρεία για 10 χρόνια. Γενικά εφόσον εκλείπεο ο δόλος δεν πρέπει να υπάρχει κανένα εμπόδιο να ενταχτούν στην ρύθμιση της Απαλλαγής όλοι και να ξεκινήσουν για την 2η Ευκαιρία.

  • 3 Σεπτεμβρίου 2020, 13:50 | Ιωάννης Μεταξάς

    Η αιτιολογική έκθεση του ν/σ περιλαμβάνει τις εξής φράσεις, για τό άρθρο 103, παράγραφος 1: «Ειδικότερα, για οφειλέτες των οποίων η πτώχευση προκάλεσε την απώλεια της κύριας κατοικίας τους ή πάγιου περιουσιακού τους στοιχείου ή στοιχείων που ως αξία ισούνται κατ’ ελάχιστον προς το 20% του συνολικού τους χρέους (και δεν αποκτήθηκε τους δώδεκα μήνες που προηγήθηκαν της αίτησης πτώχευσης), τότε η απαλλαγή έρχεται στην πρώτη επέτειο της κήρυξης πτώχευσης».

    Τα παραπάνω, αφ’ ενός δεν αναφέρονται καθόλου στο παρόν σ.ν., αφ’ ετέρου, δεν μπορούν να συνδυαστούν ομαλώς με το άρθρο 18, παράγραφος 3, ως ανωτέρω.
    Επίσης, ο όρος «κύρια κατοικία» διαφέρει από τον όρο «πρώτη κατοικία». Πχ, εάν κάποιος έχει ιδιόκτητο ακίνητο σε κάποιον δήμο, αλλά λόγω εργασίας χρειάζεται να μετακομίσει σε άλλον δήμο και να μένει σε ενοικιαζόμενο σπίτι, τότε κύρια κατοικία του είναι εκεί που διαμένει, αλλά δεν είναι πρώτη!

    Πρόταση: α) η φράση της αιτιολογικής έκθεσης, όπως παρατίθεται εντός εισαγωγικών, να περιληφθεί αυτούσια στο άρθρο 103, παράγραφος 1.
    β) ο όρος κύρια κατοικία να αντικατασταθεί από τον όρο πρώτη κατοικία, όπως αυτή νοείται από την φορολογική διοίκηση (δηλ. ακίνητο για το οποίο έχει λάβει ο οφειλέτης την έκπτωση / απαλλαγή φόρου πρώτης κατοικίας).