1.Με την επιφύλαξη της παρ. 2, ο οφειλέτης απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι, τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή την καταχώρηση της παρ. 4 του άρθρου 3, εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του. Η απαλλαγή έχει ως συνέπεια και την παύση των στερήσεων δικαιωμάτων τις οποίες συνεπάγεται η πτώχευση.
2.Για τους οφειλέτες της παρ. 3 του άρθρου 18, η προθεσμία της παρ. 1 ορίζεται σε ένα (1) έτος.
3.Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ορίζεται η διαδικασία διαγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά περίπτωση, λόγω της απαλλαγής του οφειλέτη σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 105.
4.Σε περίπτωση που η προθεσμία της παρ. 1 ή 2, κατά περίπτωση, λήγει εντός πενταετίας από προηγούμενη απαλλαγή του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης και της απαλλαγής κατά τον ν. 3869/2010, τότε η απαλλαγή σύμφωνα με το παρόν άρθρο επέρχεται στην πέμπτη επέτειο της προηγούμενης απαλλαγής.
5.Η προσφυγή κατά της απαλλαγής ασκείται παραδεκτά στο πτωχευτικό δικαστήριο εφόσον ο προσφεύγων επικαλείται ότι η αδυναμία εκπλήρωσης την οποία διαπιστώνει η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη ή ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης είτε και κατά τη διάρκειά της, δεν έχει υπάρξει συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ή ότι είτε εκκρεμεί ποινική δίωξη κατά του οφειλέτη για κάποια από τις πράξεις του ενάτου κεφαλαίου του παρόντος κώδικα ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, καταδολίευσης δανειστών, δόλιας χρεοκοπίας, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα ή φοροδιαφυγής που αποτελεί ειδικό ποινικό αδίκημα ή ότι έχει καταδικαστεί για κάποια από αυτές τις πράξεις.
6.Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό δικαστήριο, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφασίζει περί της απαλλαγής. Εάν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του, να θέσει προθεσμία στον οφειλέτη για την ικανοποίησή τους, να περιορίσει την απαλλαγή ως προς ορισμένα μόνο χρέη ή να ορίσει εξαιρετικά μεγαλύτερη προθεσμία απαλλαγής, παρέχοντας σε κάθε περίπτωση δέουσα αιτιολόγηση τυχόν παρεκκλίσεων από την προβλεπόμενη προθεσμία γενικής απαλλαγής της παρ. 1.
7.Αν η προσφυγή επικαλείται ποινική δίωξη ή καταδίκη για κάποια από τις πράξεις της παρ. 4, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση.
8.Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια, οφειλές από τα αδικήματα του ν. 4557/2018 και οφειλές διατροφής. Σε περίπτωση χρεών προς το Δημόσιο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου.
9.Σε περίπτωση που μετά την απαλλαγή οφειλέτη αποδειχθεί ότι παρέλειψε δολίως ή από βαριά αμέλεια την αποκάλυψη της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το σχέδιο πληρωμών της παρ. 3 του άρθρου 18, το πτωχευτικό δικαστήριο μετά από αίτημα πιστωτή μπορεί να ανακαλέσει την απαλλαγή, είτε μερικά, ιδίως με το να θέσει ως αίρεση της απαλλαγής την εξόφληση των οφειλομένων από το σχέδιο πληρωμών, είτε στο σύνολό της.
10.Για την αξιολόγηση κατά πόσο συντρέχουν οι περιστάσεις που αποκλείουν την απαλλαγή του οφειλέτη κατά την παρ. 5, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται ειδικό πλαίσιο υποχρεώσεων των χρηματοδοτικών φορέων κατά την έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113.