1. Στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου της παρ. 2 του άρθρου 4 εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Για κάθε θέμα που δεν ρυθμίζεται ειδικά στο παρόν άρθρο ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κώδικα.
2. Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης είναι το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του, εφόσον δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 21 και 47 του ν. 4172/2013, ή το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, όπως ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 3, σε κάθε άλλη περίπτωση. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κύρια κατοικία είναι η αναφερόμενη ως κατοικία του οφειλέτη στην τελευταία προ της κατάθεσης αίτησης πτώχευσης φορολογική δήλωσή του. Οι πιστωτές που προτίθενται να υποβάλλουν αίτηση πτωχεύσεως δύνανται να υποβάλλουν αίτηση προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για λήψη της σχετικής πληροφορίας, η οποία και υποχρεούται να τους την γνωστοποιήσει.
3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να ορίζονται ότι τα Ειρηνοδικεία ορισμένων μόνο περιφερειών θα έχουν πτωχευτική αρμοδιότητα και να ρυθμίζονται ειδικότερα οι λοιπές περιφέρειες για τις οποίες τα δικαστήρια αυτά θα έχουν κατά τόπο αρμοδιότητα, θέματα οργάνωσης και στελέχωσής τους και κάθε άλλο ειδικό θέμα και σχετική λεπτομέρεια.
4. Η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας στο οποία και δημοσιεύεται για διάστημα τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών. Σε περίπτωση που εντός της ανωτέρω περιόδου δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά της αίτησης ή υποβληθεί παρέμβαση που αφορά μόνο τον διορισμό συνδίκου, τότε η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη την διαπίστωση από το πτωχευτικό δικαστήριο της παρέλευσης της χρονικής περιόδου. Με την ίδια απόφαση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο ο εισηγητής. Ο εισηγητής διορίζει τον σύνδικο, εφόσον δεν προσδιορίζεται στην αίτηση, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταχώρησης της παρ. 11.
5. Για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου για τις οποίες υποβάλλει αίτηση ο οφειλέτης δεν απαιτείται κατάθεση γραμματίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.
6. Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες. Σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νομικού προσώπου που δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η αίτηση συνοδεύεται από κατάσταση του συνόλου των πιστωτών του και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία. Ο οφειλέτης υπέχει ως προς τα παραπάνω δηλούμενα στοιχεία ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 952 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Τα έγγραφα υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο. Η αίτηση περιλαμβάνει συναίνεση πρόσβασης στα στοιχεία που τον αφορούν και ευρίσκονται σε βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον. Την ίδια συναίνεση παρέχει ο οφειλέτης και ως προς κατατεθέντα συνοδευτικά έγγραφα.
7. Η αναστολή της παρ. 1 του άρθρου 12 δεν καταλαμβάνει ενέργειες εκτέλεσης ενέγγυων πιστωτών του οφειλέτη επί περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων έχουν λάβει εμπράγματη εξασφάλιση.
8. Τεκμαίρεται ότι οφειλέτης του παρόντος άρθρου βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών του ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του προς τον αντίστοιχο φορέα για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) Ευρώ. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής.
9. Οι πιστωτές δικαιούνται να ασκήσουν παρέμβαση, είτε κύρια εάν ζητούν απόρριψη της αίτησης, είτε πρόσθετη, εάν είναι σύμφωνοι με την παραδοχή της ή/και ζητούν διορισμό συνδίκου. Εφόσον πιστωτής παρέμβει με υπόδειξη συνδίκου, τότε σύνδικος διορίζεται ο υποδεικνυόμενος από τον πιστωτή, ή σε περίπτωση περισσότερων της μιας παρεμβάσεων αυτού του περιεχομένου, ο υποδεικνυόμενος από τον πιστωτή που σύμφωνα με τα στοιχεία στα οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας έχει την υψηλότερη απαίτηση.
10. Οι παρεμβάσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Εφόσον υποβληθούν εμπρόθεσμα κύριες παρεμβάσεις, αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων κατατίθενται σε έντυπη μορφή στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο με μέριμνα του επιμελέστερου των διαδίκων. Αντίγραφο της αίτησης πτώχευσης επιδίδεται, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών με φροντίδα του διαδίκου που επισπεύδει τη διαδικασία, στα λοιπά διάδικα μέρη. Εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, από την κατάθεση, τα διάδικα μέρη οφείλουν να καταθέσουν, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, τις προτάσεις τους και το σύνολο των αποδεικτικών εγγράφων. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας παρέχεται πρόσθετη προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών σε όλα τα διάδικα μέρη, για την κατάθεση τυχόν προσθήκης αντίκρουσης. Είναι δυνατή η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, με αναλογική εφαρμογή των άρθρων 421 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η διαδικασία ολοκληρώνεται και το δικαστήριο, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών, εκδίδει απόφαση. Εφόσον το δικαστήριο κηρύξει την πτώχευση, ορίζει εισηγητή και σύνδικο και προσδιορίζει την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών.
11. Εφόσον, σύμφωνα με τα στοιχεία στα οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, πιθανολογείται ότι τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της περιουσίας του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και (εφόσον τυγχάνει εφαρμογής) τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη πέραν των ευλόγων δαπανών διαβίωσης δεν υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης της παρ. 4 του άρθρου 18, δεν διορίζεται σύνδικος και ο εισηγητής διατάσσει την καταχώρηση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 163, οπότε επέρχονται οι συνέπειες της καταχώρησης της παρ. 4 του άρθρου 3. Την ανεπάρκεια δύναται να αναδείξει με παρέμβασή του και πιστωτής, αλλά για τη διαπίστωσή της από τον εισηγητή δεν απαιτείται σχετική παρέμβαση.
12. Η καταχώρηση της παρ. 11 δεν επηρεάζει την εξέλιξη της διαδικασίας εκτέλεσης σε βάρος των βεβαρυμμένων στοιχείων από τους ενέγγυους πιστωτές σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Κάθε διαδικαστική ενέργεια ενέγγυου πιστωτή σε εκτέλεση δικαιώματος ενέχυρου, υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης κατά περιουσιακού στοιχείου του καταχωρηθέντα οφειλέτη δημοσιεύεται με ευθύνη του ενέγγυου πιστωτή στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
13. Σε κάθε άλλη περίπτωση πτώχευσης μικρού αντικειμένου, εφόσον γίνει αποδεκτή αίτηση πτώχευσης, ο εισηγητής διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προσδιορίζει την ημέρα παύσης πληρωμών.
14. Εάν στη συνέχεια της διαδικασίας παραιτηθεί υποδειχθείς από πιστωτή σύνδικος, δικαίωμα υπόδειξης έχει ο ίδιος πιστωτής εφόσον κοινοποιήσει στην εισηγητή τα στοιχεία του υποδεικνυομένου και την έγγραφη αποδοχή από τον τελευταίο του διορισμού του εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση της παραίτησης. Τον διορισμό του υποδεικνυόμενου συνδίκου αποφασίζει ο εισηγητής με πράξη του, χωρίς προφορική ή άλλη διαδικασία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο εισηγητής έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα αντικατάστασης του συνδίκου, σύμφωνα με τις λοιπές προβλέψεις του παρόντος κώδικα.
15. Οι αναγγελίες και επαληθεύσεις γίνονται σύμφωνα με το τέταρτο κεφάλαιο του παρόντος κώδικα. Ο εισηγητής, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξή του για τις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης των πιστωτών του άρθρου 83. Κατά της πράξης αυτής του εισηγητή επιτρέπεται εντός δέκα (10) ημερών προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα.
16. Αν ο εισηγητής έκανε δεκτό το πίστωμα, εφόσον ασκήθηκε εμπροθέσμως ανακοπή κατά της πράξης του αυτής, μέχρι να αποφανθεί το πτωχευτικό δικαστήριο, παρακρατείται για το πίστωμα ανάλογο ποσό σε κάθε διανομή ενεργητικού.
17. Η εκποίηση πραγμάτων του άρθρου 67 πραγματοποιείται από τον σύνδικο χωρίς την άδεια του εισηγητή.
18. Ο ειδικός λογαριασμός του άρθρου 71 κινείται από τον σύνδικο αποκλειστικά για τις δαπάνες των εργασιών της πτώχευσης και για τη διανομή στους πιστωτές χωρίς να απαιτείται άδεια του εισηγητή.
19. Τα άρθρο 73, 75, 78 και 79 και η παρ. 1 του άρθρου 60 δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που απαιτείται η εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον δικαστηρίου, ο σύνδικος δύναται να αναθέτει τη σχετική εντολή σε δικηγόρο, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, ο οποίος καθορίζει και την αμοιβή του, κατ` εύλογη κρίση, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο.
20. Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα για την εκποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων του οφειλέτη των άρθρων 92 επ..
21. Οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται μόνο σε έφεση.
22. Εάν μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους καθυστέρησης της διαδικασίας. Σε περίπτωση που η καθυστέρηση κρίνεται από τον εισηγητή αδικαιολόγητη, ο εισηγητής τον αντικαθιστά με πράξη του.
Το ΒΕΑ έχει εντοπίσει την ανάγκη απλούστευσης της διαδικασίας και χειρισμού των πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου από Δικαστήριο διαφορετικό από το Πολυμελές Πρωτοδικείο. Επισημαίνει δε την ανάγκη συγκρότησής του από έμπειρους και καταρτισμένους Δικαστές. Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν η πραγματική ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας για τις υποθέσεις αυτές και οι δικάσιμοι να είναι εξαιρετικά σύντομες (προς αποφυγή των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν με τις δικασίμους του ν. 3869/2010)
Σύμφωνα με την κρατούσα νομική θεωρία για την νομική φύση του θεσμού του συνδίκου, δηλαδή τη θεωρία του λειτουργήματος, ο «σύνδικος είναι φορέας δημόσιου λειτουργήματος και δεν εκπροσωπεί κανέναν, παρά μόνον, οργανικά, την πτώχευση, αφηρημένα και αόριστα, ασκώντας ιδίω ονόματι την εξουσία, που ο νόμος του απονέμει. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι διατάξεις των δεύτερων εδαφίων των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 80 ΠτΚ, που κάνουν λόγο για άσκηση και λήξη «καθηκόντων» εκ μέρους του συνδίκου, για άσκηση, δηλαδή, και λήξη υποχρεώσεων απέναντι στην πολιτεία. Μάλιστα, η διάταξη του β’ εδαφίου της §5 του άρθρου 80, πριν την τροποποίησή του με διάταξη του ν. 4446/2016, έκανε σαφέστερα λόγο για «λειτούργημα» του συνδίκου. Αλλά και οι διατάξεις των άρθρων 17επ. του π.δ. 133/2016, θεσπίζοντας ειδικό «πειθαρχικό δίκαιο», για τους εν γένει διαχειριστές αφερεγγυότητας, ασπάζεται, προδήλως, την θεωρία του λειτουργήματος. Σαφέστερα, η διάταξη της §7 του άρθρου 27 του ίδιου π.δ., που αναφέρεται στην ευθύνη του διαχειριστή αφερεγγυότητας, τον χαρακτηρίζει «δημόσιο υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ του ΠΚ». Σημαίνει μόνον ότι ο σύνδικος ασκεί μια «κρατικώς συνδεδεμένη δραστηριότητα», που διεξάγεται με ευθύνη αυτού, που την ασκεί, με ευθύνη, δηλαδή, του ίδιου, εν προκειμένω, του συνδίκου» (Ψυχομάνης Σπ., Πτωχευτικό Δίκαιο, Ζ΄ έκδοση).
Ως εκ τούτου, η νομική μορφή του λειτουργήματος του συνδίκου είναι σύνθετη. Το λειτούργημα του συνδίκου στηρίζεται και επί των αρχών του ιδιωτικού και επί των αρχών του δημοσίου δικαίου. Αποτελεί ο σύνδικος εκπρόσωπο ιδιωτικών συμφερόντων (ομάδας δανειστών, οφειλέτη κ.λπ.) αλλά συγχρόνως εξυπηρετεί τον δημόσιας τάξης σκοπό της πτώχευσης δηλ. την προστασία της δημόσιας οικονομίας στην πτωχευτική εκκαθάριση των περιουσιών. Έτσι, πολλές φορές η δράση του συνδίκου βαίνει ανεξάρτητα των συμφερόντων οφειλέτη και δανειστών και εμφανίζεται ως υπηρεσία δημόσιου χαρακτήρα.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η ανάληψη του λειτουργήματος του συνδίκου επιβάλλεται να γίνεται από πρόσωπα συνοδευόμενα όχι μόνον από επιστημονικά αλλά πρωτίστως από ηθικά εφόδια έτσι ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός της πτώχευσης και να μην παρουσιάζονται καταχρήσεις στη διεξαγωγή των πτωχεύσεων.
Στο άρθρο 5 εισάγεται καινοφανή πρόβλεψη ότι θα μπορεί να διορίζεται ως Διαχειριστής Αφερεγγυότητας μιας πτώχευσης (σύνδικος), πρόσωπο που θα επιλέγεται από τον επισπεύδοντα πιστωτή, και όχι πρόσωπο που θα επιλέγεται ελεύθερα από το πτωχευτικό Δικαστήριο ( πλέγμα άρθρων 5, 64, 98, 99). Πρόκειται για αυτούσια, αμφισβητούμενης συνταγματικότητας, μεταφορά αντίστοιχης ρύθμισης του Ν.4307/2014 για τις ειδικές διαχειρίσεις για υπόδειξη του ειδικού διαχειριστή από τον επισπεύδοντα πιστωτή. Ως αιτιολογία της προτεινόμενης ρύθμισης προβάλλεται απολύτως αβάσιμα η επιτάχυνση της διαδικασίας μέσω της αποφυγής του φαινομένου της αποποίησης των συνδίκων. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό, υπαρκτό μεν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει εξ’ ολοκλήρου εξαλειφθεί από το Σεπτέμβριο του 2017 οπότε ενεργοποιήθηκε το Μητρώο των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας και ο θεσμός του επαγγέλματος του Δ/Α. Έκτοτε, λόγω των αυστηρών προβλέψεων του Κώδικα Δεοντολογίας των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας (ΦΕΚ Β 1780/23.5.2017), που ουσιαστικά απαγορεύει τις αποποιήσεις, το φαινόμενο εξαλείφθηκε ολοσχερώς.
Περαιτέρω, κατά τον προτεινόμενο τρόπο διορισμού, οι βασικοί πιστωτές (κατά κανόνα χρηματοπιστωτικοί φορείς), ως συνήθως έχουσες το μεγαλύτερο ποσό των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη, θα μπορούν να εκκινούν διαδικασία πτώχευσης κατά αυτού (εμπόρου ή και ιδιώτη), να υποδεικνύουν και να διορίζεται τελικά ως σύνδικος διαχειριστής αφερεγγυότητας μόνο της δικής τους αποκλειστικά έγκρισης αλλά και δυνητικά του απολύτου ελέγχου τους.
Το παραπάνω πλέγμα διατάξεων, ως τίθεται στον υπό διαβούλευση Κώδικα, μας βρίσκει απολύτως ενάντιους για τους εξής λόγους:
1) Καταστρατηγείται η νομική θέση του συνδίκου ως οιονεί δημόσιου λειτουργού
2) Παραβιάζει το Σύνταγμα και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, καθώς η διαδικασία αφερεγγυότητας στην πράξη θα ελέγχεται εξ’ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, από τον επισπεύδοντα πιστωτή/ες (κατά κανόνα πιστωτικά ιδρύματα) ο οποίος προφανώς θα ενεργεί πρώτα προς όφελος του θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα συμφέροντα των υπολοίπων πιστωτών (μεταξύ των οποίων είναι εργαζόμενοι, Δημόσιο, ΕΦΚΑ) στη διαδικασία των αναγγελιών, των επαληθεύσεων ή και της κατάταξης των πιστωτών.
3) Παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία (Κοινοτική Οδηγία ΕΕ 2019-1023- άρθρα 26 και 27)
4) Καταστρατηγεί τις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας στο πρόσωπο του συνδίκου, όπως αυτές απορρέουν και επιβάλλονται από το πνεύμα του Πτωχευτικού Δικαίου, τον Κώδικα Δεοντολογίας των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας (ΦΕΚ Β 1780/23.5.2017) και της Κοινοτικής Οδηγίας ΕΕ 2019-1023 (άρθρα 26 και 27). Οι αρχές της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας προβλέπονται και σε σύγχρονους κώδικες δεοντολογίας διαχειριστών αφερεγγυότητας, όπως στον Code of Ethics της Βρετανικής Ένωσης Διαχειριστών Αφερεγγυότητας.
5) Θέτει σε αμφιβολία την αρχή της διαφάνειας ως προς τα κριτήρια επιλογής των προσώπων που διαχειρίζονται τη διαδικασία, καθότι θα είναι θολό και δυσχερώς ελέγξιμο να διαπιστωθούν αφενός τα κριτήρια υπόδειξης του συνδίκου από τους πιστωτές, αφετέρου δυσχεραίνεται η εφαρμογή της λογοδοσίας και ο έλεγχος του συνδίκου-νομικού προσώπου από τον Εισηγητή των πτωχεύσεων και τους πιστωτές μειοψηφίας.
6) Σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις (άρθρο 147) για συμφωνία με τους πιστωτές για bonus επιτυχίας υπονομεύεται για έναν ακόμη λόγο η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα του συνδίκου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Τίθεται το εύλογο ερώτημα το πως θα εμποδίζεται ο απόλυτος έλεγχος του προτεινόμενου συνδίκου από τους προτείναντες αυτόν πιστωτές όταν ήδη με αυτούς θα έχει προσυμφωνήσει και bonus επιτυχίας.
7) Περιορίζει κατά τρόπο αντισυνταγματικό τη δικαστική εξουσία να επιλέξει το κατάλληλο πρόσωπο του συνδίκου
8) Αποτελεί παράδοξη παρέκκλιση από τις πρακτικές των Ευρωπαϊκών χωρών καθότι από την έρευνα μας δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσουμε έστω και μια περίπτωση έννομης τάξης μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε., στην οποία διαχειριστές αφερεγγυότητας να διορίζονται εταιρείες, και όχι φυσικά πρόσωπα, που μόνο αυτά εξασφαλίζουν τα εχέγγυα της ουδετερότητας, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του τρίτου προσώπου, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων μερών.
9) Η διεκπεραίωση των διαδικασιών από Διαχειριστές Αφερεγγυότητας που είναι ανεξάρτητα φυσικά πρόσωπα, εγγυάται:
a. Την τήρηση της νομιμότητας και την ασφαλή λειτουργία των αρχών της ελεύθερης οικονομίας χωρίς εμμονή στον κυρωτικό χαρακτήρα της πτώχευσης, αφού ο Διαχειριστής Αφερεγγυότητας – φυσικό πρόσωπο – αναλογίζεται τις κοινωνικές επιπτώσεις της διαδικασίας (οδηγία ΕΕ/2019/1023).
b. Την ισότιμη μεταχείριση των πιστωτών που έχουν την ίδια θέση.
c. Την αποτροπή των καταχρήσεων των διαδικασιών μέσω κακόπιστων ή μεροληπτικών χειρισμών.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, κρίνονται επιβεβλημένες:
1) Η πλήρης απάλειψη των σχετικών προβλέψεων στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο περί δυνατότητας ένταξης στο Μητρώο Δ/Α νομικών προσώπων οποιασδήποτε μορφής,
2) Η πλήρης απάλειψη των προβλέψεων περί δεσμευτικής υπόδειξης του συνδίκου από τους πιστωτές. Ζητούμε τη διατήρηση του υπάρχοντος πλαισίου, με το δικαστήριο να έχει πλήρη ελευθερία να επιλέξει το κατάλληλο φυσικό πρόσωπο ως σύνδικο από το Μητρώο Δ/Α, με βάση την εμπειρία και το αναρτημένο βιογραφικό του.
3) Να θεσμοθετηθεί ασυμβίβαστο της ανάθεσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε διαχειριστή αφερεγγυότητας σχετιζόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας, έμμεσα ή άμεσα, με θεσμικό πιστωτή (πιστωτικά ιδρύματα, Δημόσιο, ΕΦΚΑ) κατά την τελευταία διετία από την ανάληψη των καθηκόντων του.
4) Να διατηρηθεί η διαχρονική πρόβλεψη του ισχύοντος άρθρου 154 ΠτΚ που προβλέπει την αφαίρεση της αντιμισθίας του συνδίκου πριν τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης.
Εκτιμούμε ότι η διατήρηση των προβλέψεων για νομικά πρόσωπα ως Δ/Α και για δεσμευτική υπόδειξη του προσώπου του από τους πιστωτές, θα έχει τις εξής συνέπειες:
1) Την άμεση καταρράκωση της αξιοπιστίας του θεσμού του Δ/Α και την πρόκληση κοινωνικών αντιδράσεων, καθότι θα γίνει αντιληπτό το αδιαφανές, μη αντικειμενικό και μεροληπτικό πλαίσιο λειτουργίας των νέων συνδίκων.
2) Θα διαταράξει την απαιτούμενη ισορροπία των πτωχευτικών διαδικασιών υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και σε βάρος των υπολοίπων ενδιαφερόμενων μερών, όπως το Δημόσιο, ΕΦΚΑ, εργαζόμενους, προμηθευτές.
3) Η διοργάνωση της πτωχευτικής διαδικασίας από απρόσωπες εταιρίες θα καταρρακώσει το ίδιο το κύρος του θεσμού της πτώχευσης, με συνέπεια τη μειωμένη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα του.
4) Αναμένεται να προκαλέσει την αντίδραση του δικαστικού σώματος, που θα καλείται να επιβεβαιώνει σχεδόν άκριτα τις προτάσεις συγκεκριμένων πιστωτών.
5) Θα προκαλέσει τις παραιτήσεις μεγάλου αριθμού Δ/Α, που δεν θα επιθυμήσουν τη σχεδιαζόμενη υπαλληλοποίηση τους και θα θέλουν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Παρ 6. Η λίστα των πιστωτών σε μορφή τέτοια ώστε να μπορεί να εισαχθεί αυτόματα στην Βάση δεδομένων και να ενημερωθούν εύκολα οι Πιστωτές. Η αίτηση πτώχευσης, για να αποκτήσει μεγαλύτερη διαφάνεια, θα μπορούσε να ενημερώνει αυτόματα τους πιστωτές, με βάση το εν λόγω αρχείο, ώστε να γνωρίζουν ότι κατατέθηκε αίτηση πτώχευσης.