Άρθρο 64 – Ποιος διορίζεται σύνδικος

1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση του άρθρου 7, ορίζει ως σύνδικο πρόσωπο το οποίο διαθέτει άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το δωδέκατο κεφάλαιο του παρόντος κώδικα. Σύνδικος διορίζεται ο προτεινόμενος από τον αιτούντα, εκτός αν συντρέχει περίπτωση επιτρεπτής υποβολής αίτησης πτώχευσης χωρίς την πρόταση συνδίκου. Αν ο αιτών είναι ο οφειλέτης και ασκήσει παρέμβαση πιστωτής που προτείνει άλλο πρόσωπο ως σύνδικο, διορίζεται το πρόσωπο αυτό. Αν υποβληθούν περισσότερες τέτοιες παρεμβάσεις, διορίζεται το πρόσωπο που προτείνεται από τους πιστωτές που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Αν ο αιτών είναι πιστωτής και ασκήσει παρέμβαση πιστωτής που αντιπροσωπεύει μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων κατά του οφειλέτη προτείνοντας άλλο πρόσωπο ως σύνδικο, διορίζεται το πρόσωπο αυτό.
2. Σε κάθε άλλη περίπτωση η επιλογή του συνδίκου από το πτωχευτικό δικαστήριο ή τον εισηγητή, κατά περίπτωση, γίνεται κατά την κρίση του, αφού λάβει υπόψη του τις διατάξεις που ισχύουν για το διαχειριστή αφερεγγυότητας, τα στοιχεία ως προς την εμπειρία του τελευταίου και του πιστοποιημένου προσώπου που προτείνεται να απασχοληθεί στην συγκεκριμένη υπόθεση και τυχόν πειθαρχικές διώξεις σε βάρος του ή σε βάρος του πιστοποιημένου προσώπου.
3. Ως σύνδικος δεν μπορεί να διοριστεί πρόσωπο ως προς το οποίο υφίσταται κώλυμα σύμφωνα με το άρθρο 144.
4. Ο σύνδικος ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα και οφείλει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την κείμενη νομοθεσία στον διαχειριστή αφερεγγυότητας. Ο σύνδικος έχει την ευθύνη σύνταξης οικονομικών καταστάσεων και υποβολής φορολογικών δηλώσεων. Αναστέλλεται για την διάρκεια της πτώχευσης η υποχρέωση έγκρισης οικονομικών καταστάσεων από μετόχους, μεριδιούχους ή εταίρους.

  • 10 Σεπτεμβρίου 2020, 01:51 | ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΒΙΛΥ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ

    Η κριτική στην διάταξη του άρθρου 64 του παρόντος σχέδιο νόμου, την οποία ανάρτησε ο σύλλογος διαχειριστών αφερεγγυότητας είναι αρτιότατη και απολύτως εμπεριστατωμένη. Η μόνη “αδυναμία” της είναι ότι απέναντι σε μία διάταξη νομικά και ηθικά προκλητικά απαράδεκτη, διατηρεί μία νηφαλιότητα, περιοριζόμενη στα όρια της Νομικής επιστήμης.
    θα επιχειρήσω να διατηρήσω την ίδια στάση, εκθέτοντας τις σκέψεις μου.
    Είναι σαφές από τις παραπάνω διατάξεις κυρίως αυτή του άρθρου 64 του υπό διαβούλευση σχεδίου Νόμου, ότι ως σύνδικος διορίζεται ο επιλεγμένος και προτεινόμενος από τον πιστωτή που αιτείται την πτώχευση. Το δικαστήριο δεσμεύεται και υποχρεούται να διορίσει αυτόν τον επιλεγμένο και προτεινόμενο Διαχ. Αφ.. Μάλιστα για να μην αφήνεται καμία αμφιβολία για τους σκοπούς του το σχέδιο νόμου, στο τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 64 του άνω σχεδίου Νόμου, ορίζει ότι αν ασκήσει παρέμβαση πιστωτής που αντιπροσωπεύει μεγαλύτερο ποσόν απαιτήσεων κατά του οφειλέτη προτείνοντας άλλο πρόσωπο σύνδικος, το δικαστήριο δεσμεύεται και υποχρεούται να διορίσει το πρόσωπο αυτό.
    • Ο ρόλος του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας και η αναγκαιότητα να είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος.
    Ειδικότερα, ο Διαχειριστή Αφερεγγυότητας έχει την πρωτοβουλία να κινεί και εν πολλοίς καθορίζει σημαντικές διαδικασίες της πτώχευσης: προστατεύει τους πιστωτές έναντι του πτωχού, (π.χ. μέσω της μετάθεσης του χρόνου παύσης πληρωμών ή της πτωχευτικής ανάκλησης). όταν ο τελευταίος με παράνομους και δόλιους τρόπους επιχειρεί να κρύψει την περιουσία του ή με οποιοδήποτε τρόπο προσπαθεί να μην ικανοποιηθούν οι πιστωτές του Αντίστοιχα, προφυλάσσει, κατά την διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων και τα συμφέροντα του πτωχού και των άλλων πιστωτών, ελέγχοντας τις αξιώσεις των πιστωτών, εντοπίζοντας και απορρίπτοντας υπερβολικές ή παράνομες απαιτήσεις. Εάν κάποιος πιστωτής έχει υπερβολικές οι παράνομες απαιτήσεις, αυτές βλάπτουν τους άλλους πιστωτές αλλά και τον πτωχό, και ο σύνδικος οφείλει να το διαπιστώσει και απορρίψει τη σχετική απαίτηση.
    Ο σύνδικος σ’ αυτές τις περιπτώσεις οφείλει ΝΑ ΣΥΓΚΡΟΥΕΤΑΙ.
    Έτσι ο σύνδικος θα ερευνήσει για το βάσιμο των απαιτήσεων, εργασία που δύσκολα μπορεί να κάνει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που σχετίζεται με την πτώχευση. Ο σύνδικος έχει την μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση στα οικονομικά – λογιστικά στοιχεία του πτωχού, στοιχεία στα οποία δύσκολα έχει πρόσβαση άλλος πιστωτής. Ετσι ένας πιστωτής έχει μεν την νομική δυνατότητα να αμφισβητήσει απαίτηση άλλου πιστωτή, αδυνατεί δε να έχει επαρκή στοιχεία για να το κάνει αυτό. Συνεπώς αναδεικνύεται πάλι το πόσο κρίσιμο είναι ο σύνδικος να χαίρει κάθε εγγυήσεως ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας από τους πιστωτές.
    Επιπλέον ο σύνδικος έχει την πρωτοβουλία να κινήσει σημαντικές διαδικασίες όπως την πτωχευτική ανάκληση,
    Κρισιμότατο επίσης είναι ότι κατά την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, ο σύνδικος μπορεί να επηρεάσει το πότε και κυρίως πώς θα εκποιηθούν τα προς πώληση αντικείμενα, δηλαδή σε ομάδες ή όχι, ιδίως την σύνθεση της ομάδας των πωλουμένων πραγμάτων. Αυτό είναι αντιληπτό ότι δύναται να απομακρύνει ή αντίστοιχα ευνοήσει κάποιους επενδυτές.
    Ο διαχειριστής αφερρεγγυότητας, ο οποίος θα εξαρτάται απολύτως στο εάν θα αναλαμβάνει εργασίες, από το εάν θα τον επιλέγει μία μικρή ομάδα πιστωτών , δεν είναι δυνατόν να εγγυάται την ακεραιότητα των άνω διαδικασιών, και την απουσία εύκολων να γίνουν και δύσκολα διαπιστούμενων συμπαιγνιών.
    Ο Διαχειριστής Αφερεγγυότητας έχει θεσμικό ρόλο να κινεί την διαδικασία της πτωχεύσεως, και εάν αυτός πιεζόμενος δεν κινηθεί κατάλληλα, δεν λάβει αναγκαίες πρωτοβουλίες που πιθανόν να τον φέρουν σε ρήξη με κάποιους πιστωτές, πολλά κακώς κείμενα θα περάσουν «κάτω από το ραντάρ» του δικαστικού ελέγχου. Έτσι, ο δίκαιος (ισομερώς προς όλους τους πιστωτές αλλά και έναντι του πτωχού) χαρακτήρας της πτώχευσης μπορεί να υπονομευτεί, ως αποτέλεσμα των πιέσεων που θα δεχθεί ο επιλεγόμενος Διαχειριστή Αφερεγγυότητας από τον κύριο πιστωτή.
    Για να μπορεί να εκτελέσει ο Διαχειριστή Αφερεγγυότητας – τον θεσμικό του ρόλο δεν πρέπει να έχει καμμία απολύτως εξάρτηση από τους πιστωτές και τον πτωχό, προς αποφυγή προφανούς συγκρούσεως συμφερόντων, της εξαρτήσεως του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας από τους πιστωτές, και αδιαφάνειας των διαδικασιών. Είναι αυταπόδεικτο ότι ο διορισμός του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας από (περιθωριοποιημένο) Πτωχευτικό Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη επιταγή του «ισχυρότερου» πιστωτή δημιουργεί τις συνθήκες για μία τέτοια επικίνδυνη και ανεπιθύμητη εξάρτηση.Διαχειριστή Αφερεγγυότητας.
    • Η άνω ρύθμιση του Σχεδίου νόμου αντιτίθεται στο Ενωσιακό Δίκαιο.
    Ειδικότερα, με το άρθρο 27 παρ. 1 της Οδηγίας 2019/1023 για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας ορίζεται ότι.
    «Τα κράτη μέλη καθιερώνουν κατάλληλους εποπτικούς και ρυθμιστικούς μηχανισμούς ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία του έργου των επαγγελματιών (αφερεγγυότητας), προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες τους παρέχονται με αποτελεσματικό και ικανό τρόπο, καθώς και με αμεροληψία και ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΊΑ σε σχέση με τα εμπλεκόμενα μέρη».
    Και, επιπλέον, στο άρθρο 28 παρ. 1 της ίδιας Οδηγίας ορίζεται ότι «για την αποφυγή ΟΠΟΙΑΣΔΉΠΟΤΕ ΣΎΓΚΡΟΥΣΗΣ ΣΥΜΦΕΡΌΝΤΩΝ, οι οφειλέτες και οι πιστωτές έχουν τη δυνατότητα είτε να διατυπώσουν αντιρρήσεις για την επιλογή ή τον διορισμό είτε να ζητήσουν την αντικατάσταση του επαγγελματία.»
    Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ανενδοίαστα ότι οι δανειστές και ο πτωχός ΟΥΤΕ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΔΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΕΝ ΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ακριβώς για να αποφεύγεται η σύγκρουση συμφερόντων και να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας από τους δανειστές και τον πτωχό, που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση του θεσμικού ρόλου του. Η προτεινόμενη με το Σχέδιο Νόμου ρύθμιση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις επιταγές του Ενωσιακού Δικαίου, και αφήνουν την Ελληνική Δημοκρατία έκθετη σε τυχόν διαδικασίες επί παραβάσει (και επιβολή αντίστοιχων κυρώσεων) κατ’άρθρο 258 επόμενα ΣΛΕΕ.
    Μόνον η επιλογή των προσώπων των διαχειριστών αφερεγγυότητας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, δύναται να διασφαλίσει την ανεξαρτησία του διαχειριστή αφερεγγυότητας, ώστε ο τελευταίος να επιτελεί το έργο του απερίσπαστος, μη υποχωρώντας στις οποιεσδήποτε πιέσεις που ασκούνται, Παραβίαση του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., λόγω αδικαιολόγητης άνισης μεταχείρησης των επιμέρους πιστωτών.
    Η επιχειρούμενη «μεταρύθμιση» παραβιάζει, πέραν από τις θεσμικές επιταγές του Ενωσιακού Δικαίου, ευθέως και τα ατομικά δικαιώματα των επιμέρους πιστωτών. Ειδικότερα, την διάταξη του αρθρου 4 του Συντάγματος, καθώς πλήττει την αρχή της ισότητας, που «επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου…» (3396/2014 ΣΤΕ). Εν προκειμένω, ο κύριος πιστωτής ορίζει το πρόσωπο του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν αποκλειστικά τα δικά του συμφέροντα και επιθυμίες, ενώ οι λοιποί διάδικοι (πιστωτές και πτωχός), αποκλείονται από την διαδικασία επιλογής. Στο ίδιο πνεύμα, ζήτημα ανακύπτει ως προς την συμβατότητα της επιχειρούμενης με το σχέδιο νόμου αλλαγής ως προς το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο εγγυάται το δικαίωμα στην περιουσία/ιδιοκτησία: Τo E.Δ.Δ.Α. πρόσφατα επανέλαβε ότι «η πολυπλοκοτητα της πτωχευτικής διαδικασίας από την φύση της απαιτεί κρατική ρύθμιση ώστε να εξασφαλιστεί η ίση και δίκαιη μεταχείρηση πιστωτών που βρίσκονται σε ανάλογη η παρόμοια κατάσταση» (Acar and others v. Τurkey, 12/12/2017, σκ. 33). Θεωρούμε ότι η άνω ρύθμιση αποτελεί αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Κυρίου Πιστωτή, που δεν συνοδεύεται από καμία δικαιολογία.
    Μόνη λύση, η επιλογή του Δ/Α κατά την απόλυτη κρίση του Δικαστηρίου.
    Και εδώ πρέπει να αναλογιστούμε ποιός είναι ο λόγος να επιλέγει τον Διαχειριστή Αφερεγγυότητας ένας πιστωτής και όχι το δικαστήριο. Ούτε την διαδικασία επιταχύνει η υπό κρίση διάταξη, ούτε προφυλάσσει τα συμφέροντα της πτώχευσης. Ο ένας πιστωτής ή το δικαστήριο θα εκτιμήσει καλύτερα το συμφέρον όλης της πτωχεύσεως?. Ο ένας πιστωτής, ενδιαφέρεται για το συμφέρον της πτωχεύσεως ή τον ενδιαφέρει αποκλειστικά το ατομικό του συμφέρον?
    Η απάντηση είναι προφανής.
    Το γεγονός του πολύ κλειστού κύκλου των κύριων πιστωτών – Τραπεζών (ουσιαστικά τεσσάρων) ως εργοδοτών των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας, καθιστά εντονότερο το πρόβλημα της εξαρτήσεως των τελευταίων από τους μεγάλους πιστωτές. Θα υπάρχει στην σχετική «πιάτσα», ο χαρακτηρισμός αφ’ ενός του «δύσκολου» και αφ ετέρου του «συνεργάσιμου» του «συνεννοήσιμου» «ευέλικτου» συνδίκου – Διαχειριστή Αφερεγγυότητας.
    Έτσι το δικαίωμα του κύριου πιστωτή να επιλέγει κατά την κρίση του και τα συμφέροντα του, το πρόσωπο του συνδίκου διαχειριστή φερεγγυότητας προκαλεί τεράστια σύγκρουση συμφερόντων και αδιαφάνεια, και καθιστά την όλη διαδικασία τελείως αναξιόπιστη, και εκτός πλαισίου με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο..
    Η επιλογή των προσώπων των διαχειριστών αφερεγγυότητας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, είναι η μοναδική λύση που θα δίνει στο διαχειριστή αφερεγγυότητας την απαραίτητη ανεξαρτησία στο έργο του.
    Την ανεξαρτησία, για να έχει την δυνατότητα ο Διαχειριστής Αφερεγγυότητας να επιτελεί το έργο του απερίσπαστος, μη υποχωρώντας στις οποιεσδήποτε πιέσεις που ασκούνται, πιέσεις για το εάν θα δεχθεί ή απορρίψει απαιτήσεις, για το πότε και πώς θα εκποιηθούν σημαντικά ακίνητα, αν θα εκποιηθούν μαζί με μηχανήματα ή χωριστά, επιλογές που μπορεί να προσελκύσουν η απομακρύνουν κατηγορίες επενδυτών. Ακόμα και ο φόβος του Συνδίκου Διαχειριστή Αφερεγγυότητας, ότι ενδεχομένως με τις πράξεις του θα πέσει στην δυσμένεια του Κύριου Πιστωτή, που θα συνεπάγεται την μη επιλογή στο μέλλον σε άλλες πτωχεύσεις, θα επιδρά αρνητικά, και μόνο αυτό αρκεί για να τροποποιηθεί η σχετική ρύθμιση.
    Γι’ αυτό, σε αρμονία με το Ευρωπαικό Δίκαιο, η κρίση του Δικαστηρίου θα πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερη στο να επιλέγει αυτό τον Διαχειριστή Αφερεγγυότητας, και δεν θα πρέπει να επιτρέπεται ούτε να προτείνεται το πρόσωπο του Διαχειριστή αφερεγγυότητας, να μην υπάρχει κανένας επηρεασμός του Δικαστηρίου στην εν λόγω επιλογή.

  • 6 Σεπτεμβρίου 2020, 19:38 | ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

    Σύμφωνα με την κρατούσα νομική θεωρία για την νομική φύση του θεσμού του συνδίκου, δηλαδή τη θεωρία του λειτουργήματος, ο «σύνδικος είναι φορέας δημόσιου λειτουργήματος και δεν εκπροσωπεί κανέναν, παρά μόνον, οργανικά, την πτώχευση, αφηρημένα και αόριστα, ασκώντας ιδίω ονόματι την εξουσία, που ο νόμος του απονέμει. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι διατάξεις των δεύτερων εδαφίων των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 80 ΠτΚ, που κάνουν λόγο για άσκηση και λήξη «καθηκόντων» εκ μέρους του συνδίκου, για άσκηση, δηλαδή, και λήξη υποχρεώσεων απέναντι στην πολιτεία. Μάλιστα, η διάταξη του β’ εδαφίου της §5 του άρθρου 80, πριν την τροποποίησή του με διάταξη του ν. 4446/2016, έκανε σαφέστερα λόγο για «λειτούργημα» του συνδίκου. Αλλά και οι διατάξεις των άρθρων 17επ. του π.δ. 133/2016, θεσπίζοντας ειδικό «πειθαρχικό δίκαιο», για τους εν γένει διαχειριστές αφερεγγυότητας, ασπάζεται, προδήλως, την θεωρία του λειτουργήματος. Σαφέστερα, η διάταξη της §7 του άρθρου 27 του ίδιου π.δ., που αναφέρεται στην ευθύνη του διαχειριστή αφερεγγυότητας, τον χαρακτηρίζει «δημόσιο υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ του ΠΚ». Σημαίνει μόνον ότι ο σύνδικος ασκεί μια «κρατικώς συνδεδεμένη δραστηριότητα», που διεξάγεται με ευθύνη αυτού, που την ασκεί, με ευθύνη, δηλαδή, του ίδιου, εν προκειμένω, του συνδίκου» (Ψυχομάνης Σπ., Πτωχευτικό Δίκαιο, Ζ΄ έκδοση).
    Ως εκ τούτου, η νομική μορφή του λειτουργήματος του συνδίκου είναι σύνθετη. Το λειτούργημα του συνδίκου στηρίζεται και επί των αρχών του ιδιωτικού και επί των αρχών του δημοσίου δικαίου. Αποτελεί ο σύνδικος εκπρόσωπο ιδιωτικών συμφερόντων (ομάδας δανειστών, οφειλέτη κ.λπ.) αλλά συγχρόνως εξυπηρετεί τον δημόσιας τάξης σκοπό της πτώχευσης δηλ. την προστασία της δημόσιας οικονομίας στην πτωχευτική εκκαθάριση των περιουσιών. Έτσι, πολλές φορές η δράση του συνδίκου βαίνει ανεξάρτητα των συμφερόντων οφειλέτη και δανειστών και εμφανίζεται ως υπηρεσία δημόσιου χαρακτήρα.
    Είναι λοιπόν σαφές ότι η ανάληψη του λειτουργήματος του συνδίκου επιβάλλεται να γίνεται από πρόσωπα συνοδευόμενα όχι μόνον από επιστημονικά αλλά πρωτίστως από ηθικά εφόδια έτσι ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός της πτώχευσης και να μην παρουσιάζονται καταχρήσεις στη διεξαγωγή των πτωχεύσεων.
    Στο άρθρο 5 εισάγεται καινοφανή πρόβλεψη ότι θα μπορεί να διορίζεται ως Διαχειριστής Αφερεγγυότητας μιας πτώχευσης (σύνδικος), πρόσωπο που θα επιλέγεται από τον επισπεύδοντα πιστωτή, και όχι πρόσωπο που θα επιλέγεται ελεύθερα από το πτωχευτικό Δικαστήριο ( πλέγμα άρθρων 5, 64, 98, 99). Πρόκειται για αυτούσια, αμφισβητούμενης συνταγματικότητας, μεταφορά αντίστοιχης ρύθμισης του Ν.4307/2014 για τις ειδικές διαχειρίσεις για υπόδειξη του ειδικού διαχειριστή από τον επισπεύδοντα πιστωτή. Ως αιτιολογία της προτεινόμενης ρύθμισης προβάλλεται απολύτως αβάσιμα η επιτάχυνση της διαδικασίας μέσω της αποφυγής του φαινομένου της αποποίησης των συνδίκων. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό, υπαρκτό μεν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει εξ’ ολοκλήρου εξαλειφθεί από το Σεπτέμβριο του 2017 οπότε ενεργοποιήθηκε το Μητρώο των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας και ο θεσμός του επαγγέλματος του Δ/Α. Έκτοτε, λόγω των αυστηρών προβλέψεων του Κώδικα Δεοντολογίας των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας (ΦΕΚ Β 1780/23.5.2017), που ουσιαστικά απαγορεύει τις αποποιήσεις, το φαινόμενο εξαλείφθηκε ολοσχερώς.
    Περαιτέρω, κατά τον προτεινόμενο τρόπο διορισμού, οι βασικοί πιστωτές (κατά κανόνα χρηματοπιστωτικοί φορείς), ως συνήθως έχουσες το μεγαλύτερο ποσό των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη, θα μπορούν να εκκινούν διαδικασία πτώχευσης κατά αυτού (εμπόρου ή και ιδιώτη), να υποδεικνύουν και να διορίζεται τελικά ως σύνδικος διαχειριστής αφερεγγυότητας μόνο της δικής τους αποκλειστικά έγκρισης αλλά και δυνητικά του απολύτου ελέγχου τους.
    Το παραπάνω πλέγμα διατάξεων, ως τίθεται στον υπό διαβούλευση Κώδικα, μας βρίσκει απολύτως ενάντιους για τους εξής λόγους:
    1) Καταστρατηγείται η νομική θέση του συνδίκου ως οιονεί δημόσιου λειτουργού
    2) Παραβιάζει το Σύνταγμα και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, καθώς η διαδικασία αφερεγγυότητας στην πράξη θα ελέγχεται εξ’ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, από τον επισπεύδοντα πιστωτή/ες (κατά κανόνα πιστωτικά ιδρύματα) ο οποίος προφανώς θα ενεργεί πρώτα προς όφελος του θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα συμφέροντα των υπολοίπων πιστωτών (μεταξύ των οποίων είναι εργαζόμενοι, Δημόσιο, ΕΦΚΑ) στη διαδικασία των αναγγελιών, των επαληθεύσεων ή και της κατάταξης των πιστωτών.
    3) Παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία (Κοινοτική Οδηγία ΕΕ 2019-1023- άρθρα 26 και 27)
    4) Καταστρατηγεί τις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας στο πρόσωπο του συνδίκου, όπως αυτές απορρέουν και επιβάλλονται από το πνεύμα του Πτωχευτικού Δικαίου, τον Κώδικα Δεοντολογίας των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας (ΦΕΚ Β 1780/23.5.2017) και της Κοινοτικής Οδηγίας ΕΕ 2019-1023 (άρθρα 26 και 27). Οι αρχές της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας προβλέπονται και σε σύγχρονους κώδικες δεοντολογίας διαχειριστών αφερεγγυότητας, όπως στον Code of Ethics της Βρετανικής Ένωσης Διαχειριστών Αφερεγγυότητας.
    5) Θέτει σε αμφιβολία την αρχή της διαφάνειας ως προς τα κριτήρια επιλογής των προσώπων που διαχειρίζονται τη διαδικασία, καθότι θα είναι θολό και δυσχερώς ελέγξιμο να διαπιστωθούν αφενός τα κριτήρια υπόδειξης του συνδίκου από τους πιστωτές, αφετέρου δυσχεραίνεται η εφαρμογή της λογοδοσίας και ο έλεγχος του συνδίκου-νομικού προσώπου από τον Εισηγητή των πτωχεύσεων και τους πιστωτές μειοψηφίας.
    6) Σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις (άρθρο 147) για συμφωνία με τους πιστωτές για bonus επιτυχίας υπονομεύεται για έναν ακόμη λόγο η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα του συνδίκου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Τίθεται το εύλογο ερώτημα το πως θα εμποδίζεται ο απόλυτος έλεγχος του προτεινόμενου συνδίκου από τους προτείναντες αυτόν πιστωτές όταν ήδη με αυτούς θα έχει προσυμφωνήσει και bonus επιτυχίας.
    7) Περιορίζει κατά τρόπο αντισυνταγματικό τη δικαστική εξουσία να επιλέξει το κατάλληλο πρόσωπο του συνδίκου
    8) Αποτελεί παράδοξη παρέκκλιση από τις πρακτικές των Ευρωπαϊκών χωρών καθότι από την έρευνα μας δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσουμε έστω και μια περίπτωση έννομης τάξης μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε., στην οποία διαχειριστές αφερεγγυότητας να διορίζονται εταιρείες, και όχι φυσικά πρόσωπα, που μόνο αυτά εξασφαλίζουν τα εχέγγυα της ουδετερότητας, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του τρίτου προσώπου, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων μερών.
    9) Η διεκπεραίωση των διαδικασιών από Διαχειριστές Αφερεγγυότητας που είναι ανεξάρτητα φυσικά πρόσωπα, εγγυάται:
    a. Την τήρηση της νομιμότητας και την ασφαλή λειτουργία των αρχών της ελεύθερης οικονομίας χωρίς εμμονή στον κυρωτικό χαρακτήρα της πτώχευσης, αφού ο Διαχειριστής Αφερεγγυότητας – φυσικό πρόσωπο – αναλογίζεται τις κοινωνικές επιπτώσεις της διαδικασίας (οδηγία ΕΕ/2019/1023).
    b. Την ισότιμη μεταχείριση των πιστωτών που έχουν την ίδια θέση.
    c. Την αποτροπή των καταχρήσεων των διαδικασιών μέσω κακόπιστων ή μεροληπτικών χειρισμών.
    Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, κρίνονται επιβεβλημένες:
    1) Η πλήρης απάλειψη των σχετικών προβλέψεων στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο περί δυνατότητας ένταξης στο Μητρώο Δ/Α νομικών προσώπων οποιασδήποτε μορφής,
    2) Η πλήρης απάλειψη των προβλέψεων περί δεσμευτικής υπόδειξης του συνδίκου από τους πιστωτές. Ζητούμε τη διατήρηση του υπάρχοντος πλαισίου, με το δικαστήριο να έχει πλήρη ελευθερία να επιλέξει το κατάλληλο φυσικό πρόσωπο ως σύνδικο από το Μητρώο Δ/Α, με βάση την εμπειρία και το αναρτημένο βιογραφικό του.
    3) Να θεσμοθετηθεί ασυμβίβαστο της ανάθεσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε διαχειριστή αφερεγγυότητας σχετιζόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας, έμμεσα ή άμεσα, με θεσμικό πιστωτή (πιστωτικά ιδρύματα, Δημόσιο, ΕΦΚΑ) κατά την τελευταία διετία από την ανάληψη των καθηκόντων του.
    4) Να διατηρηθεί η διαχρονική πρόβλεψη του ισχύοντος άρθρου 154 ΠτΚ που προβλέπει την αφαίρεση της αντιμισθίας του συνδίκου πριν τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης.
    Εκτιμούμε ότι η διατήρηση των προβλέψεων για νομικά πρόσωπα ως Δ/Α και για δεσμευτική υπόδειξη του προσώπου του από τους πιστωτές, θα έχει τις εξής συνέπειες:
    1) Την άμεση καταρράκωση της αξιοπιστίας του θεσμού του Δ/Α και την πρόκληση κοινωνικών αντιδράσεων, καθότι θα γίνει αντιληπτό το αδιαφανές, μη αντικειμενικό και μεροληπτικό πλαίσιο λειτουργίας των νέων συνδίκων.
    2) Θα διαταράξει την απαιτούμενη ισορροπία των πτωχευτικών διαδικασιών υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και σε βάρος των υπολοίπων ενδιαφερόμενων μερών, όπως το Δημόσιο, ΕΦΚΑ, εργαζόμενους, προμηθευτές.
    3) Η διοργάνωση της πτωχευτικής διαδικασίας από απρόσωπες εταιρίες θα καταρρακώσει το ίδιο το κύρος του θεσμού της πτώχευσης, με συνέπεια τη μειωμένη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα του.
    4) Αναμένεται να προκαλέσει την αντίδραση του δικαστικού σώματος, που θα καλείται να επιβεβαιώνει σχεδόν άκριτα τις προτάσεις συγκεκριμένων πιστωτών.
    5) Θα προκαλέσει τις παραιτήσεις μεγάλου αριθμού Δ/Α, που δεν θα επιθυμήσουν τη σχεδιαζόμενη υπαλληλοποίηση τους και θα θέλουν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

  • 28 Αυγούστου 2020, 14:26 | ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΦΑΤΖΗΣ

    Α) Αν το άρθρο 64 του προτεινόμενου ΠτΚ μείνει ως έχει , το κύρος της ιδιότητας του Διαχειριστή Αφερεγγυότητας θα υποστεί σοβαρό πλήγμα, καθώς: α) αν προτείνει σύνδικο ο αιτών οφειλέτης θα δημιουργείται σχέση αλληλεξάρτησης συνδίκου πτώχευσης – οφειλέτη (δηλαδή θα σε έχει προτείνει ο οφειλέτης και θα πάρεις μέτρα έπειτα εναντίον του; Δεν θα σε προτείνει κανείς ποτέ ξανά. β)αν προτείνει σύνδικο ο πιστωτής (δηλαδή οι τράπεζες που έχουν και τις μεγαλύτερες απαιτήσεις) όλες οι υποθέσεις θα πηγαίνουν σε συγκεκριμένους ΔΑ που είτε συνεργάζονται, είτε θα συνεργαστούν με τράπεζες και οι υπόλοιποι ΔΑ δε θα μπορούν να αναλάβουν πτωχεύσεις. Πρέπει ο ορισμός του Συνδίκου να συνεχίσει να γίνεται από το Πτωχευτικό Δικαστήριο.

    Β)Πρέπει να μπουν κριτήρια στον ορισμό του ΔΑ από το Πτωχευτικό Δικαστήρια, ώστε να προτιμούνται αρχικά ΔΑ που προέρχονται από το εφετείο είτε την περιφέρεια που έχει την έδρα του, το υπό πτώχευση νομικό πρόσωπο ή την κατοικία του το φυσικό πρόσωπο.
    (ΠΧ αν ο αιτών προτείνει ΔΑ με έδρα την ΚΡΗΤΗ και το πτωχευτικό δικαστήριο είναι στην Αλεξανδρούπολη ή το αντίθετο θα ορίζεται αυτός, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και συγκεκριμένα κριτήρια;)