1. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου σύμφωνα με το άρθρο 99, με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή, δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται περί της εκποίησης των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων ή περί της εκποίησης του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, εφόσον έχει κατατεθεί σχετικό αίτημα σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 και πιθανολογείται από το δικαστήριο ότι με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθεί η ανάκτηση των πιστωτών.
2. Επί πτώχευσης που κηρύσσεται κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και εφόσον δεν ασκηθεί παρέμβαση, η απόφαση που κάνει δεκτή την αίτηση περιέχει συνοπτική μόνο αιτιολογία. Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών η οποία τεκμαίρεται ότι είναι η τριακοστή ημερολογιακή ημέρα που προηγείται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης ή, σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης κατά την παρ. 2 του άρθρου 3, η ημέρα υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Σε περίπτωση όμως που πιθανολογείται από τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο σε προγενέστερη ημερομηνία, το δικαστήριο ορίζει την προγενέστερη αυτή ημερομηνία ως ημέρα παύσης πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, πέραν του έτους πριν τον θάνατο.
3. Η απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή και δεν επιτρέπεται δικαστική αναστολή της με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Το δικαστήριο που δικάζει ανακοπή, έφεση ή αναίρεση κατά της απόφασης μπορεί να αναστείλει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πτωχού από τον σύνδικο.