Άρθρο 05 – Αίτηση πτώχευσης – Δικαιολογητικά

1. Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών με έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή μετά από αίτηση του οφειλέτη. Όταν η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 30% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 20% των ενέγγυων, και εφόσον πρόκειται για επιχείρηση και δεν είναι πτώχευση μικρού αντικειμένου, μπορεί να περιέχει αίτημα για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής με τη διαδικασία των άρθρων 85 επ.. Όταν υποβάλλεται αίτηση πτώχευσης χωρίς την υποβολή του αιτήματος του προηγούμενου εδαφίου, είναι δυνατόν να υποβάλει πρόσθετη παρέμβαση πιστωτής ή πιστωτές του οφειλέτη με αίτημα για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, εφόσον εκπροσωπείται τουλάχιστον το 30% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη (εξαιρουμένων των απαιτήσεων συνδεδεμένων μερών προς τον οφειλέτη κατά την έννοια του Παραρτήματος Α του ν. 4308/2014), στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 20% των ενέγγυων.
2. Ο υπολογισμός του ποσοστού των αιτούντων πιστωτών για τις ανάγκες του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α` ή Β` Τάξεως του ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή λογιστή, βασίζεται στις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή/και τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή/και των αιτούντων πιστωτών και αποτυπώνεται σε βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση του ποσοστού του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1. Η βεβαίωση αυτή επισυνάπτεται στην αίτηση πτώχευσης με ποινή απαράδεκτου του αιτήματος για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 και εκπροσωπούνται σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας ή κατά περίπτωση του προγράμματος ομολογιακού δανείου.
3. Στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, η επωνυμία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ) καθώς και η διεύθυνση, όπου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή, κατά περίπτωση, το κέντρο των κύριων συμφερόντων του και τις τυχόν δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του. Επίσης στην αίτηση που αφορά έμπορο πρέπει να αναγράφεται και ο αριθμός του Εμπορικού Μητρώου του οφειλέτη. Αν τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αναγραφεί ή δεν συμπληρώθηκαν, κατά το άρθρο 227 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
4. Περαιτέρω η αίτηση πρέπει να αναφέρει τον προτεινόμενο σύνδικο με το όνομα, επώνυμο, και τη διεύθυνση αυτού και να συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση του υποψήφιου συνδίκου ότι αποδέχεται τον διορισμό και από δήλωσή του περί μη υπάρξεως κωλύματος. Δεν απαιτείται η αναφορά του προτεινόμενου συνδίκου, εφόσον την αίτηση υποβάλλει ο οφειλέτης και η αίτηση περιέχει δήλωση ότι δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση υποψήφιου συνδίκου που να αποδεχθεί τον διορισμό.
5. Ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, πάντως το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 3, αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης.
6. Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Στην βεβαίωση αυτή πιστοποιείται ότι περιλαμβάνονται όλες οι βεβαιωμένες οφειλές του αιτούντα, ατομικές και από συνυπευθυνότητα, καθώς και τυχόν φορολογικές εκκρεμότητες αυτού. Σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νομικού προσώπου που δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων, κατάσταση των πιστωτών του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο οφειλέτης υπέχει ως προς τα παραπάνω δηλούμενα στοιχεία ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 952 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από τον νόμιμο εκπρόσωπο του οφειλέτη, εφόσον η αίτηση αφορά νομικό πρόσωπο. Εφόσον η αίτηση γίνεται ηλεκτρονικά μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, τα έγγραφα μπορούν να υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο. Ως προς τα απαιτούμενα στοιχεία που ευρίσκονται σε βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η αίτηση περιλαμβάνει συναίνεση πρόσβασης στα αρχεία αυτά για κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον περιλαμβανομένης και της συναίνεσης της άρσης του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του ν.δ. 1059/1971, καθώς και του φορολογικού απορρήτου. Την ίδια συναίνεση πρόσβασης σε κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον παρέχει ο οφειλέτης και ως προς κατατεθέντα συνοδευτικά έγγραφα.
7. Η αίτηση και το σύνολο των συνοδευτικών εγγράφων δημοσιεύονται.
8. Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τις αιτήσεις πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου που υποβάλλονται από τον οφειλέτη, στην αίτηση επισυνάπτεται σε πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου αυτής, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων πεντακοσίων (500) ευρώ για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων της πτώχευσης. Το ποσό αναλαμβάνεται από τον σύνδικο με άδεια του εισηγητή. Ο αιτών ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής για το προκαταβληθέν ποσό. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ή παραίτησης από το δικόγραφο, το ποσό επιστρέφεται στον αιτούντα.
9. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αυξάνονται ή μειώνονται τα ποσά του γραμματίου κατάθεσης της παρ. 8, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης στη διαδικασία και της πληρέστερης δυνατής κάλυψης του πραγματικού κόστους της διαδικασίας για το δικαστικό σύστημα.

  • 10 Σεπτεμβρίου 2020, 16:54 | Αλέξανδρος Π.

    Για τα φυσικά πρόσωπα προτείνω όπως η κατάθεση πτωχευτικού αιτήματος από πιστωτή να είναι εξοπλισμένη πρώτα με τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί εκτελεστού τίτλου ή να συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση αναγνώρισης χρέους. Είναι πολύ σοβαρό κάτι τέτοιο.

  • 10 Σεπτεμβρίου 2020, 13:16 | Ε ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

    Για τα φυσικά πρόσωπα (και μόνο) προ της κατάθεσης αιτήματος πτωχεύσεως από πιστωτή/ές θα πρέπει να μη χωρεί αμφισβήτηση του χρέους. Συνεπώς, θα πρέπει να προηγείται η έκδοση εκτελεστού τίτλου ή η ύπαρξη τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Εναλλακτικά προτείνω να υφίσταται υπεύθυνη δήλωση αναγνώρισης χρέους εκεί όπου δεν αμφισβητείται αυτό.

  • Το ΒΕΑ προτείνει για την επιτάχυνση της διαδικασίας η αίτηση πτώχευσης, να γίνεται online, και να εκδίδεται η απόφαση πτώχευσης στις «απλές περιπτώσεις», σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα με ταυτόχρονο ορισμό Διαχειριστή Αφερεγγυότητας. Την απόφαση, εκδίδει δικαστής (του ειδικού τμήματος πτωχευτικής διαδικασίας) εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που προβλέπονται από το νόμο, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα παράτασης μόνο κατ’ εξαίρεσιν και σε πολύ συγκεκριμένες και περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις. Ως «Απλές περιπτώσεις», θα οριστούν εκείνες, που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Το κόστος της αίτησης πτώχευσης, θα πρέπει να μειωθεί δραστικά, ιδίως με την μη υπαγωγή όλων των πτωχεύσεων στα Πολυμελή Δικαστήρια. Οι σύνδικοι, θα πρέπει να ορίζονται με διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια και όχι με ορισμό από λίστα, με προσωπική απόφαση ενός Δικαστή.

  • 10 Σεπτεμβρίου 2020, 09:59 | STAVRAKIS

    Μια αίτηση πτώχευσης θα πρέπει να ακολουθείται από ήδη υπάρχον εκτελεστό τίτλο ή τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκ των οποίων θα τεκμαίρεται το αδιαμφισβήτο και εκκαθαρισμένο της εκάστοτε οικονομικής απαίτησης. Αυτά, αναφορικά με τα φυσικά πρόσωπα. Άλλως να ακολουθείται από υπεύθυνη δήλωση αναγνώρισης χρέους.

  • 9 Σεπτεμβρίου 2020, 23:11 | Nickitas K

    Για κάθε απαίτηση που μπορεί να οδηγήσει σε πτωχευτικό γεγονός θα πρέπει προ του δικαιώματος άσκησης αιτήματος για κήρυξη σε πτώχευση, να υπάρχει είτε βεβαίωση πλήρους αναγνώρισης οφειλών από αυτόν (νομικό ή φυσικό πρόσωπο) που οδηγείται σε πτωχευτικό καθεστώς ή ο αιτών πιστωτής να είναι οπλισμένος με αδιαμφισβήτητου νομικού κύρους σχετικό εκτελεστό τίτλο. Είναι αδιανόητο με μια απλή αίτηση κάποιου πιστωτή να αναγνωρίζεται δικαίωμα σε πτώχευση σε βάρος τρίτου καθώς θα μπορούσε κάλλιστα η απαίτηση να προέρχεται από μια σύμβαση που φέρει κρίσιμα στοιχεία ακυρότητας ή να φέρει πολλά ελαττώματα που κατ’ ουσίαν δύναται να την καταστήσουν ανεκκαθάριστη εάν τεθεί νωρίτερα σε δικαστική κρίση. Με έκπληξη διαπιστώνω πως σε αυτό το άρθρο δεν σχολιάζεται κάτι τέτοιο ενώ σε άλλα ορισμένοι το αναφέρουν. Πιστεύω είναι πολύ σημαντικό και η παρούσα αναμόρφωση του πτωχευτικού κώδικα θα πρέπει να το συμπεριλάβει ανάμεσα στις πρόνοιές της.

  • 6 Σεπτεμβρίου 2020, 18:12 | ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

    Σύμφωνα με την κρατούσα νομική θεωρία για την νομική φύση του θεσμού του συνδίκου, δηλαδή τη θεωρία του λειτουργήματος, ο «σύνδικος είναι φορέας δημόσιου λειτουργήματος και δεν εκπροσωπεί κανέναν, παρά μόνον, οργανικά, την πτώχευση, αφηρημένα και αόριστα, ασκώντας ιδίω ονόματι την εξουσία, που ο νόμος του απονέμει. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι διατάξεις των δεύτερων εδαφίων των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 80 ΠτΚ, που κάνουν λόγο για άσκηση και λήξη «καθηκόντων» εκ μέρους του συνδίκου, για άσκηση, δηλαδή, και λήξη υποχρεώσεων απέναντι στην πολιτεία. Μάλιστα, η διάταξη του β’ εδαφίου της §5 του άρθρου 80, πριν την τροποποίησή του με διάταξη του ν. 4446/2016, έκανε σαφέστερα λόγο για «λειτούργημα» του συνδίκου. Αλλά και οι διατάξεις των άρθρων 17επ. του π.δ. 133/2016, θεσπίζοντας ειδικό «πειθαρχικό δίκαιο», για τους εν γένει διαχειριστές αφερεγγυότητας, ασπάζεται, προδήλως, την θεωρία του λειτουργήματος. Σαφέστερα, η διάταξη της §7 του άρθρου 27 του ίδιου π.δ., που αναφέρεται στην ευθύνη του διαχειριστή αφερεγγυότητας, τον χαρακτηρίζει «δημόσιο υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ του ΠΚ». Σημαίνει μόνον ότι ο σύνδικος ασκεί μια «κρατικώς συνδεδεμένη δραστηριότητα», που διεξάγεται με ευθύνη αυτού, που την ασκεί, με ευθύνη, δηλαδή, του ίδιου, εν προκειμένω, του συνδίκου» (Ψυχομάνης Σπ., Πτωχευτικό Δίκαιο, Ζ΄ έκδοση).
    Ως εκ τούτου, η νομική μορφή του λειτουργήματος του συνδίκου είναι σύνθετη. Το λειτούργημα του συνδίκου στηρίζεται και επί των αρχών του ιδιωτικού και επί των αρχών του δημοσίου δικαίου. Αποτελεί ο σύνδικος εκπρόσωπο ιδιωτικών συμφερόντων (ομάδας δανειστών, οφειλέτη κ.λπ.) αλλά συγχρόνως εξυπηρετεί τον δημόσιας τάξης σκοπό της πτώχευσης δηλ. την προστασία της δημόσιας οικονομίας στην πτωχευτική εκκαθάριση των περιουσιών. Έτσι, πολλές φορές η δράση του συνδίκου βαίνει ανεξάρτητα των συμφερόντων οφειλέτη και δανειστών και εμφανίζεται ως υπηρεσία δημόσιου χαρακτήρα.
    Είναι λοιπόν σαφές ότι η ανάληψη του λειτουργήματος του συνδίκου επιβάλλεται να γίνεται από πρόσωπα συνοδευόμενα όχι μόνον από επιστημονικά αλλά πρωτίστως από ηθικά εφόδια έτσι ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός της πτώχευσης και να μην παρουσιάζονται καταχρήσεις στη διεξαγωγή των πτωχεύσεων.
    Στο άρθρο 5 εισάγεται καινοφανή πρόβλεψη ότι θα μπορεί να διορίζεται ως Διαχειριστής Αφερεγγυότητας μιας πτώχευσης (σύνδικος), πρόσωπο που θα επιλέγεται από τον επισπεύδοντα πιστωτή, και όχι πρόσωπο που θα επιλέγεται ελεύθερα από το πτωχευτικό Δικαστήριο ( πλέγμα άρθρων 5, 64, 98, 99). Πρόκειται για αυτούσια, αμφισβητούμενης συνταγματικότητας, μεταφορά αντίστοιχης ρύθμισης του Ν.4307/2014 για τις ειδικές διαχειρίσεις για υπόδειξη του ειδικού διαχειριστή από τον επισπεύδοντα πιστωτή. Ως αιτιολογία της προτεινόμενης ρύθμισης προβάλλεται απολύτως αβάσιμα η επιτάχυνση της διαδικασίας μέσω της αποφυγής του φαινομένου της αποποίησης των συνδίκων. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό, υπαρκτό μεν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει εξ’ ολοκλήρου εξαλειφθεί από το Σεπτέμβριο του 2017 οπότε ενεργοποιήθηκε το Μητρώο των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας και ο θεσμός του επαγγέλματος του Δ/Α. Έκτοτε, λόγω των αυστηρών προβλέψεων του Κώδικα Δεοντολογίας των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας (ΦΕΚ Β 1780/23.5.2017), που ουσιαστικά απαγορεύει τις αποποιήσεις, το φαινόμενο εξαλείφθηκε ολοσχερώς.
    Περαιτέρω, κατά τον προτεινόμενο τρόπο διορισμού, οι βασικοί πιστωτές (κατά κανόνα χρηματοπιστωτικοί φορείς), ως συνήθως έχουσες το μεγαλύτερο ποσό των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη, θα μπορούν να εκκινούν διαδικασία πτώχευσης κατά αυτού (εμπόρου ή και ιδιώτη), να υποδεικνύουν και να διορίζεται τελικά ως σύνδικος διαχειριστής αφερεγγυότητας μόνο της δικής τους αποκλειστικά έγκρισης αλλά και δυνητικά του απολύτου ελέγχου τους.
    Το παραπάνω πλέγμα διατάξεων, ως τίθεται στον υπό διαβούλευση Κώδικα, μας βρίσκει απολύτως ενάντιους για τους εξής λόγους:
    1) Καταστρατηγείται η νομική θέση του συνδίκου ως οιονεί δημόσιου λειτουργού
    2) Παραβιάζει το Σύνταγμα και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, καθώς η διαδικασία αφερεγγυότητας στην πράξη θα ελέγχεται εξ’ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, από τον επισπεύδοντα πιστωτή/ες (κατά κανόνα πιστωτικά ιδρύματα) ο οποίος προφανώς θα ενεργεί πρώτα προς όφελος του θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα συμφέροντα των υπολοίπων πιστωτών (μεταξύ των οποίων είναι εργαζόμενοι, Δημόσιο, ΕΦΚΑ) στη διαδικασία των αναγγελιών, των επαληθεύσεων ή και της κατάταξης των πιστωτών.
    3) Παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία (Κοινοτική Οδηγία ΕΕ 2019-1023- άρθρα 26 και 27)
    4) Καταστρατηγεί τις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας στο πρόσωπο του συνδίκου, όπως αυτές απορρέουν και επιβάλλονται από το πνεύμα του Πτωχευτικού Δικαίου, τον Κώδικα Δεοντολογίας των Διαχειριστών Αφερεγγυότητας (ΦΕΚ Β 1780/23.5.2017) και της Κοινοτικής Οδηγίας ΕΕ 2019-1023 (άρθρα 26 και 27). Οι αρχές της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας προβλέπονται και σε σύγχρονους κώδικες δεοντολογίας διαχειριστών αφερεγγυότητας, όπως στον Code of Ethics της Βρετανικής Ένωσης Διαχειριστών Αφερεγγυότητας.
    5) Θέτει σε αμφιβολία την αρχή της διαφάνειας ως προς τα κριτήρια επιλογής των προσώπων που διαχειρίζονται τη διαδικασία, καθότι θα είναι θολό και δυσχερώς ελέγξιμο να διαπιστωθούν αφενός τα κριτήρια υπόδειξης του συνδίκου από τους πιστωτές, αφετέρου δυσχεραίνεται η εφαρμογή της λογοδοσίας και ο έλεγχος του συνδίκου-νομικού προσώπου από τον Εισηγητή των πτωχεύσεων και τους πιστωτές μειοψηφίας.
    6) Σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις (άρθρο 147) για συμφωνία με τους πιστωτές για bonus επιτυχίας υπονομεύεται για έναν ακόμη λόγο η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα του συνδίκου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Τίθεται το εύλογο ερώτημα το πως θα εμποδίζεται ο απόλυτος έλεγχος του προτεινόμενου συνδίκου από τους προτείναντες αυτόν πιστωτές όταν ήδη με αυτούς θα έχει προσυμφωνήσει και bonus επιτυχίας.
    7) Περιορίζει κατά τρόπο αντισυνταγματικό τη δικαστική εξουσία να επιλέξει το κατάλληλο πρόσωπο του συνδίκου
    8) Αποτελεί παράδοξη παρέκκλιση από τις πρακτικές των Ευρωπαϊκών χωρών καθότι από την έρευνα μας δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσουμε έστω και μια περίπτωση έννομης τάξης μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε., στην οποία διαχειριστές αφερεγγυότητας να διορίζονται εταιρείες, και όχι φυσικά πρόσωπα, που μόνο αυτά εξασφαλίζουν τα εχέγγυα της ουδετερότητας, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του τρίτου προσώπου, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων μερών.
    9) Η διεκπεραίωση των διαδικασιών από Διαχειριστές Αφερεγγυότητας που είναι ανεξάρτητα φυσικά πρόσωπα, εγγυάται:
    a. Την τήρηση της νομιμότητας και την ασφαλή λειτουργία των αρχών της ελεύθερης οικονομίας χωρίς εμμονή στον κυρωτικό χαρακτήρα της πτώχευσης, αφού ο Διαχειριστής Αφερεγγυότητας – φυσικό πρόσωπο – αναλογίζεται τις κοινωνικές επιπτώσεις της διαδικασίας (οδηγία ΕΕ/2019/1023).
    b. Την ισότιμη μεταχείριση των πιστωτών που έχουν την ίδια θέση.
    c. Την αποτροπή των καταχρήσεων των διαδικασιών μέσω κακόπιστων ή μεροληπτικών χειρισμών.
    Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, κρίνονται επιβεβλημένες:
    1) Η πλήρης απάλειψη των σχετικών προβλέψεων στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο περί δυνατότητας ένταξης στο Μητρώο Δ/Α νομικών προσώπων οποιασδήποτε μορφής,
    2) Η πλήρης απάλειψη των προβλέψεων περί δεσμευτικής υπόδειξης του συνδίκου από τους πιστωτές. Ζητούμε τη διατήρηση του υπάρχοντος πλαισίου, με το δικαστήριο να έχει πλήρη ελευθερία να επιλέξει το κατάλληλο φυσικό πρόσωπο ως σύνδικο από το Μητρώο Δ/Α, με βάση την εμπειρία και το αναρτημένο βιογραφικό του.
    3) Να θεσμοθετηθεί ασυμβίβαστο της ανάθεσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας σε διαχειριστή αφερεγγυότητας σχετιζόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας, έμμεσα ή άμεσα, με θεσμικό πιστωτή (πιστωτικά ιδρύματα, Δημόσιο, ΕΦΚΑ) κατά την τελευταία διετία από την ανάληψη των καθηκόντων του.
    4) Να διατηρηθεί η διαχρονική πρόβλεψη του ισχύοντος άρθρου 154 ΠτΚ που προβλέπει την αφαίρεση της αντιμισθίας του συνδίκου πριν τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης.
    Εκτιμούμε ότι η διατήρηση των προβλέψεων για νομικά πρόσωπα ως Δ/Α και για δεσμευτική υπόδειξη του προσώπου του από τους πιστωτές, θα έχει τις εξής συνέπειες:
    1) Την άμεση καταρράκωση της αξιοπιστίας του θεσμού του Δ/Α και την πρόκληση κοινωνικών αντιδράσεων, καθότι θα γίνει αντιληπτό το αδιαφανές, μη αντικειμενικό και μεροληπτικό πλαίσιο λειτουργίας των νέων συνδίκων.
    2) Θα διαταράξει την απαιτούμενη ισορροπία των πτωχευτικών διαδικασιών υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και σε βάρος των υπολοίπων ενδιαφερόμενων μερών, όπως το Δημόσιο, ΕΦΚΑ, εργαζόμενους, προμηθευτές.
    3) Η διοργάνωση της πτωχευτικής διαδικασίας από απρόσωπες εταιρίες θα καταρρακώσει το ίδιο το κύρος του θεσμού της πτώχευσης, με συνέπεια τη μειωμένη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα του.
    4) Αναμένεται να προκαλέσει την αντίδραση του δικαστικού σώματος, που θα καλείται να επιβεβαιώνει σχεδόν άκριτα τις προτάσεις συγκεκριμένων πιστωτών.
    5) Θα προκαλέσει τις παραιτήσεις μεγάλου αριθμού Δ/Α, που δεν θα επιθυμήσουν τη σχεδιαζόμενη υπαλληλοποίηση τους και θα θέλουν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 20:47 | Κωνσταντίνος Καρλής

    Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3588/2007 η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση πιστωτή που έχει έννομο συμφέρον. Η παρ. 1 του άρθρου 5 του σχεδίου νόμου επαναλαμβάνει ουσιαστικά την ίδια ρύθμιση « Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών με έννομο συμφέρον». Όμως κατά την παρ. 2 του άρθρου 3 του σχεδίου νόμου «Τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλλει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ……… κλπ. ……………». Το στοιχείο αυτό δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν οι λοιποί πιστωτές. Μία πιθανή ερμηνεία είναι ότι οι λοιποί πιστωτές δεν δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση πτώχευσης, ερμηνεία που οδηγεί στην θέσπιση αδικαιολόγητου προνομίου υπέρ ορισμένων πιστωτών. Μία άλλη ερμηνεία είναι ότι στην περίπτωση των συγκεκριμένων πιστωτών της παρ.2 του άρθρου 3 του σχεδίου νόμου εισάγει τεκμήριο υπέρ των πιστωτών που κατονομάζονται στην διάταξη (τεκμήριο μαχητό σε κάθε περίπτωση) υπέρ των πιστωτών που κατονομάζονται στην διάταξη, ενώ οι λοιποί πιστωτές, εάν υποβάλουν αίτηση πτώχευσης, έχουν υποχρέωση να αποδείξουν την παύση πληρωμών. Και οι δεύτερη αυτή ερμηνεία δημιουργεί διάκριση μεταξύ των πιστωτών του οφειλέτη, η οποία δεν δικαιολογείται.

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 14:19 | ΦΛΩΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

    Παρ. 6
    Η βεβαίωση από την ΔΟΥ πρέπει να παραληφθεί καθώς ο οφειλέτης παρέχει όλες τις εξουσιοδοτήσεις για να αναζητθεί αυτεπάγγελτα. Τι λογική έχει για όλους τους πιστωτές να δηλώνει την οφειλή του χωρίς να προσκομίζει έγγραφα και για την εφορία να πρέπει να προσκομίσει. Ηδη η ΕΓΔΙΧ «τραβάει» τα στοιχεία στον εξωδικαστικό αυτόματα.
    Αναφορικά με την κατάσταση των πιστωτών. Ζητούμενο της όλης διαδικασίας είναι η ταχύτητα. Η κατάσταση των πιστωτων θα πρέπει να παραδίδεται από τον οφειλέτη σε ηλεκτρονική μορφή και να περιλαμβάνει την επωνυμία του πιστωτη, το ποσό και το ΑΦΜ (τουλάχιστον). Αν κριθεί σκόπιμο και το email. Με την καταχώρηση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας θα αρχίσει η ταχύτατη διαδικασία επικοινωνίας (όταν κυρηχθεί η πτώχευση), με ηλεκτρονικά μέσα με τους πιστωτές. Ο Οφειλέτης θα έχει υποχρέωση για την σωστή καταχώρηση των στοιχείων και σε αντίθετη περιπτωση (παράλειψη καταχώρησης ή λάθος στοιχεία) θα έχει σχετικά δικαιώματα ο πιστωτής.

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 02:04 | Κωνσταντίνος Ντζούφας

    Πρεπει να διατεθει ειδικο κονδυλι ειτε απο το ΤΑΧΔΙΚ ειτε απο άλλους πορους για κάλυψη-προκαταβολή μερους της αμοιβης των συνδικων,αλλιώς όλο το σύστημα θα ναυαγησει καθώς σχεδον κανενας δεν θα αποδεχεται, ηδη το προβλημα ειναι τεραστιο.Θα έπρεπε ηδη το κρατος να εχει μεριμνησει για την χρηματοδοτηση πρώτα των διαδικασιων και οχι να βαζει το κάρο μπροστα από το άλογο….Αλλιως θα καταληξει οπως ηδη ειναι σαν τη Νομικη Βοηθεια που οι πληρωμες γινονται σε 4ετια ….

  • 3 Σεπτεμβρίου 2020, 17:30 | Δημήτρης Χαλκιαδάκης

    Στην παράγραφο 5 : Αν το νομικό προσωπο δεν έχει διοίκηση, τότε δεν έχει κανένα νοημα η κλήτευση. Στο ελληνικό δικαίο δεν κλητεύεται μία διεύθυνση, αλλά κλητεύεται ο νομιμος εκπροσωπος του νομικού προσώπου. Αν δεν υπάρχει , κανονικά θα διοριζόταν προσωρινη διοίκηση κατα το άρθρο 69 ΑΚ. Εφόσον ο νομοθέτης θέλει η πτώχευση να προχωρήσει χωρίς να ακουστεί η διοίκηση του νπ τότε η διάταξη θα έπρεπε να λέέι απλώς ότι η διαδικασία προχωράει κανονικά. Τα υπόλοιπα είναι περιττά. Τι νόημα έχει να επιδώσεις μία αίτηση σε μία πόρτα ; Ποια ανάγκη επιλύει η επίδοση σε νπ που δεν έχει διοίκηση ; ποιός θα συγκινηθεί ;

    Επίσης τί σημαίνει η φράση «Τη σχετική διαδικασία μπορεί να εκκινήσουν και πιστωτές μέσω διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων προ της εκδικάσεως της αιτήσεως πτωχεύσεως» ; δλή; τί είναι αυτό ; ΠΧ Προσωρινη ρύθμιση κατάστασης ; μεσεγγύηση ; προσωρινη επιδίκαση απάιτησης ;

  • 2 Σεπτεμβρίου 2020, 10:31 | ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

    Είναι απαράδεκτο να επιβαρύνονται οι δανειστές,που προσπαθούν να εισπράξουν τα χρήματα τους και να ψάχνουν να βρουν βεβαίωση από διαθέσιμο υποψήφιο σύνδικο πτώχευσης, προκειμένου να καταθέσουν την αίτηση πτώχευσης. Ποιός υποψήφιος σύνδικος θα αποδεχθεί το διορισμό του εκ των προτέρων, προτού κατατεθεί η αίτηση πτώχευσης, όταν δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο για την υπό πτώχευση εταιρεία; Στην ουσία με αυτόν τον τρόπο εμποδίζονται αδικαιολόγητα οι δανειστές να ασκήσουν τα δικαιώματα τους, αφού δεν μπορούν να καταθέσουν αίτηση πτώχευσης, χωρίς τη βεβαίωση αυτή. Το πρόβλημα της μη αποδοχής των διορισμών από τους συνδίκους πτώχευσης είναι πράγματι ένα μεγάλο ζήτημα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπισθεί με αυστηρές κυρώσεις σε βάρος όσων δεν αποδέχονται τον διορισμό τους. Αδικαιολόγητα προτείνεται στην παρ. 4 του άρθρου αυτού να αναλάβουν το βάρος αυτό οι δανειστές, το οποίο μάλιστα δεν ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης τους. Πρέπει αυτή η παράγραφος να αφαιρεθεί αυτούσια, γιατί θα δημιουργηθούν προβλήματα συνταγματικότητας της.

  • 31 Αυγούστου 2020, 16:34 | Σοφια_Αμ

    Προϋπόθεση της υποβολής αίτησης πτώχευσης είναι η προσκόμιση βεβαίωσης από την αρμόδια ΔΟΥ. Ωστόσο, στην πράξη οι προϊστάμενοι επικαλούμενοι τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (που δίνει χρονικό περιθώριο 60 ημερών στη διοίκηση να απαντήσει) καθυστερούν στη χορήγηση τέτοιας βεβαίωσης. Συνεπώς η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αμέσως προηγούμενη (άρθρο 5 παρ.5) που αναφέρει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται εντός το αργότερο 30 ημερών να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εφόσον συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις.

    Συνεπώς πρέπει να προστεθεί εδάφιο που ρητά θα αναφέρει ότι «ο προϊστάμενος οικονομικής εφορίας είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει τη σχετική βεβαίωση εντός 10 ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης.
    Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, ο οφειλέτης αντί της ανωτέρω βεβαίωσης θα πρέπει να προσκομίζει αντίγραφο της προσωποποιημένης πληροφόρησης από το taxis όπου αναγράφονται οι οφειλές του»