Το άρθρο 21 του ν. 4557/2018 αντικαθίσταται ως εξής:
Μητρώο πραγματικών δικαιούχων εμπιστευμάτων
(άρθρο 31 της Οδηγίας 2015/849)
«1. Οι εμπιστευματοδόχοι σε σχήμα ρητής εμπιστευματικής διαχείρισης (express trust) που ασκείται στην Ελλάδα ή διαμένουν στην Ελλάδα και είναι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος υποχρεούνται να συλλέγουν και να φυλάσσουν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους του εμπιστεύματος.
Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν την ταυτότητα:
α) του ή των εμπιστευματοπαρόχων,
β) του ή των εμπιστευματοδόχων,
γ) του ή των προστατών, εφόσον υφίστανται,
δ) των δικαιούχων ή της κατηγορίας δικαιούχων και
ε) οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του εμπιστεύματος.
Το ειδικό μητρώο συλλογής και φύλαξης των παραπάνω πληροφοριών τηρείται με επιμέλεια του εμπιστευματοδόχου, εφαρμοζόμενης της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και του ν. 4624/2019 (A’ 137), σύμφωνα με το άρθρο 31 του παρόντος. Οι σχετικές πληροφορίες καταχωρίζονται στο Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων (Κ.Μ.Π.Δ.) της παρ. 4 του άρθρου 20 μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την έναρξη λειτουργίας του, με τη χρήση κωδικών εισαγωγής στην ηλεκτρονική πλατφόρμα taxisnet. Η καταχώριση τυχόν αλλαγών στα στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων γίνεται εντός εξήντα (60) ημερών από την αρχική καταχώριση.
Αντίστοιχες πληροφορίες καταχωρίζονται αν ο τόπος εγκατάστασης ή διαμονής του εμπιστευματοδόχου βρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ο τελευταίος συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή αποκτά ακίνητη περιουσία στην ελληνική Επικράτεια εξ ονόματος του εμπιστεύματος.
Σε περίπτωση πολλαπλής εγκατάστασης ή διαμονής του εμπιστευματοδόχου σε διαφορετικά κράτη μέλη ή όταν αυτός συνάπτει πολλαπλές επιχειρηματικές σχέσεις εξ ονόματος του εμπιστεύματος σε διαφορετικά κράτη μέλη, η υποχρέωση καταχώρισης πληρούται μέσω της εγγραφής σε αντίστοιχο μητρώο κράτους μέλους, η οποία αποδεικνύεται από σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής ή απόσπασμα πληροφοριών.
2. Οι εμπιστευματοδόχοι ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερείς νομικές οντότητες γνωστοποιούν την ιδιότητά τους αυτή και παρέχουν εγκαίρως στα υπόχρεα πρόσωπα τις πληροφορίες της παρ. 1 όταν, ως εμπιστευματοδόχοι ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομικά μορφώματα, συνάπτουν επιχειρηματική σχέση ή πραγματοποιούν περιστασιακή συναλλαγή που υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 12.
3. Πρόσβαση στις πληροφορίες της παρ. 1 έχουν:
α) η Αρχή, οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 6 και οι αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, χωρίς κανένα περιορισμό,
β) τα υπόχρεα πρόσωπα, αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με τον παρόντα,
γ) κάθε πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει έννομο συμφέρον,
δ) κάθε πρόσωπο που υποβάλλει έγγραφη αίτηση που αφορά εμπίστευμα ή παρεμφερές νομικό μόρφωμα το οποίο κατέχει ή έχει στην κυριότητά του ελέγχουσα συμμετοχή σε οποιαδήποτε εταιρική ή άλλη νομική οντότητα, πλην εκείνων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 20, μέσω άμεσης ή έμμεσης κυριότητας, μεταξύ άλλων, μέσω μετοχών στον κομιστή ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα.
Οι πληροφορίες που είναι προσβάσιμες από τα πρόσωπα των περ. γ) και δ) συνίστανται στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης, τη χώρα διαμονής και την υπηκοότητα του πραγματικού δικαιούχου, καθώς επίσης και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει. Πρόσβαση σε επιπρόσθετες πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου και περιλαμβάνουν τουλάχιστον ημερομηνία γέννησης ή στοιχεία επικοινωνίας, σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας δεδομένων, μπορούν να έχουν τα πρόσωπα των περ. γ) και δ), υπό την προϋπόθεση απόδειξης εννόμου συμφέροντος κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96).
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Αρχής, μπορεί να θεσπίζονται περιορισμοί στην πρόσβαση των υπόχρεων οντοτήτων και των μελών του ευρύτερου κοινού, ως προς το σύνολο ή μέρος των πληροφοριών που αφορούν τον εμπιστευματοδόχο, όταν η πρόσβαση αυτή αιτιολογημένα μπορεί να εκθέσει τον εμπιστευματοδόχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή εάν ο εμπιστευματοδόχος είναι ανήλικος ή άλλως ανίκανος για δικαιοπραξία. Σε περίπτωση χορήγησης των εξαιρέσεων της παρούσας, δημοσιοποιούνται από τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν και τους λόγους που δηλώθηκαν και γνωστοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παρούσα δεν ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και για τους δικηγόρους που υπηρετούν στο δημόσιο με καθεστώς πάγιας αντιμισθίας.
4. Αν το σχήμα ρητής εμπιστευματικής διαχείρισης παράγει φορολογικές υποχρεώσεις, οι πληροφορίες της παρ. 1 καταχωρίζονται επίσης σε ειδική μερίδα του μητρώου της παρ. 4 του άρθρου 20, στην οποία εξασφαλίζεται άμεση και απεριόριστη πρόσβαση της Αρχής, των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών και των αρμόδιων αρχών των άρθρων 6 και 9, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση του ερευνώμενου υπόχρεου προσώπου.
5. Η Αρχή και οι άλλες αρχές των άρθρων 6 και 9 διαβιβάζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 4 στις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών της Ε.Ε., εγκαίρως και χωρίς οικονομική επιβάρυνση.
6. Ο Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα χαρακτηριστικά των μηχανισμών του παρόντος.
7. Η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση των παρ. 1 και 2 συνεπάγεται την αναστολή έκδοσης φορολογικής ενημερότητας του εμπιστευματοδόχου ή του σχήματος. Η αρμόδια φορολογική διοίκηση και η Αρχή ενημερώνονται μέσω της διαδικτυακής ηλεκτρονικής εφαρμογής του Κεντρικού Μητρώου Πραγματικών Δικαιούχων με την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 1 για τη συμμόρφωση των υπόχρεων προσώπων.
8. Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης της παρ. 1, με απόφαση της Αρχής επιβάλλεται σε βάρος των υπόχρεων οντοτήτων πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και τίθεται προθεσμία για τη συμμόρφωση τους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή υποτροπής, το πρόστιμο διπλασιάζεται. Το πρόστιμο αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και εισπράττεται σύμφωνα με το ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξως Δημοσίων Εσόδων» (Κ.Ε.Δ.Ε, Α’ 90).».