1. Οι περ. δ’ και ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4557/2018 αντικαθίστανται, προστίθεται υποπερ. στστ’ στην περ. ι΄ και περ. ιβ΄και ιγ’ και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Για τους σκοπούς του παρόντος, ως υπόχρεα νοούνται τα εξής πρόσωπα:
α) Τα πιστωτικά ιδρύματα και κάθε πιστωτικός φορέας του ν. 4438/2016 (Α΄ 220),
β) οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί,
γ) οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που έχουν εγγραφεί στο δημόσιο μητρώο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, καθώς και οι ιδιώτες ελεγκτές,
δ) οι εξωτερικοί λογιστές-φοροτεχνικοί και κάθε άλλο πρόσωπο που αναλαμβάνει να παρέχει, είτε άμεσα είτε μέσω άλλων συνδεδεμένων προσώπων, υλική βοήθεια, συνδρομή ή συμβουλές σχετικά με φορολογικά θέματα, ως κύρια επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα,
ε) οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι όταν συμμετέχουν, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους, σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ή συναλλαγές επί ακινήτων και όταν βοηθούν στο σχεδιασμό ή τη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:
αα) την αγορά ή πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, ββ) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, γγ) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, καθώς και τη σύσταση χρηματικών παρακαταθηκών και προεχόντως αυτών που αφορούν εγγυοδοσίες που διατάσσονται από τη δικαστική αρχή στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, δδ) τις αναγκαίες εισφορές για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, εε) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, εμπιστευμάτων (trusts), εταιρειών εμπιστευματικής διαχείρισης, επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή ανάλογων σχημάτων ή αντίστοιχων νομικών μορφωμάτων,
στ) φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες εμπιστευματικής διαχείρισης ή επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής των περιπτώσεων γ΄, δ΄ και ε΄,
ζ) τα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σε εταιρείες ή εμπιστεύματα (trusts), στα οποία συμπεριλαμβάνονται αυτά που αναφέρονται στις περ. γ΄, δ΄και ε΄, τα οποία παρέχουν κατά επιχειρηματική δραστηριότητα οποιαδήποτε από τις εξής υπηρεσίες σε τρίτα μέρη: αα) συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα, ββ) ασκούν τα ίδια ή μεριμνούν, ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει καθήκοντα διευθυντή, διαχειριστή ή εταίρου εταιρείας ή κατόχου αντίστοιχης θέσης σε άλλα νομικά πρόσωπα ή μορφώματα, γγ) παρέχουν καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μόρφωμα, δδ) ασκούν τα ίδια ή μεριμνούν, ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει καθήκοντα εμπιστευματοδόχου ρητού εμπιστεύματος (express trust) ή αντίστοιχου νομικού μορφώματος, εε) ενεργούν τα ίδια ή μεριμνούν, ώστε άλλο πρόσωπο να ενεργήσει ως πληρεξούσιος μετόχου εταιρείας, εφόσον η εταιρεία αυτή δεν είναι εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά που υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης, σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία ή ισοδύναμα διεθνή πρότυπα,
η) οι μεσίτες ακινήτων του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), για συναλλαγές των οποίων η αξία ανέρχεται σε τουλάχιστον δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, ανεξαρτήτως αν το ποσό αυτό αφορά αγορά, πώληση ή μηνιαίο μίσθωμα εκμίσθωσης ακινήτου, και οι μεσίτες πιστώσεων του ν. 4438/2016 (Α΄ 220) για σύμβαση πίστωσης που ανέρχεται σε τουλάχιστον δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ,
θ) οι επιχειρήσεις καζίνο και τα καζίνο που λειτουργούν επί πλοίων στην Ελλάδα ή υπό ελληνική σημαία, καθώς και οι επιχειρήσεις, οργανισμοί και άλλοι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων και πρακτορεία που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές,
ι) οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας, όταν η αξία της συναλλαγής ανέρχεται σε τουλάχιστον δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, ανεξάρτητα από το αν αυτή διενεργείται με μία μόνο πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Ως έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας νοούνται ιδίως: αα) Οι επιχειρήσεις εξόρυξης, παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, οι επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων μετάλλων και παράγωγων προϊόντων, οι επιχειρήσεις εμπορίας μαργαριταριών και κοραλλιών και οι επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας κοσμημάτων και ρολογιών, ββ) οι επιχειρήσεις εμπορίας παλαιών αντικειμένων αξίας (αντίκες), αρχαιοτήτων, μεταλλίων, παλαιών γραμματοσήμων και νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών αξίας, καθώς και οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες παραγωγής ή κατασκευής και εμπορίας έργων και αντικειμένων τέχνης γενικά, καθώς και μουσικών οργάνων, γγ) πρόσωπα που εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου που πραγματοποιείται σε αίθουσες έργων τέχνης και οίκους δημοπρασιών, δδ) οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ταπήτων και χαλιών, ειδών γουνοποιίας, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων γενικά, εε) οι επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ελικοπτέρων, αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής γενικά, στστ) πρόσωπα που αποθηκεύουν, εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, όταν αυτό πραγματοποιείται από ελεύθερους λιμένες,
ια) οι ενεχυροδανειστές και αργυραμοιβοί,
ιβ) οι πάροχοι υπηρεσιών ανταλλαγής μεταξύ εικονικών νομισμάτων και παραστατικών νομισμάτων,
ιγ) οι πάροχοι υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών.».
Στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου που ενσωματώνει την Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 (AMLD5) θα θέλαμε να αναδείξουμε την προβληματική της ένταξης των ανώνυμων εταιριών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (στο εξής «ΑΕΕΑΠ») ως υπόχρεων προσώπων του ν. 4557/2018 και να προτείνουμε τη κατάργηση του εδαφίου ιστ΄ της παρ. 3 του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου, με το οποίο συμπεριελήφθησαν οι ΑΕΕΑΠ στην λίστα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και ως εκ τούτου κατέστην υπόχρεα πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 4557/2018.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 εδάφιο ιστ΄ του ν. 4557/2018, στον κατάλογο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αναφέρονται μεταξύ άλλων και οι «εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία», όπως οι ΑΕΕΑΠ. Η συμπερίληψη αυτή των ΑΕΕΑΠ στην έννοια των χρηματοπιστωτικών οργανισμών αναδεικνύει την λανθασμένη ερμηνεία του σχετικού εδαφίου δ της παρ. 2 του άρθρο 3 της AMLD4 και αποτελεί αδικαιολόγητη προσθήκη του εθνικού νομοθέτη.
Το άρθρο 3 παρ. 2 εδ. δ΄ της Οδηγίας αναφέρεται σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων «που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους·». Ωστόσο, οι ΑΕΕΑΠ ΔΕΝ διαθέτουν στο κοινό τις μετοχές τους. Την εργασία αυτή κάνουν τρίτα προς τις ΑΕΕΑΠ πρόσωπα, επιχειρήσεις επενδύσεων και πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία αποτελούν χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είχαν την υποχρέωση λήψης μέτρων δέουσας επιμέλειας σύμφωνα και με τον ν. 3691/2008 που ίσχυε πριν την εφαρμογή του ν. 4557/2018. Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι ΑΕΕΑΠ δεν περιλαμβάνονταν στο προηγούμενο κανονιστικό πλαίσιο του ν. 3691/2008, αφού οι μετοχές τους εισάγονται υποχρεωτικά στο Χρηματιστήριο και οι ίδιες δεν μπορούν να τις διαθέσουν στο κοινό. Το κοινό μπορεί να τις αποκτήσει -και να τις πουλήσει- μόνο μέσα από επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα. Αυτοί οι οργανισμοί είναι υπεύθυνοι για την διενέργεια ελέγχων και λήψη μέτρων δέουσας για κάθε πελάτη που τους δίνει εντολές αγοράς οποιασδήποτε εισηγμένης μετοχής, άρα και των μετοχών των ΑΕΕΑΠ.
Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι, στις λίγες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου λειτουργούν εισηγμένες εταιρίες αντίστοιχες με τις ΑΕΕΑΠ, όπως πχ στο Βέλγιο, στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι εταιρείες αυτές δεν περιλαμβάνονται στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Επιπλέον, όπως έχουμε επισημάνει και παλαιότερα, σημειώνουμε ότι η θεσμοθέτηση αυτών των υποχρεώσεων για τις ΑΕΕΑΠ έχει αναδεχθεί και στην πράξη προβληματική, καθώς οι περισσότερες από τις προβλέψεις του ν. 4557/2018 δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση των ΑΕΕΑΠ. Τούτο, διότι οι ίδιες δεν διαθέτουν τις μετοχές τους στο κοινό. Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι εισηγμένες εταιρίες δεν υπάγονται στον ν.4557/2018. Το ζήτημα μάλιστα γίνεται εντονότερο κατά την διαδικασία υποβολής εποπτικών αναφορών, σύμφωνα με το οικείο πλαίσιο, καθώς τα περισσότερα από τα πεδία του σχετικού παραρτήματος ΙΙΙ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με αριθμό 5/820/2018 που πρέπει να υποβάλλεται από τα υπόχρεα πρόσωπα δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση των ΑΕΕΑΠ. Αυτό επιβεβαιώνει το σκεπτικό μας ότι ο ενωσιακός νομοθέτης όταν κατήρτισε το πλαίσιο της AMLD4 δεν είχε σκοπό να συμπεριλάβει έναν τέτοιο τύπο εταιρίας ως υπόχρεο πρόσωπο.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω παρακαλούμε να καταργηθεί το εδάφιο ιστ’ του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 4557/2018, ώστε να αρθεί αυτή η πρόσθετη υποχρέωση που επιβλήθηκε στις ΑΕΕΑΠ με τον ν. 4557/2018, η οποία έχει και περαιτέρω επιπτώσεις καθώς κατ’ επέκταση οι ΑΕΕΑΠ καλούνται από την ΕΚ σε reporting CRS και FATCA και ενώ οι εισηγμένες εταιρείες (πολλές εκ των οποίων δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο του real estate) δεν έχουν τέτοια υποχρέωση.
Στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου που ενσωματώνει την Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 (AMLD5) θα θέλαμε να αναδείξουμε την προβληματική της ένταξης των ανώνυμων εταιριών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (στο εξής «ΑΕΕΑΠ») ως υπόχρεων προσώπων του ν. 4557/2018 και να προτείνουμε τη κατάργηση του εδαφίου ιστ΄ της παρ. 3 του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου, με το οποίο συμπεριελήφθησαν οι ΑΕΕΑΠ στην λίστα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και ως εκ τούτου κατέστην υπόχρεα πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 4557/2018.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 εδάφιο ιστ΄ του ν. 4557/2018, στον κατάλογο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αναφέρονται μεταξύ άλλων και οι «εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία», όπως οι ΑΕΕΑΠ. Η συμπερίληψη αυτή των ΑΕΕΑΠ στην έννοια των χρηματοπιστωτικών οργανισμών αναδεικνύει την λανθασμένη ερμηνεία του σχετικού εδαφίου δ της παρ. 2 του άρθρο 3 της AMLD4 και αποτελεί αδικαιολόγητη προσθήκη του εθνικού νομοθέτη.
Το άρθρο 3 παρ. 2 εδ. δ΄ της Οδηγίας αναφέρεται σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων «που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους·». Ωστόσο, οι ΑΕΕΑΠ ΔΕΝ διαθέτουν στο κοινό τις μετοχές τους. Την εργασία αυτή κάνουν τρίτα προς τις ΑΕΕΑΠ πρόσωπα, επιχειρήσεις επενδύσεων και πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία αποτελούν χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είχαν την υποχρέωση λήψης μέτρων δέουσας επιμέλειας σύμφωνα και με τον ν. 3691/2008 που ίσχυε πριν την εφαρμογή του ν. 4557/2018. Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι ΑΕΕΑΠ δεν περιλαμβάνονταν στο προηγούμενο κανονιστικό πλαίσιο του ν. 3691/2008, αφού οι μετοχές τους εισάγονται υποχρεωτικά στο Χρηματιστήριο και οι ίδιες δεν μπορούν να τις διαθέσουν στο κοινό. Το κοινό μπορεί να τις αποκτήσει -και να τις πουλήσει- μόνο μέσα από επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα. Αυτοί οι οργανισμοί είναι υπεύθυνοι για την διενέργεια ελέγχων και λήψη μέτρων δέουσας για κάθε πελάτη που τους δίνει εντολές αγοράς οποιασδήποτε εισηγμένης μετοχής, άρα και των μετοχών των ΑΕΕΑΠ.
Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι, στις λίγες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου λειτουργούν εισηγμένες εταιρίες αντίστοιχες με τις ΑΕΕΑΠ, όπως πχ στο Βέλγιο, στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι εταιρείες αυτές δεν περιλαμβάνονται στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Επιπλέον, όπως έχουμε επισημάνει και παλαιότερα, σημειώνουμε ότι η θεσμοθέτηση αυτών των υποχρεώσεων για τις ΑΕΕΑΠ έχει αναδεχθεί και στην πράξη προβληματική, καθώς οι περισσότερες από τις προβλέψεις του ν. 4557/2018 δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση των ΑΕΕΑΠ. Τούτο, διότι οι ίδιες δεν διαθέτουν τις μετοχές τους στο κοινό. Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι εισηγμένες εταιρίες δεν υπάγονται στον ν.4557/2018. Το ζήτημα μάλιστα γίνεται εντονότερο κατά την διαδικασία υποβολής εποπτικών αναφορών, σύμφωνα με το οικείο πλαίσιο, καθώς τα περισσότερα από τα πεδία του σχετικού παραρτήματος ΙΙΙ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με αριθμό 5/820/2018 που πρέπει να υποβάλλεται από τα υπόχρεα πρόσωπα δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση των ΑΕΕΑΠ. Αυτό επιβεβαιώνει το σκεπτικό μας ότι ο ενωσιακός νομοθέτης όταν κατήρτισε το πλαίσιο της AMLD4 δεν είχε σκοπό να συμπεριλάβει έναν τέτοιο τύπο εταιρίας ως υπόχρεο πρόσωπο.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω παρακαλούμε να καταργηθεί το εδάφιο ιστ’ του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 4557/2018, ώστε να αρθεί αυτή η πρόσθετη υποχρέωση που επιβλήθηκε στις ΑΕΕΑΠ με τον ν. 4557/2018, η οποία έχει και περαιτέρω επιπτώσεις καθώς κατ’ επέκταση οι ΑΕΕΑΠ καλούνται από την ΕΚ σε reporting CRS και FATCA και ενώ οι εισηγμένες εταιρείες (πολλές εκ των οποίων δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο του real estate) δεν έχουν τέτοια υποχρέωση.
Στα υπόχρεα πρόσωπα είναι σκόπιμο να ενταχθούν και οι εταιρείες πώλησης αυτοκινήτων εφόσον η αξία υπερβαίνει τα €10.000