1. Το επίδομα των απομακρυσμένων – παραμεθορίων περιοχών, όπως αυτές καθορίζονται με τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4024/2011, εξακολουθεί να καταβάλλεται στους δικαιούχους που προέβλεπε η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 30 του ίδιου ως άνω νόμου, στο ίδιο ύψος και με τις ίδιες προϋποθέσεις.
2. Με απόφαση του Διοικητή της της Α.Α.Δ.Ε. το επίδομα του παρόντος άρθρου δύναται να προσαυξάνεται, κατά περίπτωση, σε συγκεκριμένες παραμεθόριες και απομακρυσμένες υπηρεσίες, με κριτήρια ιδίως τη σπουδαιότητα των υπηρεσιών για τον έλεγχο προσώπων και εμπορευμάτων που εισέρχονται και εξέρχονται από τη χώρα, για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, τις δυσκολίες προσβασιμότητας, τα πληθυσμιακά και άλλα χαρακτηριστικά ιδίως νησιωτικών και ορεινών περιοχών. Με την ως άνω προσαύξηση το εν λόγω επίδομα δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως.
3. Η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος συνδέεται με την πραγματική άσκηση καθηκόντων στις υπηρεσίες των περιοχών αυτών. Ειδικότερα, η προσαύξηση της παρ. 2 χορηγείται υπό την προϋπόθεση της υποχρεωτικής παραμονής στην ίδια υπηρεσία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) ετών και όχι περισσότερο από έξι (6) έτη, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων, οι οποίες προβλέπουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα υποχρεωτικής παραμονής στην ίδια υπηρεσία. Σε περίπτωση παραμονής για διάστημα μικρότερο των δύο (2) ετών, τα ποσά της παρ. 2 που χορηγήθηκαν αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής δύναται να καθορίζονται ο χρόνος έναρξης των ανωτέρω προθεσμιών, οι προϋποθέσεις παράτασης του διαστήματος μέγιστης παραμονής για την κάλυψη έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών που σχετίζονται με την αδυναμία στελέχωσης των υπηρεσιών, οι όλως εξαιρετικές περιπτώσεις απρόβλεπτης ανάγκης αποχώρησης από την υπηρεσία, καθώς και περιπτώσεις μετάθεσης σε υπηρεσία ίδιας βαρύτητας ως προς την καταβολή του επιδόματος του παρόντος άρθρου, για τις οποίες τα ποσά της παρ. 2 δεν αναζητούνται ή τα ποσά που αναζητούνται περιορίζονται αναλόγως με τη διάρκεια παραμονής, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
Το εν λόγω άρθρο δεν εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίο τίθεται δηλ. την ανάγκη ενίσχυσης των παραμεθόριων υπηρεσιών λόγω της σπουδαιότητας τους, διότι παρέχει τόσο κίνητρα όσο και αντικίνητρα για τους υπαλλήλους.
Το δικαίωμα μετακίνησης των υπαλλήλων περιορίζεται έμμεσα καθότι αν μετακινηθούν πριν τη διετία θα πρέπει να επιστρέψουν τα δεδουλευμένα επιδόματα. Δεν προσδιορίζονται οι λόγοι που δικαιολογούν αυτό το περιορισμό, ο οποίος εφαρμόζεται σε όλους τους υπαλλήλους είτε έχουν θέση ευθύνης είτε όχι. Επιπρόσθετα, δεν προσδιορίζονται οι λόγοι με βάση τους οποίους θα απαλλάσσονται από την υποχρέωση επιστροφής των δεδουλευμένων επιδομάτων.
Η ρύθμιση είναι αόριστη και δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε.
ΆΡΘΡΟ 9
Στην παρ. 3 του άρθρου αναφέρει ότι το επίδομα παραμεθορίου εφόσον δεν συμπληρώσεις 2 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας, θα αναζητηθεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν, χωρίς όμως να περιγράφει επαρκώς τις εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης που οδήγησαν στην αποχώρηση από την υπηρεσία αυτή. Ο Διοικητής με αποφάσεις του θα διευκρινίζει τα θέματα αυτά.
Επίσης δεν προβλέπει την αναδρομικότητα της ρύθμισης ώστε να αποζημιωθούν οι συνάδελφοι στην παραμεθόριο που εδώ και 5 χρόνια έχει ενσωματωθεί το επίδομα παραμεθορίου αυθαίρετα με την προσωπική διαφορά.
Δεν έχει κανένα νόημα. Έτσι ιδιαίτερα τα τελωνεία δεν θα έχουν ποτέ οργάνωση και σωστή ροή εργασίας, επίσης δεν θα εμβαθύνει κάνεις στο αντικείμενο. Αντί να δίνεται κίνητρο για αυτές τις περιοχές προωθείται η τιμωρία…
Αποτελεί, τουλάχιστον, τιμωρητικό, εκβιαστικό και εκφοβιστικό όρο η παρ. 3 του συγκεκριμένου άρθρου. Ο υπάλληλος που θα υπηρετήσει σε απομακρυσμένες – παραμεθόριες περιοχές ουσιαστικά εκβιάζεται να μην αλλάξει τόπο υπηρεσίας, ειδαλλως θα πρέπει να επιστρέψει επίδομα που έχει εργαστεί, έχει χρειαστεί (πχ για τη μετακίνηση του σε δυσπρόσιτα και επικίνδυνα σημεία) και που στην τελική αποτέλεσε ουσιαστικό κίνητρο για να εργαστεί εκεί, καθώς μην ξεχνάμε ότι για παράδειγμα ένας νεοεισερχόμενος με πτυχίο ΠΕ στην υπηρεσία που διορίζεται σε παραμεθόριο περιοχή αμείβεται με βασικό μισθό περί τα 730 ευρώ καθαρά συν το επίδομα!
Αντί λοιπόν το νομοσχέδιο να καθορίζει σαφώς όρους και δικλείδες που διασφαλίζουν την «πραγματική άσκηση καθηκόντων» (διότι υποθέτουμε ότι αυτό είναι το ζήτούμενο) και να παρέχει θετικά κίνητρα για τον υπάλληλο ώστε να επιδιώκει να παραμείνει και πέραν της διετίας (επίδομα, ασφαλείς συνθήκες εργασίας, παροχή ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ τεχνολογικού και λοιπού εξοπλισμού, επιπλέον μοριοδότηση για βαθμολογική/μισθολογική εξέλιξη κλπ), η διοίκηση προτιμάει να νομοθετήσει ένα μεσαιωνικού τύπου εκβιαστικό όρο με τον οποίο τιμωρεί τον υπάλληλο στην περίπτωση που επιδιώξει για οποιοδήποτε λόγο (οικονομικό, οικογενειακό, προσωπικό) να μετατεθεί.
Χρήζει περαίτερω εξήγησης ο λόγος που, εν έτει 2020, υπάρχει ένας τέτοιος τιμωρητικός και άδικος όρος για υπαλλήλους που στις περισσότερες περιπτώσεις εργάζονται σε δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας.
Για τους Τελωνειακούς Υπαλλήλους που φέρουν οπλισμό κατά την άσκηση των καθηκόντων τους θα έπρεπε να προβλέπεται κάποιο επίδομα, όπως συμβαίνει σε όλα τα στελέχη των Διωκτικών Αρχών. Ακόμη λόγω του ότι οι Τελωνειακοί εκτελούμε υπηρεσία ένστολοι/ες θα έπρεπε να προβλέπεται επίδομα στολής, αναφέρω ότι ένα ζευγάρι επωμίδες στοιχίζει πάνω από 30,00€ ενώ μια φόρμα εργασίας (παντελόνι & jacket) στοιχίζει κατά μέσο όρο από 80,00€ έως 100,00€. Παράδειγμα, το επιδομα στολής για τους Σωφρονιστικούς Υπαλλήλους ανέρχεται στα 120,00€ ενώ στο ΕΚΑΒ 500,00€ ανα έτος.
ας μας ανακοινώσουν σε ποιες περιοχές αναφέρεται η νομοθεσία και ποια ποσά θα δοθούν σε κάθε περιοχή
Η παρ. 3 του άρθρου εκτός από αντιφατική δύναται να καταστεί και καταχρηστική. Ξεκινά διατυπώνοντας σαφώς τη βάση πάνω στην οποία παρέχεται το εν λόγω επίδομα («Η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος συνδέεται με την πραγματική άσκηση καθηκόντων στις υπηρεσίες των περιοχών αυτών»). Επισημαίνεται η λέξη «πραγματική». Πώς λοιπόν είναι δυνατόν από τη στιγμή που ένας υπάλληλος παρέχει «πραγματικά» αυτήν την υπηρεσία π.χ. για διάστημα 20 μηνών και έχει εκτεθεί στις επικίνδυνες και δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στις περιοχές αυτές να του ζητείται να βρει και να επιστρέψει αναδρομικά πολλές χιλιάδες ευρώ (που μπορεί να φτάσουν κατά μέγιστο τις 11.500 ευρώ – 500 ευρώ * 23 μήνες); Αυτό είναι ακόμα περισσότερο άδικο αν σκεφτεί κανείς ότι μπορεί να συντρέχουν π.χ. λόγοι οικογενειακής ανάγκης ή ιατρικής φροντίδας ή απειλών κατά της ζωής από λαθρεμπόρους και αναγκάζεται ο υπάλληλος να μετακομίσει. Θα περιγράφονται και θα καλύπτονται όλες οι «όλως εξαιρετικές περιπτώσεις απρόβλεπτης ανάγκης»;
Επιπλέον, από τη στιγμή που το εν λόγω επίδομα πέραν του ρόλου της αποζημίωσης για τις επικίνδυνες και δύσκολες συνθήκες εργασίας προβάλλεται και ως οικονομικό κίνητρο για την αντιμετώπιση της αδυναμίας στελέχωσης αυτών των περιοχών, το καθεστώς φόβου περί της αδυναμίας συμπλήρωσης της διετίας για οποιοδήποτε λόγο λειτουργεί πολύ περισσότερο ως αντι-κίνητρο για μια τέτοια υπηρεσία.
Τέλος, πως θα διασφαλιστεί ο υπάλληλος έναντι πιθανής καταχρηστικής μετάθεσης από αυτές τις υπηρεσίες σε υπηρεσίες «μη ίδιας» βαρύτητας πριν τη συμπλήρωση της διετίας ώστε να του στερείται η καταβολή του συνόλου του επιδόματος για την σημαντική και επικίνδυνη υπηρεσία που παρείχε;
Σε κάθε περίπτωση, χρήζει εξήγησης ο σκόπος που εξυπηρετεί ένας τόσο περιοριστικός και άδικος όρος.