Αρχική Μέτρα επιτάχυνσης και εξορθολογισμού της διοικητικής δίκηςΆρθρο 11 – Εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή σε διαφορές ουσίαςΣχόλιο του χρήστη Θεόδωρος Ασημακόπουλος Πρόεδρος Εφετών ΔΔ, Ηλίας Κοντοζαμάνης Πρόεδρος Εφετών ΔΔ, Μαρία Κόκοτα Πρόεδρος Εφετών ΔΔ, Δημήτριος Νικολόπουλος Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ, Σεβαστή Μελετλίδου Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ, Μαρία Λαζαρίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ. | 21 Οκτωβρίου 2016, 10:35
Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει σαφής στόχευση τόσο της πολιτικής ηγεσίας, όσο και της φυσικής ηγεσίας της Δικαιοσύνης στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης, η οποία έχει απαλείψει σε μεγάλο βαθμό αρκετούς από τους ανασχετικούς της ταχύτητας της δίκης παράγοντες (μείωση κενών οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών, βελτίωση μηχανοργάνωσης, υλοποίηση του έργου του ΟΣΔΔΥ ΔΔ κλπ). Η προσπάθεια αυτή έχει αποδώσει ορατά και μετρήσιμα πλέον αποτελέσματα και έχει συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας ραγδαία βελτιούμενης δυναμικής. Στα πλαίσια αυτά, στις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (υποθέσεις ουσίας), τόσο ο τρόπος προσδιορισμού όσο και ο τρόπος εκδίκασης (στο πλαίσιο του ΚΔΔ) εντείνονται, σύμφωνα και με τη βούληση του νομοθέτη, προς την κατεύθυνση του αντίστοιχου προσδιορισμού και εκδίκασης που εφαρμόζονται στην πολιτική δίκη. Ενδεικτικά αναφέρονται: α) το άρθρο 127Α του ΚΔΔ που προστέθηκε με τα άρθρα 60 και 113 του ν.4055/2012, β) το άρθρο 933 παρ.2 του Κ. Πολ. Δ, σύμφωνα με το οποίο η συζήτηση των ανακοπών που αφορούν στην εκτέλεση κατά του Δημοσίου, προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεσή της, γ) τα ασφαλιστικά μέτρα του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 τα οποία κατατίθενται από τη ΔΟΥ με σκοπό τη διασφάλιση συμφερόντων του Δημοσίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όλο το σύστημα προσδιορισμού στις υποθέσεις ουσίας προσεγγίζει το αντίστοιχο σύστημα της πολιτικής δίκης και απομακρύνεται από το ισχύον σύστημα της ακυρωτικής δίκης. Με την εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις υποθέσεις ουσίας σκοπείται η επιτάχυνση της δίκης δια της εισαγωγής ενός θεσμού που θα οδηγήσει όμως στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι οι αναβολές στις δίκες των υποθέσεων ουσίας έχουν, κατά κανόνα, περιοριστεί μετά την εφαρμογή του άρθρου 135 παρ.3 του ΚΔΔ που δίνει το δικαίωμα στον διάδικο για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσής του μία μόνο φορά και για πολύ σοβαρό λόγο, ενώ και οι αναβολές για την προσκόμιση διοικητικού φακέλου, όπου προκύψει η περίπτωση αυτή, γίνονται σχεδόν αμέσως με κοινοποίηση του οικείου πρακτικού στη δημόσια αρχή (το ποσοστό αυτό των αναβολών έχει ήδη προεκτιμηθεί από τον διευθύνοντα το Δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό ώστε να μην επιδρά στη χρέωση και παρεπομένως την παραγωγικότητα των Δικαστικών Λειτουργών). Επομένως, καθίσταται εναργές ότι η νέα διάταξη που θεσπίζει το θεσμό του εισηγητή δικαστή στις δίκες ουσίας δεν θα μπορέσει εύκολα να εφαρμοστεί στην πράξη, ενώ ο εισηγητής δικαστής της υποθέσεως αναλαμβάνει την πρόσθετη επιβάρυνση να μεριμνά για τη συγκρότηση του φακέλου της υποθέσεως σε έγκαιρο χρόνο, προκειμένου να διαθέτει τη χρονική δυνατότητα να μελετήσει το φάκελο και να συντάξει την εισήγησή του, αν τίθεται σ’ αυτή ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο. Διαφορετικά, αν δεν έχει διαβιβασθεί ο φάκελος σε εύλογο χρόνο πριν από τη δικάσιμο, τότε δεν μπορούν να ασκηθούν τα καθήκοντα του εισηγητή δικαστή, με συνέπεια ο τελευταίος να μην δύναται να συντάξει εισήγηση και να δημιουργείται ένας λόγος αναβολής εκ μέρους του διαδίκου ή να ζητούνται αναβολές της υποθέσεως αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο εκ του λόγου αυτού και να επέλθει επιβράδυνση αντί επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Περαιτέρω, με τη διάταξη άρθρου 139Α του ΚΔΔ υπάρχει πάντα η δυνατότητα συμπλήρωσης των τυπικών παραλείψεων με σχετική ειδοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου ή διαδίκου. Η θέσπιση του θεσμού του Εισηγητή Δικαστή στη διοικητική δικαιοσύνη, πρέπει αυτονόητα να επιτυγχάνει στη δοκιμασία του ελέγχου ως προς τη συμμόρφωση με την απαίτηση για εξοικονόμηση πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών), για απλούστευση των διαδικασιών και για αναλογία της αλλαγής σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το μέτρο αυτό, όμως, αντιβαίνει σε όλα τα παραπάνω. Επιπροσθέτως, μπορεί να αναδειχθεί σε σημαντικό παράγοντα ανάσχεσης της ταχύτητας της διαδικασίας της διοικητικής δίκης για λόγους διαδικαστικούς όσο και πρακτικούς. Στο διαδικαστικό επίπεδο υποτιμάται ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων που θα καλείται να προετοιμάσει ο κάθε Δικαστικός Λειτουργός (παράλληλα με το χειρισμό των υποθέσεων που έχει χρεωθεί κατόπιν συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία αποτελεί και το κύριο δικαιοδοτικό του καθήκον), η ομαδοποίηση που το Δικαστήριο προκρίνει σε κεντρικό επίπεδο με την παρακολούθηση ή την πρόκληση ad hoc νομολογίας του ΣτΕ (με τη διαδικασία της «πρότυπης δίκης», της «δίκης πιλότου» και της διατύπωσης στοχευμένων προδικαστικών ερωτημάτων για υποθέσεις των οποίων το νομικό ζήτημα επαναλαμβάνεται) και η άσκοπη απαιτούμενη εργασία των εισηγητών δικαστών και της Διοίκησης για την προετοιμασία υποθέσεων που δεν θα υποστηριχθούν από τους διαδίκους ακριβώς εξαιτίας της παραπάνω νομολογίας. Στο πρακτικό επίπεδο υποτιμάται η πολυπλοκότητα της διαδοχικής μεταχρέωσης σε πλειάδα εισηγητών, δεδομένου του μεγέθους των Δικαστηρίων, των εσωτερικών μετακινήσεων σε τμήματα με ίδιο ή άλλο αντικείμενο, αλλά και των αθρόων μετακινήσεων Δικαστικών Λειτουργών προς άλλα Δικαστήρια στις περιπτώσεις προαγωγών ή μεταθέσεων. Τα παραπάνω φαινόμενα απασχολούν και τα περιφερειακά Δικαστήρια όπου ο αριθμός Τμημάτων και των Δικαστικών Λειτουργών είναι μικρότερος, η κινητικότητα όμως είναι εκθετικά μεγαλύτερη. Η εφαρμογή του θεσμού του «εισηγητή – Δικαστή» στις υποθέσεις ουσίας, με τα δεδομένα αυτά, θα καθιστούσε το θεσμό ανενεργό χωρίς να προσφέρεται κάποια αξιόλογη ωφέλεια, την ίδια στιγμή που ο ρόλος της εισήγησης περιορίζεται δραστικά και στην ακυρωτική διαδικασία. Αυτός ήταν και ο λόγος που αντίστοιχες διατάξεις του π.δ/τος 341/1978, οι οποίες είχαν θεσπιστεί σε εποχή με απλούστερες δομές (λιγότερα Δικαστήρια και υπηρετούντες Δικαστικοί Λειτουργοί) και πολύ λιγότερα αντικείμενα, έμειναν ανεφάρμοστες εξαιτίας πρακτικών λόγων πολύ μικρότερης, κατά την εποχή εκείνη, οξύτητας. Τέλος, ο θεσμός του εισηγητή Δικαστή στα πλαίσια της εν γένει στόχευσης του συγκεκριμένου νομοθετήματος θα μπορούσε να έχει κάποια στοιχειώδη εφαρμογή μόνο στο στάδιο ορισμού του εισηγητή μετά από τον προσδιορισμό της υποθέσεως στο τμήμα, οπότε η υπόθεση θα είναι πιο ώριμη για εκδίκαση. Οι Πρόεδροι των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης: του Διοικητικού Εφετείου Αθήνας Θεόδωρος Ασημακόπουλος,Πρόεδρος Εφετών ΔΔ του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης Ηλίας Κοντοζαμάνης,Πρόεδρος Εφετών ΔΔ του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά Μαρία Κόκοτα, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας Δημήτριος Νικολόπουλος, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Σεβαστή Μελετλίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά Μαρία Λαζαρίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ