Αρχική Μέτρα επιτάχυνσης και εξορθολογισμού της διοικητικής δίκηςΆρθρο 02 – Τροποποίηση διατάξεων περί ενδίκων βοηθημάτων και μέσωνΣχόλιο του χρήστη Κ. Καρλής | 22 Οκτωβρίου 2016, 20:45
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η παρ. 1 που τροποποιεί την παρ.1 του άρθρου 41 του π. δ. 18/1989 οδηγεί σε διαφοροποίηση του χρόνου έναρξης της προθεσμίας μεταξύ των παρ. 1 & 2 του άρθρου 41 του π. δ. 18/1989, ενώ με την σημερινή μορφή το σημείο αφετηρίας της προθεσμίας είναι κοινό: η κοινοποίηση της πράξης. Δυστυχώς δεν έχει δημοσιοποιηθεί αιτιολογική έκθεση και οι λόγοι εισαγωγής της διαφοροποίησης δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν. Μόνον δυσμενή αποτελέσματα είναι δυνατόν να υπάρξουν στην παροχή δικαστικής προστασίας αν κατά την δίκη κριθεί ότι ο υπάλληλος είχε λάβει γνώση της πράξης αν και δεν του κοινοποιήθηκε με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής ως εκπρόθεσμης. Είναι περίεργο που η ρύθμιση προτείνεται για προσφυγή που καθιερώνει το ίδιο το Σύνταγμα. Οι παρ. 2 & 3 διευκολύνουν το παραδεκτό αίτησης αναίρεσης και έφεσης. Η ισχύουσα μορφή των διατάξεων είναι ήδη προβληματική δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ή να μπορεί να βρει αν υπάρχει νομολογία για το ίδιο ζήτημα ιδίως μάλιστα αν είναι πρόσφατη με δεδομένο ότι στον νομικό τύπο αλλά και τις βάσεις νομολογίας κατά κανόνα δημοσιεύονται οι πιο σημαντικές αποφάσεις και μάλιστα με καθυστέρηση. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο στην περίπτωση αντίθεσης με άλλη ανέκκλητη απόφαση η ύπαρξη της οποίας κατά τον χρόνο άσκησης γίνεται δύσκολα γνωστή και η προσκόμιση της μαζί με το ένδικο μέσο είναι μάλλον αδύνατη. Με δεδομένο μάλιστα ότι η έλλειψη νομολογίας ή η αντίθεση στην νομολογία πρέπει να συντρέχουν κατά τον χρόνο άσκησης η γνώση ύπαρξης νομολογίας ή μη είναι εξαιρετικά δυσχερής. Άλλωστε και το ίδιο το ΣτΕ έχει κρίνει ότι είναι δυνατόν να μεταβάλει νομολογία (αποφάσεις 737-739/2015 και 2475/2015). Παράλληλα θα πρέπει να εκτιμηθεί και η αποτελεσματικότητα της διάταξης όπως ισχύει σήμερα διότι ενδεχομένως ο χρόνος απασχόλησης του δικαστηρίου προκειμένου να απορρίψει αιτήσεις αναιρέσεως και εφέσεις ως απαράδεκτες να είναι ίσος ή και μεγαλύτερος από τον χρόνο που θα ήταν αναγκαίος για να τις απορρίψει ως αβάσιμες. Εάν διατηρηθεί η διάταξη, τότε θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να αίρεται το απαράδεκτο όχι μόνον όταν η αντίθετη απόφαση έρχεται σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία και ευθύνη του διαδίκου αλλά και όταν αυτή περιέρχεται σε γνώση του δικαστηρίου με άλλο τρόπο (πχ άλλη αίτηση αναιρέσεως ή έφεση ή με αφορμή αίτηση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010 ή όταν έως την συζήτηση έχει μεταβληθεί η νομολογία του δικαστηρίου)