Αρχική Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόροΆρθρο 02 – Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (άρθρα 3 και 9 της οδηγίας)Σχόλιο του χρήστη Dimitrios Giannoulopoulos | 16 Φεβρουαρίου 2017, 13:01
Παρατηρήσεις σχετικά με το Σχέδιο Νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια στέρησης της ελευθερίας Υπό Δημητρίου Γιαννουλόπουλου, Επίκουρου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Brunel του Λονδίνου και Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Παρίσι Ι) Το παρόν Σχέδιο Νόμου ενσωματώνει – έστω με καθυστέρηση, αλλά σε ικανοποιητικό βαθμό – την Οδηγία 2013/48/ΕΕ για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Ο ιδιαίτερα προοδευτικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ, ήδη με τις αλλαγές που είχε επιφέρει ο Νόμος 2408/1996, έχει διευκολύνει σημαντικά τη διαδικασία υιοθέτησης των σχετικών Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες βρήκαν έρεισμα στον Οδικό Χάρτη για τα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Στο πεδίο αυτό ο Έλληνας νομοθέτης έχει επιδείξει ιδιαίτερη προνοητικότητα και πνεύμα προστασίας του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη, προσδίδοντας ξεχωριστή βαρύτητα στο θεμελιώδη ρόλο του συνηγόρου υπεράσπισης, σε περιόδους κατά τις οποίες σημαντικά ευρωπαϊκά δικονομικά συστήματα, όπως αυτά της Γαλλίας, του Βελγίου, της Σκωτίας ή της Ολλανδίας περιόριζαν το συνήγορο σε καθαρά παθητικό ρόλο κατά την αστυνομική προανάκριση, πολλές φορές μάλιστα τον απέκλειαν πλήρως από τη διαδικασία (στο θέμα αναφέρθηκα αναλυτικά κατά την εισήγηση μου στο 7ο πανελλήνιο συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων). Στο πνεύμα αυτό της ενισχυμένης προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατά την αστυνομική προανάκριση – σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον – το παρόν Σχέδιο Νόμου ορθώς αρνείται να υιοθετήσει τη δυνατότητα προσωρινής παρέκκλισης από το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο σε εξαιρετικές περιπτώσεις – πρακτική που, αντιθέτως, επιτρέπει η Οδηγία – κρίνοντας ότι ‘πρέπει να διατηρηθεί το υψηλότερο επίπεδο προστασίας που παρέχει το ελληνικό δίκαιο’. Θα ήταν, άλλωστε, παράδοξο, η ενσωμάτωση Οδηγίας που ευρύτερο σκοπό έχει την ενίσχυση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου να οδηγήσει στην πράξη σε υιοθέτηση εξαιρέσεων στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα ενός χαμηλότερου μέσου όρου κατοχύρωσης αυτών των δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κάτι τέτοιο δυστυχώς συνέβη, πιθανώς εκ παραδρομής, κατά την περίπτωση της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ που αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου, καθώς εισήχθη εξαίρεση στον έως τότε ισχύοντα στην Ελλάδα κανόνα της πλήρους πρόσβασης, όχι μόνον του κατηγορουμένου, αλλά και των λοιπών παραγόντων της δίκης, στο σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας. Ανεξάρτητα με τα ανωτέρω, εξακολουθεί να υφίσταται σημαντικό περιθώριο ώστε να επέλθουν βελτιώσεις στο παρόν Σχέδιο Νόμου. Πιο συγκεκριμένα, το Σχέδιο Νόμου θα πρέπει να προβλέψει το δικαίωμα υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο «χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» (σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της σχετικής Οδηγίας) και σε κάθε περίπτωση «προτού εξεταστούν από την αστυνομία» (άρθρο 3 παρ. 2 εδ. α΄ της Οδηγίας), όπως και το δικαίωμα «κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί» (άρθρο 3 παρ. 3 εδ. ά). Παρότι το δικαίωμα επικοινωνίας με το συνήγορο προφανώς προκύπτει από το άρθρο 100 παρ. 4 ΚΠΔ, η ενσωμάτωση των ανωτέρω διατάξεων θα μπορούσε να αποβεί αποφασιστικής σημασίας για το ελληνικό δίκαιο, από την άποψη μίας αποτελεσματικότερης εφαρμογής στην πράξη του δικαιώματος υπεράσπισης κατά την αστυνομική προανάκριση. Πρέπει, άλλωστε, να λάβουμε ως δεδομένη την αδυναμία πρόσβασης, σε πολλές περιπτώσεις, υπόπτων και κατηγορουμένων στο συνήγορό τους, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από πολυάριθμες εκθέσεις της Επιτροπής Πρόληψης Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ελλάδα. Στην έκθεσή της που δημοσιεύθηκε την 1η Μαρτίου 2016, η Επιτροπή χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «οι τυπικές προστατευτικές ρυθμίσεις [του ΚΠΔ] έναντι στην κακομεταχείριση [υπόπτων και κατηγορουμένων] (όπως το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου ως προς την κράτηση, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη) κατά κύριο λόγο δεν εφαρμόζονται στην πράξη από την πρώτη στιγμή της στέρησης της ελευθερίας αυτών των προσώπων και γενικότερα παραμένουν αναποτελεσματικές, παρά την ύπαρξη ξεκάθαρων κανόνων» (βλ. παρ. 45). Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της Οδηγίας, την πρόβλεψη δικαιώματος κατ’ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας πριν από την εξέταση από την αστυνομία επιτάσσει πλέον ρητά η ίδια η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Α.Τ. κατά Λουξεμβούργου (Αίτηση αρ. 30460/13 της 9ης Απριλίου 2015, παρ. 87), το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι απλή πρόσβαση στο συνήγορο υπεράσπισης κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης δεν επαρκεί ώστε να αποφεύγεται παραβίαση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη, παρατηρώντας ότι οι εθνικές νομοθεσίες θα πρέπει επιπροσθέτως να προβλέπουν τη δυνατότητα υπόπτων ή κατηγορουμένων να συμβουλεύονται το συνήγορό τους πριν από την έναρξη της εξέτασής τους από την αστυνομία. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο παρατήρησε στη συγκεκριμένη υπόθεση ότι: «ο δικηγόρος θα πρέπει να δύναται να συνδράμει αποτελεσματικά [στην υπεράσπιση υπόπτων ή κατηγορουμένων] στην πράξη, κατά τη διάρκεια της πρώτης εξέτασης από τον ανακριτή. Συνεπώς, η συνάντηση και επικοινωνία μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του πριν από εξέταση θα πρέπει να κατοχυρώνεται ρητά στη νομοθεσία». Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό εφαρμόζοντας το άρθρο 3 της Οδηγίας για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Είναι ξεκάθαρο επομένως ότι, για να ενσωματώσει πλήρως το άρθρο 3 της Οδηγίας, και να εναρμονιστεί με τη νομολογία του Στρασβούργου, το παρόν Σχέδιο Νόμου θα πρέπει να προβλέψει ρητώς δικαίωμα κατ’ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας, χωρίς καθυστέρηση, πριν από την εξέταση από την αστυνομία. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την οπτική γωνία μίας εξέτασης του συγκριτικού δικαίου. Χώρες όπως το Βέλγιο και η Γαλλία προβλέπουν συνάντηση συγκεκριμένης διάρκειας (30 λεπτών) πριν από την έναρξη της εξέτασης από την αστυνομία. Οι ίδιες χώρες, όπως επίσης η Ολλανδία, η Σκωτία, η Ιρλανδία, η Αγγλία και η Ουαλία προβλέπουν επίσης ότι η εξέταση του κατηγορουμένου δεν μπορεί να εκκινήσει εν τη απουσία του συνηγόρου, τουλάχιστον όχι προτού παρέλθει συγκεκριμένη χρονική προθεσμία (στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία προβλέπεται π.χ. προθεσμία 2 ωρών). Οι διατάξεις αυτές εισήχθησαν στα εθνικά τους δίκαια κατά τη διαδικασίας υιοθέτησης της νομολογίας Salduz του Στρασβούργου [βλ. αναλυτικά τη μελέτη μου ‘Strasbourg Jurisprudence, Law Reform and Comparative Law: A Tale of the Right to Custodial Legal Assistance in Five Countries’ (2016) Human Rights Law Review 103 – 129]. Παρόμοια πρόβλεψη στον ΚΠΔ θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό εχέγγυο αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο κατά την αστυνομική προανάκριση. Περαιτέρω, το άρθρο 4 του Σχεδίου Νόμου – που προσθέτει άρθρο 99Β στον ΚΠΔ – προβλέπει ότι «ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει να ενημερωθεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για τη στέρηση της ελευθερίας του ένα πρόσωπο της επιλογής του», ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 της Οδηγίας θα έπρεπε να προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει να ενημερωθεί «τουλάχιστον ένα πρόσωπο» της επιλογής του (όπως προβλέπει αντίστοιχα το νέο άρθρο 99Γ σε σχέση με το δικαίωμα επικοινωνίας με «ένα τουλάχιστον τρίτο πρόσωπο»). Φαινομενικά πρόκειται για ασήμαντη διαφορά, η τωρινή διατύπωση, ωστόσο, θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει τις αστυνομικές αρχές να αποκλείουν σε κάθε περίπτωση την ενημέρωση περισσοτέρων του ενός προσώπου. Τέλος, σχετικά με τα δύο ανωτέρω δικαιώματα, δηλαδή το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου και το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη διαβούλευση σχετικά με το αν οι περιορισμοί που προβλέπονται – με σκοπό πιο συγκεκριμένα «να αποτραπεί άμεσος κίνδυνος» – βρίσκονται σε συμφωνία με την ισχύουσα πρακτική στο ελληνικό δίκαιο και το γενικότερο πνεύμα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπόπτων και κατηγορουμένων που διαπνέει τον ΚΠΔ εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Πολύ σημαντικές είναι και οι διατάξεις που αφορούν το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παραιτηθεί από το διορισμό συνηγόρου, δεδομένου του μεγέθους του προβλήματος στην ελληνική πρακτική. Αντί υποσημείωσης, θα πρέπει να υπογραμμισθεί στο σημείο αυτό ότι αντικείμενο σοβαρής κριτικής μπορεί να αποτελέσει η εξαιρετικά μικρή περίοδος κατά την οποία το συγκεκριμένο Σχέδιο Νόμου τέθηκε προς διαβούλευση, η οποία δεν υπερέβη τις επτά ημέρες, καθιστώντας ουσιαστικά αδύνατη τη συμμετοχή αρμόδιων φορέων αλλά και του ευρύτερου κοινού. Με εκτίμηση, Δημήτριος Γιαννουλόπουλος Dr Dimitrios Giannoulopoulos College Associate Dean & Senior Lecturer in Law, Brunel University London Director, Britain in Europe think tank Academic Fellow of the Honourable Society of the Inner Temple Brunel University London Elliott Jaques Building, Brunel University London, Uxbridge, UB8 3PH, United Kingdom