Αρχική Νομική Αναγνώριση της Ταυτότητας Φύλου- Εθνικός Μηχανισμός Παρακολούθησης και Αξιολόγησης του Σχεδίου Δράσης για τα Δικαιώματα του ΠαιδιούΆρθρο 01 – Δικαιώματα του προσώπουΣχόλιο του χρήστη Βασίλης Σωτηρόπουλος | 6 Μαΐου 2017, 20:56
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Έχοντας χειριστεί ως πληρεξούσιος δικηγόρος μια σειρά υποθέσεων που αφορούν την ληξιαρχική μεταβολή του φύλου, εκπροσωπώντας κυρίως άτομα που δεν έχουν υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις επαναπροσδιορισμού φύλου στα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης, καταγράφω ορισμένες πρακτικές παρατηρήσεις στο προς διαβούλευση νομοσχέδιο. Το νομοσχέδιο αφορά μόνο την αστική κατάσταση (civil status) του ατόμου ως προς την ταυτότητα φύλου, δηλαδή την σχέση κράτους - πολίτη ως προς το συγκεκριμένο στοιχείο ληξιαρχικής, δημοτολογικής, στρατολογικής και αστυνομικής ταυτοποίησης. Είναι λοιπόν ένα νομοσχέδιο στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου που ρυθμίζει, κατά κύριο λόγο, τις προϋποθέσεις για την ληξιαρχική μεταβολή του φύλου. Δεν είναι ένα ολοκληρωμένο νομοσχέδιο για την νομική προστασία των ατόμων λόγω της ταυτότητας φύλου τους, γεγονός που θα προϋπέθετε και άλλες διατάξεις περί ίσης μεταχείρισης (στον Ν.4446/2016) και πρόσθετων διαδικασιών για το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Το πρώτο δημόσιο έγγραφο στο οποίο καταχωρίζεται το φύλο του ατόμου είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης. Με βάση τη ληξιαρχική πράξη γέννησης ακολουθούν όλες οι υπόλοιπες εγγραφές, όπως είναι το δημοτολόγιο και το μητρώο αρρένων (μόνο για τους άνδρες, καθώς συνδέεται αποκλειστικά με την στρατολογική υποχρέωση), αλλά και όλες οι υπόλοιπες εγγραφές όπως οι αστυνομικές ταυτότητες, οι εκλογικοί κατάλογοι, τα αρχεία του εκπαιδευτικού συστήματος, των φορολογικών υπηρεσιών, της κοινωνικής πρόνοιας. Ένα νομοσχέδιο λοιπόν που προβλέπει δυνατότητες μεταβολής της ληξιαρχικής πράξης πρέπει να μεριμνά με λεπτομέρεια και για όλα τα υπόλοιπα νομοθετήματα που υποδέχονται τα δεδομένα των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης. Αλλιώς, θα έπρεπε να περιοριστεί μόνο στην τροποποίηση του Ν.344/1976 περί ληξιαρχείων. Περαιτέρω, βέβαια, το νομοσχέδιο αφορά και τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, καθώς τα άτομα μεταξύ τους οφείλουν να σέβονται την μεταβολή των στοιχείων του φύλου και του ονοματεπωνύμου. Ο σεβασμός αυτός δεν αφορά μόνο τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, αλλά και την επίσημη χρήση των μεταβληθέντων στοιχείων του ονοματετωνύμου και του φύλου και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών: οι δικαιοπραξίες (συμβάσεις, δηλώσεις βούλησης κ.τ.λ.) πρέπει όλες να εναρμονίζονται με το επίσημο ονοματεπώνυμο κατόπιν της σχετικής μεταβολής λόγω ταυτότητας φύλου. Παράλληλα, αυτό συνεπάγεται και περαιτέρω περιορισμούς λόγω του φύλου στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπου αυτοί προβλέπονται νόμιμα π.χ. στο οικογενειακό δίκαιο, αλλά και στο εργατικό δίκαιο. Επομένως ένα νομοθέτημα για την αστική κατάσταση σε σχέση με την ταυτότητα φύλου αφορά ευθέως το δημόσιο δίκαιο και τα ατομικά δικαιώματα έναντι του κράτους, αλλά έχει άμεσες αντανακλάσεις και στο ιδιωτικό, κλασικό αστικό δίκαιο, το δίκαιο της προσωπικότητας, το δίκαιο των συμβάσεων κ.τ.λ. Ποια είναι η πραγματικότητα σήμερα Για να αλλάξει το ονοματεπώνυμο και το φύλο στα επίσημα έγγραφα του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει πρώτα να μεταβληθεί η σχετική εγγραφή στην ληξιαρχική πράξη γέννησης του ατόμου. Οι μεταβολές των ληξιαρχικών πράξεων προβλέπονται στον Ν.344/1976, ο οποίος προβλέπει τρεις κύριες κατηγορίες διορθώσεων. 1) Διόρθωση σφαλμάτων εκ παραδρομής Η απλή περίπτωση που αφορά τα ορθογραφικά κ.τ.λ. λάθη και η οποία γίνεται από τον ληξίαρχο με ή χωρίς την εντολή του εισαγγελέα. Σε αυτή την περίπτωση, το ενδιαφερόμενο άτομο υποβάλει μια αίτηση στην/στον εισαγγελέα και εκείνη/-ος εκδίδει μια εισαγγελική εντολή προς την/τον ληξίαρχο για την μεταβολή. Στην περίπτωση μεταβολής του θρησκεύματος ή μη περαιτέρω αναπαραγωγής του στα αντίγραφα των ληξιαρχικών πράξεων, αρκεί απλό αίτημα του ατόμου στο ληξιαρχείο. Ο/η ληξίαρχος καταγράφει στο βιβλίο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης την μεταβολή του αιτήματος, χωρίς όμως να διαγράφεται το αρχικό θρήσκευμα. Το βιβλίο του ληξιαρχείου καταγράφει όλες τις μεταβολές των στοιχείων στην πορεία της ζωής του ατόμου και δεν διαγράφει καμία προηγούμενη κατάσταση, αλλά τα αντίγραφα των ληξιαρχικών πράξεων που εκτυπώνονται αποτυπώνουν μόνο την ισχύουσα κάθε φορά κατάσταση των στοιχείων του ατόμου, χωρίς να παρουσιάζεται το “ιστορικό” των μεταβολών. Εάν δηλαδή ένα άτομο μεταβάλει το θρήσκευμά του, στο βιβλίο του ληξιαρχείου θα καταγραφεί η μεταβολή, αλλά στο αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης που θα πάρει το άτομο και κάθε ενδιαφερόμενος θα αναγράφεται μόνο το τελευταίο θρήσκευμα (εκτός αν έχει ζητηθεί μη αναγραφή θρησκεύματος, οπότε στα αντίγραφα δεν θα αναγράφεται θρήσκευμα, αλλά αυτά θα παραμένουν στο ιστορικό των μεταβολών του ληξιαρχικού βιβλίου). 2) Μεταβολή επωνύμου με απόφαση Δημάρχου Να σημειωθεί ότι η μεταβολή του επωνύμου, για συγκεκριμένους λόγους που προβλέπονται από υπουργική απόφαση και από την διοικητική πρακτική και τη νομολογία πραγματοποιείται χωρίς δικαστική απόφαση με απόφαση Δημάρχου (μετά τον Καλλικράτη -Ν.3852/2010, ενώ πριν από αυτόν τον νόμο, η αρμοδιότητα ανήκε στους Νομάρχες). Αυτό όμως αφορά μόνο το επώνυμο, όχι το κύριο όνομα και το φύλο. [βλ. Άρθρο μόνο του ν.δ. 2573/1953 (ΦΕΚ 241 Α' “Αλλαγή επωνύμου και πρόσληψη επωνύμου, πατρωνύμου, μητρωνύμου”, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την παρ. 9 του άρθρου 9 του Ν.2307/1995 (113 Α'), σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 1Α του άρθρου 282 του Ν.3851/2010 (Πρόγραμμα “Καλλικράτης”). Με το άρθρο 94 παρ. 6 του ν.3852/2010 που τροποποίησε το άρθρο 75 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, η αρμοδιότητα της πρόσληψης και αλλαγής επωνύμου μεταφέρθηκε στους Δήμους.] Επομένως, δεν υπάρχει κάποιο “μονοπώλιο” για μεταβολή ληξιαρχικών στοιχείων δια της δικαστικής και μόνον οδού. Διοικητικά γίνεται και η αλλαγή για το θρήσκευμα. 3) Διόρθωση ουσιαστικών μεταβολών Η άλλη περίπτωση που αφορά ουσιαστικές μεταβολές στοιχείων, όπως είναι το κύριο όνομα και το φύλο, γίνεται μέσω της δικαστικής οδού: το ενδιαφερόμενο άτομο, εκπροσωπούμενο υποχρεωτικά από πληρεξούσιο δικηγόρο, υποβάλει στην γραμματεία του Ειρηνοδικείου αίτημα για να “βεβαιώσει” το Δικαστήριο ότι επήλθε μεταβολή σε κάποιο από τα στοιχεία της ληξιαρχικής πράξης. Με την κατάθεση της αίτησης, ο δικηγόρος προσκομίζει υποχρεωτικά στην γραμματεία του Δικαστηρίου υποχρεωτικά και Γραμμάτιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ποσού 110,36 ευρώ. Το Ειρηνοδικείο πρέπει να είναι αυτό της περιφέρειας του ληξιαρχείου στο οποίο καταγράφηκε η γέννηση. Πιο πρόσφατα έχει γίνει δεκτό ότι μπορεί να είναι και το Ειρηνοδικείο του τόπου κατοικίας του ατόμου, αλλά αυτό δεν το αναφέρει ο νόμος: το έχουν δεχτεί οι δικαστές λόγω της ελαστικότητας της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ο/η Ειρηνοδίκης προσδιορίζει την ημερομηνία της δικασίμου, κατά την οποία διεξάγεται η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και επίσης ορίζει τον αριθμό των ημερών προ της δικασίμου, κατά την οποία το ενδιαφερόμενο άτομο οφείλει να κοινοποιήσει την αίτησή του στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Το κόστος για την επίδοση της αίτησης στην Εισαγγελία ειναι 43 ευρώ. Κατά την διαδικασία της “εκούσιας δικαιοδοσίας”, η Εισαγγελία πρέπει να είναι ενήμερη για τις υποθέσεις που εκδικάζονται στο Δικαστήριο, ώστε η/ο Εισαγγελέας να παρέμβει εάν κρίνει ότι θίγεται κάποιο ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξεως. Κατά την συζήτηση της υπόθεσης κατατίθεται ο φάκελος με τις προτάσεις και τα σχετικά έγγραφα και εάν σε αυτά δεν περιλαμβάνεται η έκθεση επίδοσης της αίτησης προς την/τον Εισαγγελέα, μια έκθεση που συντάσσει η/ο δικαστικός επιμελητής που θα πραγματοποιήσει την επίδοση, τότε το Δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα ως απαράδεκτο. Στη συνέχεια, διεξάγεται η δίκη, στην οποία το Δικαστήριο εξετάζει και μάρτυρα ως προς τα πραγματικά περιστατικά και κατατίθεται φάκελος με δικόγραφο προτάσεων που έχει συντάξει ο πληρεξούσιος δικηγόρος και παρουσιάζονται τα προσκομιζόμενα στο Δικαστήριο σχετικά έγγραφα. Για την περίπτωση της μεταβολής της εγγραφής φύλου, ο νόμος δεν αναφέρει ποια είναι τα δικαιολογητικά που απαιτούνται με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ζητάει το ίδιο ό,τι θέλει, αν δεν είναι ικανοποιημένο από όσα του προσκομίσει ο πληρεξούσιος δικηγόρος. Το σίγουρο είναι ότι ο πληρεξούσιος οφείλει να προσκομίσει γραμμάτιο του δικηγορικού συλλόγου για την παράσταση του ενώπιον του δικαστηρίου (ποσού 110,36 ευρώ) και γραμμάτιο για την κατάθεση του δικογράφου των προτάσεων (ποσού 97,96 ευρώ) Οι Δικαστές δικάζουν τις αιτήσεις για μεταβολή ονοματεπωνύμου και φύλου εφαρμόζοντας πρακτικά ένα άρθρο, δηλαδή το άρθρο 13 του Ν.344/1976 που αναφέρει ότι “προς διόρθωση ληξιαρχικής πράξης απαιτείται τελεσίδικος δικαστική απόφαση” (δηλ. απόφαση που δεν προσβάλλεται με έφεση), σε συνδυασμό με το άρθρο 14 που αναφέρει ότι η μεταβολή μπορεί να αφορά την “αλλαγή φύλου”. Ο νόμος δεν δίνει καμία άλλη κατεύθυνση τους Δικαστές για την ερμηνεία του όρου “αλλαγή φύλου”. Κατ’ αποτέλεσμα, οι Δικαστές αναζητούν το νόημα του όρου αυτού στην ιατρική επιστήμη και φυσικά στην σχετική ανάλυση για τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Γι’ αυτό στις αποφάσεις τους συχνά αναφέρουν ως νομική βάση και το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και στην συμμετοχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας χωρίς να θίγει τα δικαιώματα των άλλων, το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη. Μέχρι πρόσφατα, η αντίληψη ήταν ότι “αλλαγή φύλου” σημαίνει χειρουργικές επεμβάσεις επαναπροσδιορισμού γεννητικών οργάνων (κολποπλαστική, φαλλοπλαστική, κλειτοριδοπλαστική κ.τ.λ.) και άλλων μερών του σώματος (αφαίρεση ή προσθετική στήθους) και ορμονική θεραπεία για την εμφάνιση δευτερογενών χαρακτηριστικών φύλου (τριχοφυία κ.τ.λ.), ενώ η συμβολή της ψυχιατρικής επιστήμης ήταν καθοριστική για να διαπιστώνεται ότι το άτομο παρουσιάζει “διαταραχή ταυτότητας φύλου” και ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ψυχοπαθολογίας που πιθανώς να του προκαλούν σύγχυση ως προς το φύλο του. Η αντίληψη αυτή των δικαστών στα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης άλλαξε τα δύο τελευταία έτη. Με αποφάσεις τους το 2016 και το 2017, οι δικαστές ακολούθησαν έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης με τα οποία αναφέρεται ότι η αλλαγή των στοιχείων ταυτότητας για λόγους νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου δεν πρέπει να έχει ως προϋπόθεση ιατρικές επεμβάσεις. Σε έγγραφο του Συμβουλίου της Ε.Ε. κρίθηκε μάλιστα ότι η υποχρεωτική στείρωση είναι αντίθετη και σε άρθρα περί ισότητας και απαγόρευσης διακρίσεων του Διεθνούς Συμφώνου των Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΔΣΑΠ) που έχει κυρώσει και η Ελλάδα. Έτσι στην πρώτη απόφαση αυτής της κατηγορίας αποφάσεων, την 418/2016 του Ειρηνοδικείου Αθηνών κρίθηκε ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (σεβασμός ιδιωτικής ζωής), αλλά και τα άρθρα 2 και 26 ΔΣΑΠΔ δεν απαιτείται αφαίρεση γεννητικών οργάνων για να βεβαιωθεί η μεταβολή φύλου από θήλυ σε άρρεν. Ακολούθησαν κι άλλες αποφάσεις με πιο σημαντική την 1572/2016 του Ειρηνοδικείου Αθηνών που δίνει τον ορισμό της ταυτότητας φύλου και η οποία δέχεται ότι και η ορμονική θεραπεία αποτελεί υπερβολική προϋπόθεση. Το 2017 εκδόθηκαν και οι πρώτες αποφάσεις, με το ίδιο σκεπτικό, για την αντίστροφη πορεία: από άρρεν σε θήλυ, χωρίς αφαίρεση γεννητικών οργάνων. Οι αποφάσεις αυτές είναι τελεσίδικες και τα άτομα που αφορούν έχουν ολοκληρώσει την διαδικασία και έχουν λάβει νέες αστυνομικές ταυτότητες. Μετά την έκδοση της απόφασης του Ειρηνοδικείου, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να αναμένει την καθαρογραφή της από την γραμματεία του Δικαστηρίου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι Ειρηνοδίκες, τουλάχιστον στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, δεν δίνουν τελικό κείμενο της δικαστικής απόφασης, αλλά ένα χειρόγραφο “σχέδιο” με το σκεπτικό και το διατακτικό τους. Ο δικηγόρος λαμβάνει το σχέδιο αυτό και, λόγω έλλειψης πόρων της γραμματείας, αναλαμβάνει ο ίδιος με σχετικές οδηγίες να καθαρογράψει την απόφαση, την οποία πρέπει να αφήσει στη συνέχεια στην γραμματεία για να υπογραφεί από τον δικαστή και τον γραμματέα. Αυτό είναι ένα χρονικό διάστημα που μπορεί να διαρκέσει ακόμη κι ένα μήνα. Στη συνέχεια, η απόφαση πρέπει να επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή στην Εισαγγελία, καθώς ο/η εισαγγελέας έχει δικαίωμα έφεσης εντός ενός (1) μήνα και καθώς στο ληξιαρχείο η μεταβολή γίνεται μόνο με “τελεσίδικη” δικαστική απόφαση (δηλαδή απόφαση που δεν προσβάλλεται με έφεση). Το κόστος και γι’ αυτή την επίδοση ειναι 43 ευρώ. Μετά την άπρακτη τυχόν παρέλευση του μήνα, ο πληρεξούσιος δικηγορος υποβάλει αίτημα στην γραμματεία του δικαστηρίου για να λάβει πιστοποιητικό ότι δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα κατά της απόφασης. Μετά από λίγες ημέρες λαμβάνει επικυρωμένο αντίγραφο του πιστοποιητικού, με την σχετική χαρτοσήμανση. Μαζί με το πιστοποιητικό και την έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ζητά από το αρμόδιο ληξιαρχείο την σχετική διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης. Η μεταβολή αναγράφεται στο βιβλίο του ληξιαρχείου και στο άτομο δίνεται αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης που αναφέρει την μεταβολή λόγω της δικαστικής απόφασης. Από εκεί και πέρα, όλα τα αντίγραφα της ληξιαρχικής πράξης δεν αναφέρουν πλέον την μεταβολή. Στη συνέχεια, το νέο αντίγραφο μαζί με επικυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο δημοτολόγιο του δήμου στο οποίο είναι δημότης (μπορεί να μην ταυτίζεται με το δημοτολογίο του δήμου της γέννησης: δημότης είναι το άτομο στον δήμο που ψηφίζει). Πρώτα υποβάλλεται αίτημα για μεταβολή στο μητρώο αρρένων: εάν η μεταβολή είναι από θήλυ σε άρρεν το αίτημα είναι η εγγραφή στο μητρώο αρρένων και εάν είναι από άρρεν σε θήλυ το αίτημα είναι η διαγραφή από το μητρώο αρρένων. Αλλαγές πρέπει να γίνουν επίσης και στο δημοτολόγιο, ώστε το άτομο να αναγράφεται σε όλα τα πιστοποιητικά που εκδίδονται (π.χ. οικογενειακής κατάστασης) με τα νέα του στοιχεία, όπως πρέπει να γίνει και στους εκλογικούς καταλόγους. Μόνο όταν ολοκληρωθούν και αυτές οι μεταβολές μπορεί το άτομο πλέον να πάει στο αστυνομικό τμήμα και να λάβει την νέα αστυνομική του ταυτότητα. Σημειωτέον ότι ήδη η στρατολογία έχει ήδη καλέσει διεμφυλικούς άνδρες (που έχουν ολοκληρώσει την μεταβολή των εγγράφων από θήλυ σε άρρεν) για να παρουσιαστούν ώστε να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τους. Το σχετικό προεδρικό διάταγμα ορίζει την διαταραχή ταυτότητας φύλου ως λόγο για νόμιμη απαλλαγή από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις (Ι5), αλλά αυτό είναι κάτι που αφορά την κλασική διαδικασία όσων έχουν δικαίωμα νόμιμης απαλλαγής για ψυχιατρικούς λόγους. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιος αυτοματισμός: οι διεμφυλικοί άνδρες πρέπει να περάσουν από την διαδικασία του φρουραρχείου και της παραπομπής σε εξέταση. Ποιες αλλαγές έρχονται με το νομοσχέδιο - άρθρο προς άρθρο παρατηρήσεις Άρθρο 1 – Δικαιώματα του προσώπου Στο πρώτο άρθρο αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο ότι στοιχείο της προσωπικότητας αποτελεί και η ταυτότητα φύλου καθώς και, στην δεύτερη παράγραφο, ότι το πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού και ως προς τα χαρακτηριστικά φύλου του. Οι ορισμοί της ταυτότητας και των χαρακτηριστικών φύλου δίνονται στο επόμενο άρθρο. Οι διατυπώσεις αυτού του άρθρου είναι “διακηρυκτικές”: δεν μνημονεύουν έννομες συνέπειες από τυχόν προσβολές. Προφανώς ο νομοθέτης μας παραπέμπει εδώ σιωπηλά στην αστικού δικαίου προστασία της προσωπικότητας, διευκρινίζοντας ότι σε αυτήν την έννοια περιλαμβάνονται και τ.φ. καθώς και τα χ.φ. Πάντως, η διατύπωση δεν είναι διαφωτιστική. Παράδειγμα: σε έναν cis ή trans άνδρα, τα γένια είναι “χαρακτηριστικό φύλου”. Το ίδιο όμως και σε μία trans γυναίκα. Ο αστυνομικός που επιθυμεί να αφήσει γένια και η τρανς αεροσυνοδός που επιθυμεί το ίδιο θα μπορούν επικαλούμενοι αυτό το άρθρο να επιβάλουν στην υπηρεσία τους την ανοχή του χαρακτηριστικού φύλου; Άλλο παράδειγμα: σεβασμός της ταυτότητας φύλου σημαίνει σεβασμός στην εμφάνιση κι έκφραση φύλου, χωρίς υποχρεωτικά να έχει ολοκληρωθεί διαδικασία επίσημης μεταβολής των εγγράφων. Σε ένα δικαστήριο ή σε μια δημόσια υπηρεσία ή και ιδιωτική επιχείρηση όταν εμφανίζεται μια τρανς γυναίκα που δεν έχει ολοκληρώσει τον επανακαθορισμό των εγγράφων, θα έχει το δικαίωμα να ζητά να χρησιμοποιούνται αντωνυμίες στο θηλυκό; Θεωρώ ότι η απάντηση στα παραπάνω πρέπει να είναι θετική. Αυτό όμως θα γίνει σαφέστερο αν μαζί με την διακηρυκτική διατύπωση του άρθρου 1 περιλαμβανόταν και κάποια σχετική απαγόρευση. Αν λείπουν κυρώσεις, το μονο που μένει για να εφαρμοστεί η διάταξη είναι να δοκιμαστεί δικαστηριακά. Νομίζω όμως ότι αρκεί η σαφέστερη νομοθέτηση. Το νόημα του πρώτου άρθρου θα μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια να γίνεται σεβαστή η ταυτότητα φύλου και τα χ.φ., στην κοινωνική ζωή, ανεξάρτητα από το αν το άτομο έχει ολοκληρώσει ή όχι την παρακάτω διαδικασία. Δηλαδη να μην απευθύνεται κάποιος χρησιμοποιώντας αρσενικό γένος σε μια τρανς ή cis γυναίκα και, αντίστοιχα, να μηναπευθύνεται κάποιος χρησιμοποιώντας θηλυκό γένος σε έναν τρανς ή cis άνδρα. Γι’ αυτό θα προσέθετα μια σχετική διάταξη με την οποία να επισημαίνεται ότι “στις κοινωνικές σχέσεις” η ταυτότητα φύλου αναγνωρίζεται και τα χαρακτηριστικά φύλου γίνονται σεβαστά για κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το αν έχει ακολουθήσει ή όχι την διαδικασία των επομενων άρθρων. Θα είναι χρήσιμο για όσα άτομα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η διαδικασία, ενώ έχουν ήδη π.χ. καταθέσει το δικόγραφό τους στο δικαστήριο. Στις νομικές σχέσεις, σε αντιδιαστολή προς τις “κοινωνικές σχέσεις” εννοείται ότι μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία θα χρησιμοποιείται το νόμιμο όνομα. Η αναφορά σε “κοινωνικές σχέσεις” δεν είναι αδόκιμη νομικά: στο άρθρο 1388 ΑΚ αναφέρεται ότι ο γάμος δεν μεταβάλει μεν το επώνυμο των συζύγων ως προς τις έννομες σχέσεις τους, αλλά στις κοινωνικές σχέσεις ο κάθε σύζυγος μπορεί εφόσον σ’ αυτό συμφωνεί και ο άλλος να χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου ή να το προσθέτει στο δικό του. Το ίδιο ισχύει και με την αντίστοιχη διάταξη για τα μέρη που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης (άρθρο 4 Ν.4356/2015).