Αρχική Ίδρυση Υπηρεσίας Δικαστικής ΑστυνομίαςΆρθρο 02 – Σκοπός – ΑρμοδιότητεςΣχόλιο του χρήστη ΣΟΦΙΑ ΒΙΔΑΛΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Δ.Π.Θ. | 17 Αυγούστου 2018, 12:24
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 2 προκύπτει ένας ουσιαστικός δικαιοπολιτικός προσανατολισμός σε σχέση με την αποστολή της νέας υπηρεσίας: η δικαστική αστυνομία έχει σκοπό να υποβοηθά το έργο των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών όπως ορθά σημειώνεται στο άρθρο, αλλά αυτή η υποβοήθηση, έτσι όπως προκύπτει εδώ, σημαίνει ότι δημιουργείται μια «δικαστική αστυνομία» ως αστυνομία του εισαγγελέα και των δικαστηρίων και όχι ως μια υπηρεσία / σώμα, που θα συνδράμει τις δικαστικές αρχές και εισαγγελικές αρχές στο έργο τους ουσιαστικά, δηλαδή θα ενισχύει συστηματικά τις δυνατότητες έρευνας όπως συμβαίνει στις περισσότερες δικαστικές αστυνομίες. Από την συνολική διατύπωση του άρθρου 2, προκύπτει ότι η Δ.Α. θα είναι ένα σώμα βοηθητικό απλά και αυτό, είναι μια προσέγγιση αρκετά προβληματική και παρωχημένη σε σχέση με το ρόλο της δικαστικής αστυνομίας στην ανακριτική έρευνα και στην πλαισίωση του έργου των εισαγγελέων. Μια τέτοια προσέγγιση είναι αρκετά ξεπερασμένη από τα πράγματα, ιδίως αν συνδυαστούν οι διατάξεις αυτές με τις επόμενες, που αφορούν το προσωπικό και τη διοίκηση της δικαστικής αστυνομίας: το προσωπικό της δικαστικής αστυνομίας, έτσι όπως περιγράφεται, θα είναι η αναπαραγωγή μιας ενός άλλου λειτουργού, δηλαδή του αστυνομικού φρουρού. Ειδικότερα, σε μια εποχή ανάγκης υψηλής εξειδίκευσης, υψηλού επιπέδου γνώσεων για την αξιοποίηση της τεχνολογίας σε όλα τα επίπεδα, όπως και ανάγκης ειδικών γνώσεων για επιμέρους τομείς της οικονομίας της κοινωνικής ζωής κλπ, το προσωπικό της Δ.Α. θα μπορεί εξίσου καλά, κατά την αντίληψη του συντάκτη του άρθρου, να προστατεύει την τάξη στα δικαστήρια και να κάνει έρευνα π.χ. για πολεοδομικού χαρακτήρα παραβάσεις αλλά και για ανθρωποκτονίες. Μια τέτοια αντίληψη παρακάμπτει και παραγνωρίζει, οποιαδήποτε εξέλιξη έχει μεσολαβήσει στην οργάνωση τέτοιων υπηρεσιών και στην ανακριτική έρευνα από το 1950 έως σήμερα και αναπαράγει έναν αστυνομικό φρουρό "πασπαρτου" και όχι ένα στέλεχος δικαστικής αστυνομίας. Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί πολλές αμφιβολίες και ερωτηματικά για τι ακριβώς θα είναι η νέα υπηρεσία. Το εδάφιο (ζ)του άρθρου 2, επίσης, επισφραγίζει την εργαλειακή αντίληψη για το επιστημονικό εξειδικευμένο δυναμικό, που αποτυπώνεται σε όλα τα άρθρα του Σχ.Ν.: Στις σύγχρονες και αποτελεσματικές υπηρεσίες δικαστικής αστυνομίας η σχέση του προσωπικού της δικαστικής αστυνομίας με τους εισαγγελείς ιδίως, διέπονται από μια σχέση ομαδικής λειτουργίας υπό την εποπτεία, καθοδήγηση και διεύθυνση του Εισαγγελέα. Έτσι εξιχνιάζονται και οι μεγάλες υποθέσεις και έτσι δημιουργείται ένα επαγγελματικό έθος στις υπηρεσίες αυτές. Η δικαστική αστυνομία δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μια υπηρεσία αυταρχικά δομημένη και με κάθετη ιεραρχία, που απλά αναπαράγει τη γραφειοκρατία. Η δομή και η σχέση Εισαγγελέα με το επιστημονικό προσωπικό όπως περιγράφεται εδώ, δυστυχώς, αναπαράγει αυτό το πρότυπο, αντί να ορίζεται μία ομάδα επιστημόνων και αστυνομικών που θα πλαισιώνει τον Εισαγγελέα για ένα χρονικό διάστημα π.χ δύο έτη κλπ. Επίσης αν και σε πολλές έννομες τάξεις της ΕΕ η δικαστική αστυνομία είναι αρμόδια για ένα ευρύτατο φάσμα εγκλημάτων, αυτό συμβαίνει, επειδή υπάρχει μια ιστορική σχέση της εισαγγελίας, της δικαιοσύνης και της αστυνομίας που πηγαίνει πολύ πίσω στο χρόνο, την εποχή που οι αρμοδιότητές τους δεν ήταν σαφώς προσδιορισμένες και διακριτές. Σε έννομες τάξεις, όμως, που η δικαστική αστυνομία έχει συσταθεί σε πρόσφατο σχετικά χρόνο, η υπηρεσία αυτή είναι αρμόδια για συγκεκριμένα βαριά εγκλήματα για τα οποία επιλαμβάνεται με συγκεκριμένα κριτήρια. Σε κάθε περίπτωση η σύσταση ενός τέτοιου σώματος/ υπηρεσίας δεν μπορεί να γίνεται ερήμην της συνεκτίμησης των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι αρχές και της ποιοτικής εξέλιξης της εγκληματικότητας, παράγοντες που δεν προκύπτει ότι έχει ληφθεί υπόψη εδώ. Η επιλογή του συντάκτη του Σχ. Ν. να εκχωρήσει αρμοδιότητα για όλες τις εγκληματικές πράξεις απλά προσθέτει μια ακόμα αστυνομία στην Ελλάδα, χωρίς όμως να φαίνεται ότι εστιάζει σε μια στρατηγική αντίληψη για την αντεγκληματική πολτική και το ρόλο της δικαιοσύνης. Αναπαράγει δε, από άποψη οργάνωσης και αποτελεσματικότητας, τις πλέον συντηρητικές, τάσεις στην οργάνωση και ανάπτυξη της ανακριτικής διαδικασίας. Διότι αυτό πράγματι επιτελεί η Δικαστική Αστυνομία. Στο Σχ. Ν. η δικαστική Αστυνομία συγχέεται με ένα σώμα Δικαστικών Κλητήρων, που σωστό θα ήταν να συσταθεί πράγματι, για την ευταξία των δικαστηρίων και για τα επιδόσεις κλπ εγγράφων γενικά κλπ. Αλλά αυτό δεν είναι Δικαστική Αστυνομία. Επομένως επειδή είναι ουσιαστικά όχι μόνον παρωχημένη αλλά και εσφαλμένη η θεώρηση της δικαστικής αστυνομίας, όπως αποτυπώνεται στο Σχ. Ν. και επειδή, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των άρθρων που αφορούν το προσωπικό, τις ειδικότητες και τα προσόντα, όπως και τις διαδικασίες πρόσληψης του, δεν πρόκειται για δικαστική αστυνομία αλλά για μια αστυνομία εισαγγελίας και δικαστηρίων, δεν υπάρχει λόγος σχολιασμού των επιμέρους επομένων άρθρων. Ωστόσο, θα βοηθούσε εάν το Υπουργείο ή η αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή επανεξέταζε πολλά σημεία και θεωρήσεις του συγκεκριμένου Σχ. Ν.