• Σχόλιο του χρήστη 'Γεωργία' | 13 Μαρτίου 2019, 07:21

    Η ισχύς του ά. 59 ΚΠΔ έχει αποτύχει να επιλύσει το θεμελιώδες πρόβλημα της αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, που αποτελεί το δικαιολογητικό λόγο για τη θέσπισή της. Αντιθέτως, οδηγεί α) στο να εκδικάζονται υποθέσεις (εξαρτώμενες) μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος από την φερόμενη τέλεση των πράξεων (224, 229, 363), ιδίως αν η κύρια υπόθεση είναι κακούργημα, β) στο να επιβαρύνονται τα δικαστήρια με φόρτο που δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς πλην των λειτουργών και των συλλειτουργών της δικαιοσύνης και να καθυστερεί εξ αυτού του λόγου η εκδίκαση σοβαρών κατά κοινή ομολογία υποθέσεων και γ) στην πραγματικότητα να επανεκδικάζεται η ίδια κύρια υπόθεση (δηλαδή το ίδιο βιοτικό συμβάν) πλείστες φορές στο πλαίσιο των εξαρτώμενων δικών [ακόμη μάλιστα και όταν η κύρια υπόθεση έχει τεθεί στο αρχείο με βάση τους νόμους που κατά καιρούς έχουν εκδοθεί (π.χ. 4198/2013, 4411/2016), πράγμα άτοπο]. Περαιτέρω, τα τεκμήρια δεν είναι συμβατά με τις αρχές του ποινικού δικαίου. Ώστε ορθά κινείται η διάταξη του ά. 366.2 εδ. τελ. που θεσπίστηκε με τον πρόσφατο Ν. 4596/2019. Δεδομένης δε της ύπαρξης της διατάξεως του ά. 580 παρ.1 ΚΠΔ (δυνατότητα επιβολής των εξόδων στον ψευδώς εγκαλέσαντα ή μηνύσαντα), πρέπει ο νομοθέτης να επιλέξει είτε να καταργηθεί το ά. 59 ΚΠΔ και η υποβολή έγκλησης για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία στο πλαίσιο ποινικής δίκης, συκοφαντική δυσφήμιση να είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο εγκαλών ή μηνυτής καταδικασθεί στα έξοδα της ποινικής δίκης επί της κύριας υπόθεσης, όταν το Δικαστήριο οδηγείται σε απαλλακτική κρίση, είτε μετά την καταδίκη του εγκαλούντος/μηνυτή στα έξοδα της δίκης, να μπορεί ο αθωωθείς να εισάγει τις απαιτήσεις του για χρηματική ικανοποίηση στο ίδιο Δικαστήριο (αυτό της κύριας υπόθεσης), χωρίς προδικασία, ούτως ώστε να μη δημιουργείται άλλη (νέα ή εξαρτώμενη)δίκη.