Αρχική Σχέδιο νέου Ποινικού ΚώδικαΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΙΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣχόλιο του χρήστη ΝΑΤΑΛΙΑ ΧΡ. ΓΡΕΒΙΑ | 22 Μαρτίου 2019, 09:23
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Μεταξύ των εγκλημάτων που αφορούν στην προστασία της οικογένειας είναι και το έγκλημα της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή του άρθρου 358 ΠΚ. Πριν την τροποποίησή του, με το ν. 4509/2017, ΦΕΚ 201/22.12.2017 το άρθρο είχε σχεδόν τη μορφή που επιχειρείται και με το παρόν σχέδιο νόμου, απαιτείτο δηλαδή υποχρέωση διατροφής από το νόμο η οποία είχε αναγνωριστεί έστω και προσωρινά από το δικαστήριο. Με το νόμο 4509/2017 τροποποιήθηκε η διαδικασία έκδοσης συναινετικού διαζυγίου και για τη λύση του γάμου προαπαιτούμενη κατέστη η συμφωνία περί διατροφής τέκνου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών. Για το λόγο αυτό με τον ίδιο νόμο το άρθρο 358 ΠΚ τροποποιήθηκε ορθώς ώστε να καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις διατροφής που προκύπτουν από συμφωνία που επικυρώθηκε από τον συμβολαιογράφο κατά το άρθρο 1441 ΑΚ. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να συμπληρωθεί η φράση «ή προκύπτει από συμφωνία που έχει επικυρώσει ο συμβολαιογράφος κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα», όπως δηλαδή ισχύει σήμερα με το ν. 1509/2017 για τους εξής λόγους: Στοιχείο του εγκλήματος είναι μεταξύ άλλων η κακόβουλη παραβίαση διατροφής και ο δόλος του δράστη. Κακόβουλη παραβίαση διατροφής και δόλος του υπαιτίου, μπορούν να συντρέχουν τόσο στην περίπτωση διατροφής που απορρέει από δικαστική απόφαση, όσο και στην περίπτωση διατροφής που απορρέει από επικυρωθείσα συμφωνία στα πλαίσια του συναινετικού διαζυγίου. Με το σχέδιο νόμου επιχειρείται μια αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των δύο περιπτώσεων, ώστε στη μία περίπτωση ο υπόχρεος για διατροφή τελεί ποινικό αδίκημα, ενώ στην άλλη περίπτωση όχι, ενώ είναι φανερό ότι έχουν την ίδια ποινική απαξία. Ακόμα περισσότερο που στην περίπτωση επιβολής από το δικαστήριο ορισμένου χρηματικού ποσού, ο υπαίτιος ενδέχεται να μην έχει προβεί στο αδίκημα αυτό, πχ. όταν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το ορισθέν ποσό, και ως εκ τούτου να μη συντρέχει κακοβουλία, ενώ αντίθετα στη συμφωνηθείσα διατροφή ο υπαίτιος κατά την υπογραφή αυτής γνώριζε τις οικονομικές του δυνατότητες και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Φορέας του δικαιώματος που πλήττεται στην περίπτωση της επικυρωθείσας συμφωνίας στα πλαίσια συναινετικού διαζυγίου είναι μόνον το ανήλικο τέκνο, ενώ στην περίπτωση υποχρέωσης αναγνωρισθείσας από δικαστική απόφαση, φορείς είναι όσοι δικαιούχοι προβλέπονται από τον Αστικό Κώδικα (σύζυγοι, διαζευγμένοι, γονείς, αδελφοί κλπ.). Συνεπώς η ποινική απαξία του αδικήματος που στρέφεται κατά ανηλίκου είναι αυξημένη σε σχέση με τη παραβίαση υποχρέωσης διατροφής πχ. απέναντι στην πρώην σύζυγό ή αδελφό. Έρχεται και σε σύγκρουση με τη διάταξη του άρθρου 1487 του Α.Κ., με την οποία ορίζεται εξαίρεση του κανόνα περί της μη υποχρέωσης διατροφής σε περίπτωση διακινδύνευσης ιδίας διατροφής του υπόχρεο, όταν πρόκειται για διατροφή ανηλίκου τέκνου. Στο ποινικό μας σύστημα ισχύει η αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης αδικημάτων. Η ως άνω αρχή υποχωρεί σε ορισμένα εγκλήματα που διώκονται μόνο κατ’ έγκληση, η δε δικαιολογητική βάση της υποχώρησης αυτής, είναι πως ορισμένα αδικήματα εμφανίζουν μειωμένη ποινική απαξία ή είναι αρκετά ασήμαντα κοινωνικά για να ενδιαφέρουν το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, όπως η εξύβριση, η απλή σωματική βλάβη. Στο ίδιο άρθρο επιχειρείται και η κατάργηση της παρ. 2 που καθιστούσε ποινικό αδίκημα τη μη συμμόρφωση σε επικυρωθείσα από συμβολαιογράφο συμφωνία κατά το άρθρο 1441 ΑΚ που αφορά την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια. Και στην περίπτωση αυτή, προστατεύονται τα συμφέροντα του ανηλίκου τέκνου, ενώ η πράξη του δράστη να παρεμποδίζει την επικοινωνία είχε ποινική απαξία, που δικαιολογεί την τιμώρηση του αδικήματος αυτού.