Αρχική Σχέδιο νέου Ποινικού ΚώδικαΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑΣχόλιο του χρήστη Σταματίνα Ζώση | 14 Απριλίου 2019, 13:20
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19 ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΚ 1.-Σύμφωνα δε με την ΝΥΝ διάταξη του άρ. 18 ΠΚ, κάθε πράξη που τιμωρείται με ποινή καθείρξεως είναι κακούργημα, ενώ κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση είναι πλημμέλημα. 2.-Όμως ιδίως για αδικήματα που απαιτείται άδεια της αρχής η απουσία κωλυμμάτων και εν συνδυασμώ με την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ. δικαίωμα επαγγελματικής ελευθερίας, θα πρέπει να ερμηνευθεί στενά. 3.- Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 19 ΠΚ, κατά την οποία : « Αν μία πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι΄ αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 38». 4.-Η αληθής έννοια αυτων των διατάξεων de lege ferenda, εν συμφωνία και προς το άρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, πρέπει να αναζητείται πάντοτε in concreto, δοθέντος ότι δεν έχει σημασία ο αφηρημένος χαρακτηρισμός του εγκλήματος αλλά η «συγκεκριμένα διαγνωσθείσα μειωμένη βαρύτητα» της πράξεως την οποία ενδεικνύει η τελικώς επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως (in dubio pro mitiore, αναλογική εφαρμογή in bonam partem του άρθρου 497 παρ. 2 ΚΠΔ). 5.-Συνεπώς, κρίσιμη για τον χαρακτηρισμό των τελεσθέντων αδικημάτων ως πλημμελημάτων ή κακουργημάτων αναδεικνύεται η επιβληθείσα ποινή. Εφόσον τούτη είναι φυλάκιση και μάλιστα άνευ παρεπόμενων ποινών, ήτοι άνευ στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων ή της δυνατότητας ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματoς κατ΄ άρθρο 67 ΠΚ, όπως εν προκειμένω, καθίσταται σαφές ότι η προσβαλλομένη εξεδόθη κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων νομοθετικών διατάξεων. 6.- Από την ιστορική-συστηματική ερμηνεία και την συγκριτική επισκόπηση της παλαιάς και νέας ρυθμίσεως διαφόρων Κωδίκων, ΠΧ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ προκύπτει ότι ο νομοθέτης ανέκαθεν επιθυμούσε αυστηρότερες κυρώσεις, του καταδικασθέντος σε ποινή καθείρξεως, εξαιτίας του γεγονότος ότι η εν λόγω ποινή εκφράζει ιδιάζουσα ηθικοκοινωνική απαξία, καθώς και καταδικασθείς σε ποινή φυλακίσεως μόνον για συγκεκριμένα αδικήματα. 7.-Αντίθετα, όταν η επιβληθείσα ποινή είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα (ποινή φυλακίσεως ανεξαρτήτως χαρακτήρα και χωρίς στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων), τούτο καταδεικνύει ότι το δικάσαν δικαστήριο διέγνωσε σαφώς μικρότερη ηθικοκοινωνική απαξία στην συγκεκριμένη πράξη, από αυτή που αντικειμενικά εκδηλώθηκε με βάση την κατηγορία. 8.-Τούτου έπεται, ότι η μειωμένη αυτή ηθικοκοινωνική απαξία που οδήγησε σε επιβολή ποινής φυλακίσεως και όχι καθείρξεως και αν δεν επιβληθεί μάλιστα αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων δεν επαρκεί, προκειμένου να οδηγήσει στην ιδιάζουσας βαρύτητας - για τον προσωπικό και επαγγελματικό βίο - απώλεια επαγγελματικής η άλλης ιδιότητας η κυρώσεων . 9.-Ο λόγος θεσπίσεως της ως άνω διατάξεως είναι ότι, αφού ο νομοθέτης μετέβαλε - διαχρονικά - τις αξιολογήσεις του, θα ήταν περιττή και αδικαιολόγητα σκληρή η μεταχείριση του «κατηγορουμένου - διωκομένου» με το αυστηρότερο δίκαιο. Συνταγματικό θεμέλιο της παρούσης διατάξεως είναι το άρθρο 7 παρ. 1 Συντ. 10.-Η διάταξη αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και δεν φέρει δικονομικό χαρακτήρα. Τούτου έπεται ότι η επιλογή της νομοθετικής διατάξεως που - τελικώς - θα εφαρμοσθεί, κατά περίπτωση, προσδιορίζεται με αφετηριακό σημείο το χρόνο τελέσεως της πράξεως («Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της...»). Πλαίσιο κειμένου: Αν, όμως, από το χρόνο τελέσεως έως και το χρόνο εκδικάσεως μεσολάβησαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται ο εξ αυτών ηπιότερος ενδιάμεσος, έστω και αν, εν τω μεταξύ, καταργηθεί αυτός με νεότερο δυσμενέστερο. 11.-Γενικώς, επιεικέστερος θεωρείται ο κανόνας που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Κατά πάγια νομολογία, το αν ο νεότερος νόμος είναι επιεικέστερος ή όχι κρίνεται in concreto, δηλαδή, στην περίπτωση του συγκεκριμένου κατηγορουμένου, στο σύνολο του και δεν επιτρέπεται επιλογή διατάξεων από τους διαδοχικούς νόμους. (ΟλΑΠ 5/2008, ΠοινΧρ 2008, 508, 785/1978, ΠοινΧρ 1979, 888, ΑΠ 56/1989, ΠοινΧρ 1989, 695, 940/1988, ΠοινΧρ 1988, 962) 12.-Επιεικέστερος είναι, επίσης, ο νόμος, που εισάγει νέο λόγο, αποκλείοντα το άδικο, τον καταλογισμό ή εξαλείψει το αξιόποινο, όπως λ.χ. έμπρακτη μετάνοια ή απαιτεί τη συνδρομή εξωτερικού όρου του αξιοποίνου ή προσθέτει νέο στοιχείο στη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως, εφόσον δΓ αυτών (των νέων στοιχείων) ωφελείται ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος (βλ. Μαγκάκη, Συστ. Ερμ. ΠΚ, άρ. 2, αριθμ. 6, Μυλωνόπουλος, Ποιν. Δίκ., Γεν. Μέρος, 2007, σελ. 73). (γ.4). 13.- Συνεπώς, ενόψει της αποτυπούμενης στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα γενικής αρχής περί εφαρμογής του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο ουσιαστικού νόμου, αρχής που αναντίρρητα ισχύει και στο πειθαρχικό δίκαιο (βλ. και το άρθρο 108 του ισχύοντος κατά τον χρόνο της τελέσεως του επιδίκου πειθαρχικού παραπτώματος Υπαλληλικού Κώδικα - ν.3528/2007, Α’ 26- και το αντίστοιχο άρθρο 108 μετά το ν. 4057/2012 - περί ανάλογης εφαρμογής και στο πειθαρχικό δίκαιο κανόνων και αρχών του ποινικού δικαίου - πρβλ. ΣτΕ 3244/2015 και 1687/2013). 14.-Για τους λόγους αυτούς, η υπό κρίση διάταξη των άρθρων 18 και 19 ΠΚ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να είναι η τελικώς επιβληθησόμενη ποινή που θα καθορίσει και τον χαρακτηρισμό της πράξεως .