Αρχική Επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6§1 ΕΣΔΑ, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και λοιπές διατάξειςΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’ Εφαρμογή αρχής ne bis in idem, αναστολή παραγραφής αδικημάτων επί ασφαλιστικών εισφορών, διοικητικές κυρώσεις επί καταργηθέντων πταισμάτων Άρθρο 32 Δικονομικές διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας – Τροποποίησεις του ν. 2960/2001 και του ν. 4174/2013Σχόλιο του χρήστη Γιάννης Κιουσόπουλος | 2 Σεπτεμβρίου 2020, 09:54
Κύριοι/Κυρίες, Η αιτιολογική σας έκθεση για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem είναι προδήλως νομοτεχνικά ατελής και περιγράφει επιλεκτικά μόνον ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Δεδομένου ότι με την εν λόγω διάταξη σκοπεύετε να αναστείλετε -αναδρομικά- εκατοντάδες ανοικτές υποθέσεις ποινικών διώξεων για φοροδιαφυγή και λαθρεμπόριο, «παραδίδοντας» την τύχη τους στην αργόσυρτη φορολογική διοίκηση και εν μέρει στη διοικητική δικαιοσύνη, θα ήθελα να σας επισημάνω τα εξής: Για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem η απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας του ΕΔΔΑ, έκρινε ότι το άρθρο 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει τη διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά µεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθόσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και αντιµετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παράβασης και, µάλιστα, κατά τρόπο προβλέψιµο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθού. Παράλληλα, με την απόφαση Menci, καθώς και µε τις αποφάσεις του στις υποθέσεις Garlsson Real Estate και Di Puma, το ΔΕΕ περιόρισε την κανονιστική εµβέλεια της αρχής ne bis in idem, όχι δια του περιορισµού του πεδίου εφαρµογής της ratione materiae, µέσω της ερµηνείας και της εφαρµογής του bis (ήτοι της προϋπόθεσης περί ύπαρξης δύο “ποινικών” διαδικασιών), αλλά δια της εκτίµησης ότι το δικαίωµα ne bis in idem, που κατοχυρώνει το άρθρο 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, δεν είναι απόλυτο, αλλά δύναται να περιορισθεί υπό προυποθέσεις, τις οποίες εσείς δεν λαμβάνετε υπόψη στο σχετικό άρθρο. Συγκεκριµένα, εξετάζοντας εάν πληρούνται οι όροι του άρθρου 52 παρ. 1 του Χάρτη, το ΔΕΕ έκρινε, ιδίως, τα εξής: (i) το επίµαχο µέτρο της σώρευσης διώξεων και κυρώσεων εξυπηρετεί σκοπό δηµοσίου συµφέροντος, αναγόµενο στη διασφάλιση της είσπραξης του ΦΠΑ και στην καταπολέµηση παραβάσεων της νοµοθεσίας περί ΦΠΑ, (ii) η πρόβλεψη διπλής “ποινικής” διαδικασίας και κύρωσης µπορεί να δικαιολογείται, εάν οι επίµαχες διαδικασίες και κυρώσεις επιδιώκουν συµπληρωµατικούς σκοπούς, συναρτώµενους, ενδεχοµένως, µε διαφορετικές όψεις της ίδιας παράνοµης συµπεριφοράς, (iii) όσον αφορά τις παραβάσεις της νοµοθεσίας περί ΦΠΑ, είναι θεµιτό ένα κράτος µέλος να επιδιώκει, αφενός, να αποτρέψει και να καταστείλει κάθε παράβαση, είτε εκ προθέσεως είτε όχι, των κανόνων περί δηλώσεως και εισπράξεως του ΦΠΑ επιβάλλοντας διοικητικές κυρώσεις οριζόµενες, ενδεχοµένως, κατ’ αποκοπήν και, αφετέρου, να αποτρέψει και να καταστείλει σοβαρές παραβάσεις των κανόνων αυτών που είναι ιδιαιτέρως αρνητικές για την κοινωνία και οι οποίες δικαιολογούν την επιβολή αυστηρότερων “ποινικών” κυρώσεων, (iv) η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί η σώρευση “ποινικών” διώξεων και κυρώσεων να µην υπερβαίνει τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νοµίµως επιδιώκονται µε τη ρύθµιση αυτή, πράγµα που σηµαίνει ότι, όταν υφίσταται επιλογή µεταξύ περισσοτέρων κατάλληλων µέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και τα προξενούµενα µειονεκτήµατα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόµενους σκοπούς, (v) τούτο προϋποθέτει, εκτός από την ύπαρξη σαφούς και ακριβούς νοµικής βάσης, την ύπαρξη κανόνων που διασφαλίζουν συντονισµό, ώστε να περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο η επιπρόσθετη βλάβη που προκαλείται στους ενδιαφερόµενους από τη διπλή διαδικασία και κύρωση, (vi) συνεπώς, η πρόβλεψη διπλής “ποινικής” διαδικασίας και κύρωσης πρέπει να συνοδεύεται και από κανόνες που εγγυώνται ότι η βαρύτητα του συνόλου των επιβαλλόµενων ποινών αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παράβασης, απαίτηση η οποία απορρέει όχι µόνο από το άρ. 52 παρ. 1 αλλά και από το άρ. 49 παρ. 3 του Χάρτη, περί της αναλογικότητας των ποινικών κυρώσεων και υποχρεώνει τα αρµόδια όργανα να διασφαλίζουν ότι, κατά την επιβολή δεύτερης ποινής, η βαρύτητα του συνόλου των επιβαλλόµενων ποινών δεν υπερβαίνει τη σοβαρότητα της αποδοθείσας παράβασης, (vii) στην περίπτωση που έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση κατόπιν ποινικής διαδικασίας, η εξακολούθηση της διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίµου ποινικού χαρακτήρα βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του θεµιτού σκοπού της σώρευσης διώξεων και κυρώσεων, στον βαθµό που αυτή η ποινική καταδίκη δύναται να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσµατικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (κρίση στην υπόθεση Garlsson Real Estate), (viii) η εξακολούθηση διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίµου ποινικού χαρακτήρα βαίνει προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού, εφόσον υπάρχει αµετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η παράβαση, η οποία επισύρει τη διοικητική κύρωση (κρίση στην υπόθεση Di Puma). Από τα ανωτέρω είναι προφανές πως η διάταξη σας με τον τρόπο που είναι διατυπωμένη δεν εκφράζει ούτε τη νομολογία των ΕΔΔΑ και ΔΕΕ τις οποίες επικαλείστε ούτε τη νομολογία του ΣτΕ. Αντιθέτως, καθιστά επισφαλή τόσο την είσπραξη του τέλους και του φόρου που έχει κλαπεί, όσο και την καταδίκη των φοροφυγάδων και λαθρεμπόρων. Τέλος, δεν εμπεδώνει την ασφάλεια δικαίου και καταστρατηγεί το rule of law και τη διάκριση των εξουσιών. Με εκτίμηση, Γιάννης Κιουσόπουλος