Αρχική Επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6§1 ΕΣΔΑ, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και λοιπές διατάξειςΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 3869/2010 Άρθρο 1 Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκηςΣχόλιο του χρήστη Ελένη Τ. | 4 Σεπτεμβρίου 2020, 00:07
Ο σκοπός του εν λόγω νομοθετήματος (επιτάχυνση των υποθέσεων του ν. 3869/2010) είναι ορθός, πλην όμως ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η επιτάχυνση είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένος και ειδικότερα: Κανένα λόγο δεν εξυπηρετεί η υποχρεωτική προδικασία μέσω πλατφόρμας τη στιγμή που όλα τα στοιχεία που ζητούνται είναι κατά κύριο λόγο περιττά, διότι ενυπάρχουν στην αίτηση ή/και στον ίδιο κατατεθειμένο φάκελο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου (πχ ο αριθμός των δοθέντων αναβολών). Θα μπορούσε να παραλειφθεί το στάδιο αυτό και να γίνει απευθείας οίκοθεν επαναπροσδιορισμός. Περαιτέρω έστω ότι ακολουθείται η περιγραφόμενη στο άρθρο αυτό διαδικασία και κατατίθεται ο φάκελος με τις προτάσεις εντός 60 ημερών και η προσθήκη εντός 15 ημερών από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας. Ο χρόνος των 75 ημερών είναι αρκετά πιεστικός για τους συνηγόρους και τους διαδίκους αλλά έστω ότι αυτό πρέπει να παραβλεφθεί. Μετά την πάροδο των 75 ημερών δε θα υπάρχει καμία ενέργεια που θα πρέπει να γίνει από τον δανειολήπτη, τους πιστωτές και τους δικηγόρους τους και απλά θα αναμένουν τη Γραμματεία να ορίσει δικάσιμο για την τυπική συζήτηση της υπόθεσης. Στα «προβληματικά» ειρηνοδικεία, δηλαδή σε αυτά που εκκρεμεί μεγάλος όγκος υποθέσεων και που χορηγούσαν μακρινές δικασίμους, το νομοσχέδιο δεν δίνει καμία λύση, αφού πάλι θα επαναπροσδιορίζονται μετά την πάροδο 3-4 ετών (όπως έγινε και με τη νέα τακτική διαδικασία που οι δικάσιμοι σε ορισμένα αντικείμενα και σε ορισμένα Πρωτοδικεία υπερβαίνουν τα 3 έτη – τα «προβληματικά» πρωτοδικεία παρέμειναν «προβληματικά» και όσα έδιναν σύντομες δικασίμους συνεχίζουν και με το νέο καθεστώς της νέας τακτικής). Υποτίθεται ότι το πρόβλημα αυτό καλείται να λύσει το εν λόγω νομοθέτημα, πλην όμως δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να στοιβάζονται οι φάκελοι στα Ειρηνοδικεία, για να χρεωθούν - συζητηθούν 3 χρόνια μετά και μάλιστα χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα ενημέρωσης του φακέλου στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα για τις ενσκύψασασες αλλαγές (γάμος, ενηλικίωση τέκνου, εύρεση εργασίας, βελτίωση εισοδηματικής κατάστασης, ανεργία, βελτίωση περιουσιακής κατάστασης π.χ. με κληρονομία κτλ.). Η ορθή λύση δι’ εμέ θα ήταν ο οίκοθεν επαναπροσδιορισμός των υποθέσεων αυτών με επιμέλεια της Γραμματείας, αφού πρώτα έχει διασφαλιστεί η ύπαρξη ικανού αριθμού ειρηνοδικών προς εκδίκαση των υποθέσεων αυτών (π.χ. με απασχόληση των πταισματοδικών, ο φόρτος εργασίας των οποίων έχει μειωθεί μετά την κατάργηση των πταισμάτων, μείωση χρεώσεων των υπηρετούντων στο εν λόγω ειρηνοδικείο στα λοιπά αντικείμενα, απόσπαση ειρηνοδικών από ειρηνοδικεία που δεν έχουν μεγάλο όγκο υποθέσεων ν. 3869/2010 προς εκδίκαση προς ειρηνοδικεία που έδιναν μακρινές δικασίμους κτλ.) με παράλληλο περιορισμό του αριθμού των αναβολών ή/και ειδικό πινάκιο που θα εγγράφονται μόνο οι αναβληθείσες υποθέσεις. Περαιτέρω η πρόβλεψη 3μηνης καταχρηστικής προθεσμίας έφεσης ουδόλως πρόκειται να εξυπηρετήσει τον ως άνω σκοπό της επιτάχυνσης. Σημειώνεται ότι σε καμία κατηγορία υποθέσεων δεν είχε ποτέ προβλεφθεί τόσο σύντομη προθεσμία. Εξάλλου ακόμα και υπό το ισχύον καθεστώς ο δανειολήπτης ή οι πιστωτές του έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε επίδοση της απόφασης, ώστε να ενεργοποιηθεί η 30ήμερη προθεσμία της έφεσης. Υπάρχει ο κίνδυνος οι διάδικοι να μην ενημερωθούν έγκαιρα για τη δημοσίευση της απόφασης και να απωλέσουν το δικονομικό τους αυτό δικαίωμα. Τούτο ισχύει τόσο για την πλευρά των οφειλετών, όσο και για την πλευρά των πιστωτών. Σε περίπτωση άσκησης έφεσης η τελεσιδικία των σχετικών υποθέσεων θα αργήσει να επέλθει και τούτο πρώτον διότι οι διάδικοι μπορεί να καταθέσουν έφεση, πλην όμως να αδρανήσουν να προβούν στον προσδιορισμό αυτής και δεύτερον και κυριότερο διότι οι δικάσιμοι που δίδονται σε δεύτερο βαθμό παραμένουν εξαιρετικά μακρινές στην πλειονότητα των περιπτώσεων (π.χ. στο Πρωτοδικείο Αθηνών). Το πρόβλημα αυτό αναμένεται να οξυνθεί, διότι πολλές από τις εκκρεμείς υποθέσεις θα μεταφερθούν σε δεύτερο βαθμό με την άσκηση εφέσεων από μέρους των οφειλετών, αλλά και από μέρους των πιστωτών. Ιδανική λύση θα ήταν η άμεση τοποθέτηση νέων Πρωτοδικών, οι οποίοι να απασχοληθούν αποκλειστικά με υποθέσεις του ν. 3869/2010, ώστε να μην λιμνάσουν οι υποθέσεις του ν. 3869/2010 σε δεύτερο βαθμό, όπως ήδη λιμνάζουν στο μεγαλύτερο Πρωτοδικείο της χώρας, όπου θα μπορούσε να δημιουργηθεί ειδικό τμήμα εφέσεων, στο οποίο να προσδιορίζονται αποκλειστικά και κατά προτεραιότητα οι υποθέσεις του ν. 3869/2010. Τέλος δε θίγεται καθόλου πώς θα επιλυθεί το ζήτημα της μη εξέτασης των διαδίκων επ’ ακροατηρίω – πρακτική που ακολουθείται στην συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων κατά τη δεκαετή διάρκεια εφαρμογής του νόμου. Στη νέα τακτική η μη εξέταση μαρτύρων επ’ ακροατηρίω «καλύφθηκε» με τις ένορκες βεβαίωσεις. Η λύση όμως αυτή δεν προσήκει στη διαδικασία του ν. 3869/2010, καθότι μεταξύ άλλων θα επιβαρύνει υπέρμετρα τους οφειλέτες με το κόστος των επιδόσεων στους πιστωτές. Θα μπορούσε να προβλεφθεί η λήψη ενόρκων βεβαίωσεων χωρίς κλήτευση των πιστωτών ή να προβλεφθεί ως ιδιότυπο αποδεικτικό μέσο η προσκόμιση υπεύθυνων δηλώσεων από μέρους των δανειοληπτών, οι οποίοι θα αναφέρουν σε αυτές στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να προκύψουν από έγγραφα (πχ που διατέθηκαν τα ποσά των δανείων, οικονομική βοήθεια που λάμβανουν ή λάμβαναν από τρίτα πρόσωπα, εισοδήματα που δεν αποτυπώνονται στις φορολογικές δηλώσεις κ.ά.). Τούτο εφόσον σκοπός του νομοθέτη είναι η απονομή δικαιοσύνης και η διάκριση των στρατηγικών κακοπληρωτών σε σχέση με όσους απρόοπτα γεγονότα τους οδήγησαν σε καθεστώς υπερχρέωσης.