Αρχική Κώδικας Δικαστικών ΥπαλλήλωνΚώδικας Δικαστικών ΥπαλλήλωνΣχόλιο του χρήστη ΣΟΛΩΝ | 21 Ιανουαρίου 2021, 01:05
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
κ. Υπουργέ, διαβάζοντας κανείς τα σχόλια που έχουν κατατεθεί στην παρούσα διαβούλευση για τον νέο κώδικα δικαστικών υπαλλήλων, είναι εμφανέστατο ότι στη συντριπτική πλειοψηφία αυτών υπάρχει μεγάλη αντίδραση από την κατηγορία ΠΕ. Και δικαίως. Δίκαιη και επιβεβλημένη αντίδραση (ακόμη δε περισσότερο από τους ΠΕ που δεν είναι κάτοχοι πτυχίων νομικής), καθώς η έξω από κάθε σύγχρονη (έχουμε 2021!) αποδεκτή λογική πριμοδότηση αμφίβολων κριτηρίων, όπως το εξ αποστάσεως σεμινάριο 90 ωρών, η συνέντευξη, το τεστ γνώσεων και κατανόησης κειμένου (!!) κλπ, συνιστούν μια καταφανή και μεθοδευμένη προσπάθεια εξοβελισμού των αδιαμφισβήτητων προσόντων που προέρχονται από πανεπιστημιακές σπουδές (πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό). Πώς να μην αντιδράσει λοιπόν κανείς και να μη «διαρρήξει τα ιμάτιά του»; Ο τρόπος με τον οποίο είναι διαμορφωμένα τα κριτήρια του κατάπτυστου αυτού κώδικα που αφορούν τις θέσεις ευθύνης δίνει την εντύπωση (που είναι μάλλον βεβαιότητα για όποιον το ζει και καθημερινά στις υπηρεσίες μας) ότι φαντάζει πολύ απειλητικό για την παλιότερη γενιά υπαλλήλων η νεότερη. Η παλαιότερη γενιά, ένα μεγάλο μέρος της οποίας προέρχεται από διορισμούς της δεκαετίας του 1980 με έντονο κομματικό πρόσημο (παλαιότερα προφανώς θα υπήρχε άλλο κομματικό πρόσημο: γνωστά όλα αυτά από τη νηφάλια ανάγνωση της ιστορίας του ελληνικού κράτους), μέσω των συνδικαλιστικών εκπροσώπων της σκαρφίστηκε όλον αυτό τον πρωτοφανή για τη δημόσια διοίκηση «αλγόριθμο» για τις θέσεις ευθύνης, που αν αυτός ο «κώδικας» γίνει νόμος του κράτους, θα ισχύει με όλα αυτά τα παράλογα που περιέχει μόνο για τους δικαστικούς υπαλλήλους !!!. Θα αποτελεί ένα ζωντανό έκθεμα μιας εποχής του ελληνικού κράτους και της διοίκησής του που έχει, πιστεύω, παρέλθει ανεπιστρεπτί. κ. Υπουργέ, μην επιτρέψετε να συμβεί αυτό!!! Εσείς, με το θετικιστικό εκπαιδευτικό backround σας ως γιατρός, είστε σε θέση να συλλάβετε πολύ γρήγορα, να διαγνώσετε, σε τι ακριβώς αναφέρεται η πλειοψηφία των σχολίων στη διαβούλευση. Δεν πρόκειται για δικαστικούς υπαλλήλους που επαίρονται για τη αριστεία τους. Ούτε για δικαστικούς υπαλλήλους που δεν σέβονται την προσπάθεια των προηγούμενων από αυτούς. Πρόκειται για κραυγές αγωνίας νέων ανθρώπων που έχουν να προσφέρουν πολλά, όμως το υπάρχον κατεστημένο στις δικαστικές υπηρεσίες δεν τους το επιτρέπει!! Με άλλα λόγια, επιχειρείται μέσα από αυτόν τον καλά μελετημένο σχεδιασμό του «κώδικα» να συνεχιστεί μια κακή παράδοση, προερχόμενη από τον προηγούμενο κώδικα (και ίσως και από προηγούμενες «περίεργες» εποχές που αποτυπώθηκαν σε αυτόν, γιατί ως γνωστόν κώδικας δικαστικών υπαλλήλων υπάρχει μόλις από το 2000), να συνεχιστεί λοιπόν αυτή η κακή παράδοση, προσαρμοσμένη βέβαια κατ’ επίφαση στα νέα δεδομένα, εφ’οσον προϊόντος του χρόνου και μέσα από διαφανείς διαδικασίες (ΑΣΕΠ) έχουν αυξηθεί στις δικαστικές υπηρεσίες οι προσοντούχοι υπάλληλοι. Φανερό είναι επίσης ότι δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί το σύνδρομο της ΠΕ0 (ΠΕ μηδέν!!) κατηγορίας (για όσους/-ες δεν γνωρίζουν τι σημαίνει αυτή η πρωτοτυπία, ας το γκουγκλάρουν), που ξεκίνησε πριν από περίπου 30-40 χρόνια ως μισθολογική εξομοίωση της ΔΕ κατηγορίας με την ΠΕ, αλλά κατέληξε και σε Βαθμολογική (!!!) εξομοίωση μέσα από αν μη τι άλλο περίεργες νομολογικές ακροβασίες. Με άλλα λόγια, υπό την σκέπη του άρθρου 92 του Συντάγματος και με τις ευλογίες κάποιων ερμηνειών νομολογιών ανώτατων δικαστηρίων, η προηγούμενη αυτή γενιά, για την ακρίβεια συνδικαλιστικοί της εκπρόσωποι που εδώ και δεκαετίες σχεδόν οι ίδιοι κρατούν τα ηνία, εξύφαναν το μύθευμα της «ιδιαιτερότητας» του κλάδου, καλλιεργώντας και προσπαθώντας να διατυμπανίζουν και ακόμα χειρότερα να αναπαράγουν, μέσω της μη σθεναρής διεκδίκησης εκσυγχρονισμού των υπηρεσιών, τις λεγόμενες «ειδικές συνθήκες», που σε έναν κάποιο βαθμό μπορεί να δεχθεί κανείς ότι υφίστανται στο κλάδο, σε ορισμένες θέσεις (κυρίως των ποινικών εδρών και της Ανάκρισης), αλλά σε καμία περίπτωση παντού. Όπως πολύ εύγλωττα κάποιος συνάδελφος αναφέρει σε μια ανάρτησή του –ας με συγχωρήσει που χρησιμοποιώ τα λόγια του, αλλά δεν μπορώ να βρω καλύτερη περιγραφή, με καλύτερες μεταφορές: «… Ψηφιοποίηση κ μηχανοργάνωση μηδέν. Εκεί κι έτσι τους θέλουν [τους εργαζόμενους στον κλάδο] δεκαετίες τώρα, για να αλωνίζουν με τις πελατείες τους, να κάνουν καριέρες συνδικαλιστών, να νομίζουν ότι είναι οι σοφοί του κλάδου, να τρέφουν τον ναρκισσισμό τους με τις σάρκες των συναδέλφων. Αυτή δυστυχώς είναι η πικρή αλήθεια. Θέλουν μια νησίδα, όπως των Αζορών του Μποστ, όπου οι έγκλειστοι αδειάζουν την άμμο με το κουταλάκι του γλυκού κι αυτοί επιβλέπουν τη διαδικασία αυτή, μοιράζοντας τα κουταλάκια και σε όσους μόνον αυτοί θέλουν την κουτάλα της σούπας (βλ. ασύλληπτος τρόπος μοριοδότησης για θέσεις ευθύνης, μόνο εξειδικευμένη επιμόρφωση κλπ). Κατακαημένοι συνάδελφοι κυρ Μέντιοι...πόσο μας λυπάμαι!! Πόσο!!...». Μια νησίδα «ειδικών συνθηκών» λοιπόν την οποία διαφεντεύουν ολίγοι κρυμμένοι πίσω από παραπετάσματα νομολογιών και άρθρων του συντάγματος. Το άρθρο 92 δεν αναφέρει τίποτ’ απ’ όσα υποβολιμαία οδήγησαν τον κλάδο σε τέτοια παρακμή και που ο νέος υπό ψήφιση «κώδικας» έχει έτσι κατασκευαστεί για να τα διατηρήσει και να τα εμπεδώσει έτι περισσότερο. Αυτά κατασκευάστηκαν μέσα από σοφιστική ρητορική και είναι μια ανυπόστατη -μεταμοντέρνας αισθητικής- τεχνική κολάζ, που παλαιότερα στόχευε και στην εξαργύρωση του παραφουσκωμένου αυτού μυθεύματος περί «ιδιαιτερότητας» με χρηματικές απολαβές (πόρος, επίδομα «ειδικών συνθηκών» κ.λπ. που ακόμα και σήμερα υπάρχει στη ρητορική των πλείστων όσων συνδικαλιστών, προσπαθώντας έτσι επικαλούμενοι τα περασμένα κλέη να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της διαχείρισης της παρούσας κατάστασης στα χέρια τους, όπως έχουν μάθει επί δεκαετίες τώρα). Όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν αφορούν τους μεμονωμένους υπαλλήλους της κατηγορίας ΔΕ, που οι περισσότεροι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν με τα μέσα που διαθέτουν ή που τους επέτρεψαν να διαθέτουν. Αναφέρεται πρωτίστως στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, που σημειωτέον προέρχονται από όλο το πολιτικό-κομματικό φάσμα, με τους οποίους συνδέονται κάποιοι wannabe διευθυντές. Η νεότερη γενιά υπαλλήλων λοιπόν βρέθηκε δυστυχώς εγκλωβισμένη μέσα σε αυτόν τον κατασκευασμένο μύθο της «ιδιαιτερότητας», απολίθωμα μιας άλλης εποχής της ελληνικής κρατικής διοίκησης, αισθανόμενη όπως η Ωραία Κοιμωμένη, περιτριγυρισμένη από αγκαθωτές περικοκλάδες που αποτρέπουν τόσο την έξοδό μας, όσο και την είσοδο άλλων. Μόνο που αυτή η Ωραία Κοιμωμένη των ελληνικών δικαστηρίων είναι πλέον σε εγρήγορση και διαθέτει κριτική σκέψη. Κάποιος «πρίγκιπας» λοιπόν πρέπει να βρεθεί για να σπάσει αυτή την αθλιότητα. Η Βουλή των Ελλήνων κι εσείς, κ. Υπουργέ, θα μπορούσατε να παίξετε αυτόν τον συμβολικό ρόλο, στέλνοντας για αναθεώρηση αυτόν τον «Κώδικα». Η πιθανή, αν και απευκταία, ψήφισή του θα σημάνει τεράστια οπισθοδρόμηση στον χώρο των δικαστικών υπηρεσιών. Είναι καιρός να εμπεδωθεί ότι διαφορετικό πράγμα είναι η απόδοση δικαιοσύνης, που αποτελεί ύψιστο έργο των δικαστικών λειτουργών, και διαφορετικό πράγμα είναι η υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων και η διοικητικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες των δικαστικών υπηρεσιών. Η υποβολιμαία σύνδεση αυτών των δύο από αυτό τον εσμό συμφερόντων, που εκφράζονται με έναν κακώς εννοούμενο, δυστυχώς, συνδικαλισμό, έχουν φέρει σε πολύ άσχημο σημείο συνθηκών εργασίας τον κλάδο μας. Διότι τα συμφέροντα αυτά κωφεύουν πεισματικά στις επιταγές της νέας εποχής, οι οποίες μπορεί μεν να ξεβολεύουν πολλούς από διάφορα προσωποπαγή ή κλαδικών συμφερόντων οφίκια, αλλά αν μη τι άλλο προωθούν το δημόσιο συμφέρον μέσω της διαφάνειας που μπορούν να προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες και οι σύγχρονες αντιλήψεις περί δημόσιας διοίκησης. Αν ψηφιστεί αυτός ο «κώδικας» ως έχει, οι μόνοι που θα «πρωτοτυπούν», αρνητικά φυσικά, θα είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι. Μη σας αναγκάσουν, κ. Υπουργέ, να συμμετέχετε σε αυτό το άγος! Η μόνη απλή και ανέξοδη λύση είναι να απαιτηθεί η πλήρης εφαρμογή του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα και στους δικαστικούς υπαλλήλους. Να εναρμονιστεί πλήρως ο κώδικας δικ. Υπαλλήλων με τον δημοσιοϋπαλληλικό και μάλιστα με πρόβλεψη επικαιροποίησης του πρώτου όπου και όταν επικαιροποιείται ο δεύτερος. Απλό, δοκιμασμένο και κυρίως δίκαιο. Θα διαβάσατε, κ. Υπουργέ, στα περισσότερα σχόλια της διαβούλευσης για το Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας (ΕΣΚ). Είναι εύκολο κανείς να κατανοήσει τι ακριβώς θέλησαν να κάνουν τα ίδια παραπάνω περιγραφόμενα συμφέροντα, όταν εναγωνίως και χωρίς καμία ενημέρωση έσπευσαν να εξαιρέσουν τον κλάδο μας από το νόμο 4440/2016 του ΕΣΚ, επικαλούμενα (τα συμφέροντα και οι εκπρόσωποί τους) την «ιδιαιτερότητα» και κοπτόμενα για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης… Λες κι αν μετατάσσονταν υπάλληλοι από και προς τα δικαστήρια και υπήρχε καλύτερη στελέχωση (ποιοτικά και ποσοτικά) θα τρωνόταν η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης από τους υπαλλήλους αυτούς!!! Οποίος βαυκαλισμός, οποία αμετροέπεια, οποία αλαζονεία!! Ίσα-ίσα που θα ενδυναμωνόταν ποσοτικά και ποιοτικά. Το κύριο μέλημα αυτών των ίδιων συμφερόντων που επεδίωξαν την εξαίρεση του κλάδου από το ΕΣΚ, δεν ήταν φυσικά η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Ήταν μη τυχόν και έρθουν προσοντούχοι υπάλληλοι και διεκδικήσουν τις θέσεις ευθύνης και γενικώς μήπως αυτοί οι προσοντούχοι «ανοίξουν τα μάτια» της Ωραίας Κοιμωμένης και δει τη σύγχρονη πραγματικότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε ποιους μετά θα χορηγούσαν «χρυσωμένα χάπια ιδιαιτερότητας» και «ειδικών συνθηκών» και πώς θα συνέχιζαν την συνδικαλιστική τους καριέρα; Σε ποιους θα επέβαλαν το ρόλο τους ως ποιμένες; Έτσι προτίμησαν να μην «περιμένουν τους Βαρβάρους», αλλά να τους «αναχαιτίσουν» μέσω της εξαίρεσής μας από τον Ν. 4440/2016 του ΕΣΚ, που είναι καταφανώς (και αποδεδειγμένα) ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ. Ή αλλιώς η συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων στο ΕΣΚ δεν αντίκειται στο σύνταγμα, όπως ψευδώς υποστηρίζεται στα πλαίσια αυτού του μυθεύματος περί «ιδιαιτερότητας». Αυτή τη φαύλη κατάσταση πρέπει η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου και η Βουλή των Ελλήνων να την διαλύσει ως «σκεύη κεραμέως» εδώ και τώρα, χωρίς δισταγμούς και σκέψεις για πολιτικό κόστος. Η εκτελεστική εξουσία πρέπει να φανεί σε αυτή την περίπτωση αρωγός της δικαστικής και να επιβάλλει την πραγματική ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ και στην διοικητική διαδικασία της δικαιοσύνης. Η εκτελεστική εξουσία πρέπει εδώ να παρέμβει βοηθητικά ώστε το κόστος που πληρώνει ο Έλληνας πολίτης για την απόδοση Δικαιοσύνης και τις πέριξ αυτής διαδικασίες να είναι αντάξιο των δαπανών του και των προσδοκιών του απ’ αυτήν. Όλα αυτά που ζητάνε ή καταγγέλλουν εναγωνίως τα περισσότερα σχόλια της διαβούλευσης, στην πραγματικότητα αποτελούν φωνές προάσπισης του ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ έναντι οποιουδήποτε κλαδικού συμφέροντος, προσωπικού ή φατρίας εντός του κλάδου. Ο πραγματικός στόχος σας, κ. Υπουργέ, σε σχέση με τον «κώδικα» δικαστικών υπαλλήλων πρέπει να είναι ο πολίτης και οι ικανοποιητικές ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ για απόδοση δικαιοσύνης (οι ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, όχι η ίδια η απόδοση δικαιοσύνης, που αναμφισβήτητα είναι αποκλειστικό έργο των Δικαστών, οι οποίοι διαθέτουν δικό τους κώδικα). Κι αυτό θα το επιτύχετε μόνον αν ζητήσετε να ισχύσουν και στον κώδικα δικαστικών υπαλλήλων αναφορικά με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, τις άδειες, την επιμόρφωση, την κινητικότητα κλπ ό,τι ακριβώς ισχύει και στην υπόλοιπη δημόσια διοίκηση, όπως αυτά εκφράζονται στον κώδικα δημοσίων υπαλλήλων. Μόνο έτσι θα σπάσει η φαυλότητα αυτή. Στις μεταθέσεις, αποσπάσεις κλπ να υπάρξει ψηφιακή πλατφόρμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης όπου τα κενά να φαίνονται δημόσια και οι αιτήσεις να γίνονται ψηφιακά. Τα ψηφιακά οργανογράμματα τα οποία υποχρεώθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών ως τελευταίος ίσως φορέας (!!!!!!) το Υπ. Δικαιοσύνης να εκπονηθούν από τις κατά τόπους δικαστικές υπηρεσίες να απαιτήσετε να συμπληρωθούν με την κάθε λεπτομέρεια που απαιτείται σε αυτά (περιγραφές θέσεων κλπ) και να επικαιροποιούνται συνεχώς. Εκ των ων ουκ άνευ είναι να ιδρυθεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικό Τμήμα αρμόδιο για αυτές τις πλατφόρμες του ΕΣΚ, γιατί προφανώς τα κατά τόπους δικαστήρια δεν είναι σε θέση να εποπτεύουν τη διαδικασία αυτή. Χρειάζεται και κεντρική εποπτεία σε αυτό, μια επιτελικής μορφής διοίκηση. Μέσα από τέτοιες καλές πρακτικές, αποδεκτές πλέον από όλα τα σύγχρονα ευνομούμενα κράτη, θα διαλύσετε τα συμφέροντα όσων μας εξαίρεσαν από το Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας. Η άρση ένταξής μας θα συμβάλλει πολύ στη διάλυση αυτών των συμφερόντων οπισθοδρόμησης!!! Στο ειδικό Τμήμα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης που θα επιλαμβάνεται των ψηφιακών οργανογραμμάτων του ΕΣΚ, θα πρέπει να τεθεί σαφώς η περιγραφή καθηκόντων στις αντίστοιχες οργανικές θέσεις, όπως προβλέπουν τα ψηφιακά οργανογράμματα του ΕΣΚ του ΥΠΕΣ. Είναι απαραίτητο και επιβεβλημένο διοικητικά να γνωρίζει το ελληνικό κράτος την κατανομή και το αντικείμενο εργασίας που απαιτεί η κάθε θέση και στα δικαστήρια, άρα και την αντίστοιχη ειδικότητα που θα το εκτελεί. Στα συμφέροντα όμως που περιγράφηκαν πιο πάνω αυτό δεν «βολεύει», αντίθετα βολεύει η ύπαρξη μιας νεφελώδους κατάστασης, όπου όλοι, είτε είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είτε πτυχιούχοι, είτε κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος, να φαίνεται ότι κάνουν την ίδια δουλειά. Αν ανοίξει κανείς τώρα αυτά τα οργανογράμματα θα δει ακριβώς αυτό που περιγράφω. Πουθενά δεν περιγράφονται καθήκοντα, πουθενά δεν υπάρχει κάποια εκλογίκευση σχετικά με το αντικείμενο των θέσεων. Προφανώς και δεν πρέπει να είναι έτσι τα πράγματα. Το ΕΣΚ στα ψηφιακά οργανογράμματα δεν ζητάει αυτή την αοριστία. Και προφανώς πρέπει να εξορθολογιστούν και να περιγραφούν με σαφήνεια όλα αυτά και για τις δικαστικές υπηρεσίες. Σε τι θα έβλαπτε αυτό την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης; Ίσα-ίσα που θα την καθιστούσε ακόμη πιο ισχυρή μέσω της διαφάνειας, που είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ανεξαρτησίας της!!! Η «βλάβη» μέσα από αυτόν τον απαραίτητο εξορθολογισμό προκαλείται αλλού: στα συμφέροντα που παραπάνω περιγράφηκαν και που κρατούν όμηρο ολόκληρο τον κλάδο και τον εκσυγχρονισμό των δικαστικών υπηρεσιών. Σχετικά με τα παραπάνω, ένα σημείο που θα έπρεπε να αλλάξει επίσης στον «κώδικα» είναι το αρ. 85 που αναφέρεται στην συγκρότηση των Υπηρεσιακών Συμβουλίων (ΥΣ). Οι δικαστές που συμμετέχουν στα συμβούλια αυτά ορίζονται με κλήρωση κάθε χρόνο. Αντίθετα οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων αναδεικνύονται με εκλογές κάθε 2 χρόνια. Επειδή τα ΥΣ είναι ζωτικής σημασίας για την εν γένει υπηρεσιακή κατάστασή μας, για τις εξελίξεις μας κ.λπ. θα έπρεπε να διασφαλιστεί τρόπος ώστε οι εκπρόσωποί μας εκεί να εναλλάσσονται, όπως οι δικαστές, ώστε να μη δημιουργούνται πάγιες καταστάσεις επανάληψης εκλογής των ίδιων μελών για πολλά χρόνια με στόχο την αμεροληψία και την ανεξαρτησία τους ως προς τις κρίσεις τους. Θα μπορούσε να προταθεί και να ισχύσει αυτοί να κληρώνονται, κατ’ αναλογίαν με τους δικαστές, μέσα από μια «δεξαμενή» όσων θα το επιθυμούσαν και θα είχαν κάποια προαπαιτούμενα, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή τη «δεξαμενή». Οι δικαστικές υπηρεσίες είναι γεγονός ότι έχουν ανάγκη από περισσότερους και πιο καταρτισμένους στη σύγχρονη διοίκηση και στις νέες τεχνολογίες υπαλλήλους που δεν ασχολούνται με το δικαιοδοτικό έργο, αλλά με πολλά άλλα πολύ σημαντικά επίσης ζητήματα καθημερινά, όπως είναι η συναλλαγή με δικηγόρους και πολίτες, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών κ.α.. Η δημιουργία του κλάδου «Επικουρίας Δικαστικού Έργου» ίσως συμβάλλει στο ξεκαθάρισμα αυτού του νέφους μεταξύ δικαιοδοτικού, υποστηρικτικού και διοικητικού έργου που εκπονείται στα ελληνικά δικαστήρια, θολού νέφους που σκοπίμως έχει καλλιεργηθεί επί δεκαετίες. Παρά ταύτα, ο καθένας, λογικά σκεπτόμενος, που διαβάζει τον «κώδικα» αυτό, καταλαβαίνει ότι ο κλάδος των «Επίκουρων» μοιάζει να είναι ένα «παράταιρο μπόλι». Φανερό ότι δεν είναι υπάλληλοι, αλλά οιονεί «ερευνητές», όπως δηλώνει άλλωστε και η υπηρεσιακή εξέλιξή τους σε ερευνητικούς βαθμούς, όμοιους με αυτούς σε ερευνητικά κέντρα ή σε πανεπιστήμια. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι ευπρόσδεκτοι, εφόσον θεωρείται ότι θα συμβάλλουν στο έργο της δικαιοσύνης, αλλά δεν είναι κατανοητό πώς μπορούν να βρίσκονται στον ίδιο κώδικα με τους δικαστικούς υπαλλήλους. Χρειάζεται περισσότερη προσοχή σε αυτό το θέμα κι από θεσμική άποψη. Ίσως ένας αυτόνομος κώδικας για αυτούς να ήταν η καλύτερη λύση. Όλα αυτά τα σχόλια στη διαβούλευση, που θα ήταν ακόμη περισσότερα αν δεν υπήρχε αφενός φόβος να εκφραστεί κανείς δημόσια (mobbing), αφετέρου μια στρεβλή εννοιολόγηση περί «συμφέροντος», πέραν βέβαια τις κλασικής αδιαφορίας και της «απολίτικης στάσης», στην πράξη αυτά τα σχόλια συνιστούν μια ηχηρή έκκληση τόσο στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όσο και στη Βουλή των Ελλήνων να μην παραδώσουν αβλεπί προς ψήφιση αυτόν τον άθλιο «Κώδικα». Κλείνοντας και με κίνδυνο να κουράσω, νιώθω την ανάγκη να ξαναπώ ότι οι δικαστικές υπηρεσίες είναι πλέον απαραίτητο τόσο προσωπικό, κατάλληλα εκπαιδευμένο και με σύγχρονη αντίληψη διοίκησης που να ηγηθεί, όσο και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, και βέβαια επιμόρφωση του υφιστάμενου προσωπικού στις νέες τεχνολογίες. Η προτεινόμενη στον «κώδικα» επιμόρφωση έχω την αίσθηση ότι προασανατολίζεται σε νομικά ζητήματα. Εκείνο όμως που είναι περισσότερο αναγκαίο είναι οι νέες τεχνολογίες. Είναι απορίας άξιον για έναν ουδέτερο παρατηρητή, που δεν γνωρίζει αυτά που παραπάνω εκτέθηκαν, γιατί οι υπηρεσίες αυτές εν έτει 2021 έχουν μείνει τόσο πίσω σε αυτούς τους τομείς (εξειδικευμένο προσωπικό, τεχνολογίες, επιμόρφωση). Και η πιο μεγάλη «απορία» έγκειται στο γιατί ο νέος προς ψήφιση «κώδικας» επιμένει να προωθεί τα αντίθετα από τα παραπάνω ζητούμενα, παρά το ότι η αιτιολογική έκθεση επικαλείται μεταξύ άλλων τον εκσυγχρονισμό. Πουθενά όμως δεν υπάρχει «α-πορία», δηλαδή έλλειψη σημείου προσπέλασης ώστε να κατανοηθεί κάτι, όταν κάποιος έχει διάθεση παρατήρησης από κοντά μιας κατάστασης, πόσο μάλλον όταν την βιώνει και σκέφτεται πάνω σε αυτήν (αναστοχασμός). Το προεκτεθέν ερμηνευτικό πλαίσιο, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο, θεωρώ ότι δίνει τις βασικές συνισταμένες για να απαντήσει κανείς στο γιατί υπάρχουν τα πολύ παράδοξα αυτά σημεία στον «κώδικα» αυτό, σημεία που στηλιτεύονται στα περισσότερα σχόλια της διαβούλευσης. Διαβάζοντας τα σχόλια ένιωσα την ανάγκη να τα συνδέσω με το συμφραζόμενο όπως το κατάλαβα και το βιώνω εγώ στα χρόνια που υπηρετώ, με την ελπίδα να βοηθήσω όλους τους συναδέλφους να καταλάβουν κάποιες αιτιώδεις σχέσεις και να μη φοβούνται να διεκδικούν τα αυτονόητα. Επίσης να τα διαβάσουν αυτοί που πρέπει έχοντας την πεποίθηση ότι θα σκύψουν με ενδιαφέρον και διάθεση δικαίου, ώστε να επιβάλουν το δημόσιο συμφέρον έναντι οποιουδήποτε άλλου προσωπικού, κατηγοριακού ή κλαδικού. Για να περάσουμε επιτέλους και στις δικαστικές υπηρεσίες στη φάση του επιτελικού, λεγόμενου, κράτους και να αφήσουμε πίσω το πελατειακό και όλους τους διχασμούς και την αναποτελεσματικότητα και τελικά την αδικία που φέρει. Πρέπει να προχωρήσουμε. Για τις παθογένειες στην ελληνική κρατική διοίκηση έχουν εκπονηθεί πολλές μελέτες. Θα αρκεστώ απολύτως ενδεικτικά σε δύο παραπομπές: ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΛΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ: https://www.kathimerini.gr/economy/local/256084/kai-i-elliniki-dioikisi-me-tin-pathogeneia-toy-kratoys/?fbclid=IwAR1qhYX8ZWXFNnBfn5CbiMbPlBV8lO7g1kzI47FvXY_j-3cWN-2UhGYIZUM ΜΙΑ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗ ΜΕΛΕΤΗ: https://www.nb.org/greek/pathogeneies-tis-ellinikis-dimosias-dioikisis-kai-protaseis-ypervasis-tous.html?fbclid=IwAR1Ppmv3-nDwHmRP3Surokk5vxWAm0O_C3wJ-0yaGQ0AODvhVL8y4N4A1S0