Αρχική Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίουΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ Άρθρο 13 Δικαίωμα επικοινωνίας – Αντικατάσταση άρθρου 1520 ΑΚΣχόλιο του χρήστη Ευαγγελία | 24 Μαρτίου 2021, 10:45
Σύμφωνα με Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου της Σουηδίας για την Υγεία και την Ευημερία για το 2004, το διάταγμα κοινής επιμέλειας παιδιού είναι πολύ πιο απαιτητική διευθέτηση για τους γονείς, από ότι είναι η άσκηση του γονικού ρόλου, στην «πυρηνική οικογένεια». Σουηδοί γονείς ανέφεραν ότι, η συγκεκριμένη διευθέτηση απαιτεί, συνεχώς, την ανάγκη για επικοινωνία με τον άλλο γονιό, σε ότι αφορά την κατ’ οίκον εργασία, τις εξωσχολικές δραστηριότητες, τα προβλήματα με φίλους και το σχολείο. Αναφέρεται ότι, ακόμα και οι πιο υπεύθυνοι γονείς, οι οποίοι διατηρούν εξαιρετικές σχέσεις μετά το χωρισμό τους, παραδέχονται ότι υπήρξαν στιγμές που δοκιμάστηκαν, τόσο η υπομονή, όσο και οι δεξιότητες συνεργασίας τους (A. Newnham. (2011). Shared Residence: lessons from Sweden. Child & Family Law Quarterly. σελ. 251-267). Kάθε φορά που υπάρχει αίτημα για κοινή επιμέλεια παιδιού ενώπιον του Δικαστηρίου, θα πρέπει να τυγχάνει εξέτασης από ειδικό, ο οποίος να εισηγείται τον τύπο του προγράμματος που ανταποκρίνεται καλύτερα, στις εξατομικευμένες αναπτυξιακές και συναισθηματικές ανάγκες του κάθε παιδιού. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα που πιθανόν να ενδείκνυται για ένα παιδί 18 μηνών, κατόπιν αξιολόγησης των αναγκών του, που αφορούν, μεταξύ άλλων, την ικανοποίηση των αναγκών του για ασφάλεια, συνοχή και σταθερές σχέσεις με τα αντικείμενα γύρω του, είναι διαφορετικό από αυτό που ίσως θα ήταν πιο κατάλληλο για ένα παιδί των 6 ετών. Επίσης, διαφορετικό πρόγραμμα θα έχει ένα παιδί του οποίου οι γονείς συνεργάζονται και άλλο ενός του οποίου οι γονείς βρίσκονται σε σύγκρουση. Η βιβλιογραφία και η έρευνα, διχάζεται σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου μέτρου, όταν επιβάλλεται από το Δικαστήριο, σε περιπτώσεις ισχυρής αντιδικίας και διαμάχης μεταξύ των γονιών. Είναι για το λόγο αυτό, που σε κάποιες χώρες, βάσει νόμου, δεν εγκρίνεται η έκδοση τέτοιου διατάγματος, εάν οι γονείς δεν συμφωνούν μεταξύ τους (πχ. Νορβηγία, Ισπανία) [βλ. Council of Europe Family Policy Database. Social Policy and Family Law: Marriage, Divorce and Parenthood. www.coe.int/familypolicy/database].Συγκεκριμένα, η βιβλιογραφία αναφέρεται στον κίνδυνο, τα Δικαστήρια να αντιμετωπίσουν την αντιδικία των γονιών με υπέρμετρη αισιοδοξία, θεωρώντας ότι η χρήση ενός τέτοιου διατάγματος, θα επιλύσει τις όποιες διαφορές, αμβλύνοντας τη συγκρουσιακή τους σχέση. Σύμφωνα με την Έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου για την Υγεία και Ευημερία της Σουηδίας για το 2004, αρχικά το διάταγμα αυτό, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο εκπαίδευσης των γονιών, ούτως ώστε να μάθουν να συνεργάζονται μεταξύ τους. Στην πράξη, όμως, το αποτέλεσμα έδειξε ότι η καλή άσκηση του γονικού ρόλου ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τη χρήση διαταγμάτων κοινής επιμέλειας παιδιού. Και αυτό, γιατί το εν λόγω διάταγμα, είναι νομικό και όχι ψυχολογικό εργαλείο μιας νομικής και όχι ψυχολογικής προσέγγισης. Στην ίδια Έκθεση αναφέρεται, επίσης, ότι, σε περιπτώσεις όπου εκφράζονται κατηγορίες από τον ένα γονιό εναντίον του άλλου για χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, ψυχιατρικές διαταραχές, ενδοοικογενειακή βία και παιδική κακοποίηση, και δεν τεκμηριώνονται στο Δικαστήριο, αντιμετωπίζονται από αυτό ως λιγότερο σημαντικές, έχοντας την αισιοδοξία ότι το διάταγμα κοινής επιμέλειας, θα λύσει τα μεταξύ τους προβλήματα. Στην πραγματικότητα, όμως, μια τέτοια απόφαση, εκθέτει τα παιδιά σε σοβαρούς κινδύνους. Παρότι, παιδιά που ερωτήθηκαν για τους σκοπούς της εν λόγω Έκθεσης, ήταν στην πλειοψηφία τους ευχαριστημένα με το διάταγμα κοινής επιμέλειας, αυτά που δεν ήταν, αισθάνονταν παγιδευμένα εν μέσω της συνεχιζόμενης διαμάχης των γονιών τους και βρίσκονταν σε κακή συναισθηματική κατάσταση, θεωρώντας ότι η απόφαση αυτή ικανοποιούσε μόνο τις επιθυμίες των γονιών τους. 17. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, όταν τα παιδιά βρίσκονται στη μέση της διαμάχης των γονιών τους, είτε κατά τη διάρκεια του γάμου τους είτε μετά το διαζύγιο, είναι δυνατόν να αναπτύξουν συμπεριφορικά και συναισθηματικά προβλήματα. Είναι γεγονός ότι, πολλά παιδιά των οποίων οι γονείς τσακώνονται συνεχώς, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δεν τα ενοχλεί το διαζύγιο, εάν αυτό σημαίνει ότι θα έχουν ηρεμία στη ζωή τους και την ευκαιρία να αγαπούν τους γονείς τους, χωρίς να αισθάνονται ενοχές (loyalty conflicts). Σε περίπτωση, όμως, που η διαμάχη των γονιών μετά το διαζύγιο χειροτερέψει, τα παιδιά αναπτύσσουν ανασφάλειες, γίνονται ευάλωτα, αισθάνονται ενοχές (loyalty conflicts) και φόβο να αγαπούν και τους δύο τους γονείς ή να εκφράζουν την αγάπη τους για τον ένα γονιό στην παρουσία του άλλου γονιού. 18. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που πιθανόν να αποστασιοποιηθούν από τον ένα γονιό, καθώς αισθάνονται ότι αδυνατούν να διαχειριστούν το άγχος που τους δημιουργεί η πιο πάνω κατάσταση. Επιπλέον, μπορεί να τείνουν να επιρρίπτουν ευθύνες στον εαυτό τους για τη συγκρουσιακή σχέση των γονιών τους ή πιθανόν να αναγκάζονται να παίρνουν το μέρος του ενός γονιού και να τον υπερασπίζονται, κατά τη διάρκεια τσακωμών, με κίνδυνο τη δημιουργία «ψυχολογικής διάσπασης» («psychological splitting»), δηλαδή, την καταστροφική «εμπέδωση», μέσα τους, ότι, όντως, ο ένας ο γονιός είναι ο «κακός» και ο άλλος είναι ο «καλός». Η σημερινή βιβλιογραφία, αναγνωρίζοντας τη σημαντικότητα της ενεργού εμπλοκής και των δύο γονιών στη ζωή των παιδιών, στις περιπτώσεις όπου οι πρώτοι βρίσκονται σε έντονη διαμάχη μεταξύ τους, συστήνει την χρήση δύο εργαλείων, προκειμένου να εκδίδονται διατάγματα, που να ενθαρρύνουν την από κοινού άσκηση γονικών καθηκόντων. Αυτά αφορούν την συμμετοχή των γονιών σε εκπαιδευτικά προγράμματα «αποδέσμευσης» (disengagement programmes) και τη χρήση διαταγμάτων παράλληλης άσκησης γονικών καθηκόντων (Parallel Parenting). Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν είναι απαγορευτικό ως προς την δυνατότητα έκδοσης αποφάσεων κοινής επιμέλειας. Γιατί ν' αλλάξει οριζόντια και να μην προβλεφθούν θεσμοί και μηχανισμοί για την κατά το δυνατό καλύτερης αξιολόγηση κάθε περίπτωσης;