Αρχική Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίουΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ – ΚΑΤΟΙΚΙΑ, ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ Άρθρο 3 Κατοικία ανηλίκου – Τροποποίηση άρθρου 56 ΑΚΣχόλιο του χρήστη Χρίστος Α. Ζέρβας | 28 Μαρτίου 2021, 00:25
Συνεπιμέλεια: Ο κίνδυνος για αμετάκλητη… θυματοποίηση των παιδιών Ο Γιώργος Νικολαΐδης, Ψυχίατρος και Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού στο Propago Προ λίγων ημερών δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την άσκηση της γονεϊκής μέριμνας, νομοσχέδιο που είναι περισσότερο γνωστό ως «συνεπιμέλεια» καθώς εισάγει για πρώτη φορά την υποχρεωτική συνεπιμέλεια των παιδιών των χωρισμένων γονιών καθιερώνοντας υποχρέωση διαμονής των ανηλίκων κατά τα 2/3 του χρόνου στον έναν και κατά το 1/3 του χρόνου στον άλλο γονέα τους. Το νομοσχέδιο έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων ένθεν κακείθεν. Ωστόσο μια από τις ρυθμίσεις που εμπεριέχει μοιάζει να έχει ξεχωριστή σημασία. Το Άρθρο 13 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, το οποίο αντικαθιστά το Άρθρο 1520 του Αστικού Κώδικα, προβλέπει ότι «Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας» (δηλαδή τον διαμοιρασμό του χρόνου διαβίωσης του παιδιού 2/3-1/3) «είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής». Τι σημαίνει αυτό σε απλά ελληνικά; Ότι ακόμα κι αν ο ένας γονέας έχει κατηγορηθεί για εγκλήματα κατά του παιδιού του θα πρέπει πρώτα η καταδικαστική απόφαση να γίνει «αμετάκλητη» μέχρι να αναιρεθεί ο κανόνας του «2/3-1/3». «Αμετάκλητη» δικαστική απόφαση θεωρείται όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα – στην πράξη «αμετάκλητη» είναι μόνο η απόφαση του Αρείου Πάγου. Αυτό είναι σαν να τιμωρεί η πολιτεία όσα παιδιά βρίσκουν το θάρρος να σπάσουν τη σιωπή και να μιλήσουν Μια υπόθεση κακοποίησης παιδιού, σωματικής ή σεξουαλικής για παράδειγμα, για να δικαστεί σε πρώτο βαθμό, να πάει στο Εφετείο και να τελεσιδικήσει στον Άρειο Πάγο, συχνά χρειάζεται να ξεπεράσει τη δεκαετία. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ένα παιδί που κακοποιείται από τον ένα γονιό του και βρίσκει το θάρρος να το καταγγείλει θα πρέπει υποχρεωτικά να περνάει το 1/3 του χρόνου του με τον κακοποιητή γονιό του μέχρι να ενηλικιωθεί. Και όχι απλώς να είναι σε επικοινωνία με τον κακοποιητή γονιό του: να βρίσκεται στο 1/3 του χρόνου στον πλήρη έλεγχο του γονέα που το κακοποίησε σωματικά ή και σεξουαλικά στερούμενο κάθε προστασίας. Αυτό είναι σαν να τιμωρεί η πολιτεία όσα παιδιά βρίσκουν το θάρρος να σπάσουν τη σιωπή και να μιλήσουν. Είναι σαν να τα παραδίδει στους κακοποιητές για να τα κακοποιήσουν ξανά και ξανά, να τα εκδικηθούν που μίλησαν, να τα εκβιάσουν, να τα κάνουν με κάθε τρόπο να ανακαλέσουν τη μαρτυρία τους προκειμένου οι δράστες να αθωωθούν. Είναι σαν η πολιτεία να προτρέπει τα παιδιά να υπομένουν την καθημερινή θυματοποίησή τους σιωπηλά, αφού αν τυχόν μιλήσουν θα ξέρουν τι θα τα περιμένει. Κι ας μη βιαστούν κάποιοι να υποστηρίξουν ότι το άρθρο αναφέρει το «αμετάκλητο» ως μια εξαιρετική περίσταση χωρίς να το θέτει ως ρητή προϋπόθεση για την άρση της επικοινωνίας των δραστών με τα παιδιά θύματα. Ακόμα και οι μη νομικοί γνωρίζουμε πως οι νόμοι δεν αναφέρουν τυχαία πράγματα και καταστάσεις. Άλλωστε το «αμετάκλητο» της δικαστικής απόφασης αναφέρεται και παρακάτω στο Άρθρο 14 τού υπό διαβούλευση νομοσχεδίου ως προϋπόθεση για την απόφανση των δικαστηρίων περί «κακής άσκησης» της γονεϊκής μέριμνας. Ούτε έχουν κανένα νόημα οι ρητές αυτές αναφορές του νομοθετήματος επειδή «ούτως ή άλλως έτσι ισχύει» (αν ήταν γι’ αυτό, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος ειδικής μνείας του «αμετάκλητου» σε ένα νομικό κείμενο). Στην πράξη η αναφορά αυτή θα περιορίζει την υπαρκτή έως σήμερα δυνατότητα των δικαστηρίων να επιβάλουν περιοριστικά μέτρα προστασίας των κακοποιημένων παιδιών από τους δράστες που τυγχάνουν γονείς τους γυρίζοντας το νομικό σύστημα της χώρας στο ρωμαϊκό δίκαιο του «δικαιώματος του πατέρα στη ζωή», όπου οριζόταν ότι κανείς πατέρας δεν μπορούσε να κατηγορηθεί στο δικαστήριο επειδή αφαίρεσε τη ζωή του παιδιού του! Όσο δε για τους συνήθεις ισχυρισμούς ότι θα επιταχυνθεί η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης (έτσι ώστε το «αμετάκλητο» να κρίνεται νωρίτερα από… μια δεκαετία), αυτοί φυσικά δεν πείθουν κανέναν: όλοι όσοι έχουμε εμπλακεί σε υποθέσεις κακοποίησης παιδιών γνωρίζουμε ότι δίνεται πραγματική μάχη για να μπορέσουν να δικαστούν οι φερόμενοι ως δράστες πρωτόδικα εντός του 18μήνου της προφυλάκισης και να μην αφεθούν ελεύθεροι – το να ισχυρίζεται κανείς ότι θα εκδικαστούν ανάλογες υποθέσεις και στον Άρειο Πάγο σε εύλογο χρονικό διάστημα μοιάζει ευχολόγιο χωρίς αντίκρισμα. Άλλωστε, ακόμα και μια μέρα παράδοσης ενός παιδιού θύματος που έχει μιλήσει στον ίδιο το δράστη προκειμένου αυτός να το κάνει ό,τι θέλει είναι έγκλημα χωρίς προηγούμενο, μια ανείπωτη φρικωδία που δεν πρέπει, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σε οποιαδήποτε περίπτωση και για οποιουσδήποτε λόγους. Η ελληνική πολιτεία δεν μπορεί να είναι συνεργός και ενορχηστρωτής ενός τέτοιου εγκλήματος ή μάλλον μιας σωρείας τέτοιων εγκλημάτων που θα διαπραχθούν αν η υπό διαβούλευση ρύθμιση τελικά ψηφιστεί ως έχει. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αποδεχθεί να παραδίδονται «με το νόμο» τα παιδιά θύματα στους δράστες, δεν θα επιτρέψει ένα τόσο ειδεχθές κατά συρροή έγκλημα. Αντιλαμβανόμαστε ότι το τελικό κείμενο του νομοσχεδίου που πέρασε από διάφορα στάδια επεξεργασίας αποτέλεσε πεδίο σφοδρών αντιπαραθέσεων και η τελική εκδοχή αντικατοπτρίζει λεπτές ισορροπίες ανάμεσα σε αντιτιθέμενες αντιλήψεις και ομάδες καταλήγοντας σε διατυπώσεις όπως οι συγκεκριμένες που περιλαμβάνονται στα Άρθρα 13 και 14. Στο πεδίο όμως της προστασίας των παιδιών από τη βία και την κακοποίηση δεν μπορεί να πρυτανεύουν αντιλήψεις συμβιβασμών και εκπτώσεων. Ευελπιστούμε ότι έστω και την ύστατη στιγμή θα κυριαρχήσει η λογική, θα αποσυρθούν οι επίμαχες διατάξεις και θα γίνει αντιληπτό ότι η υποχρέωση της κοινωνίας μας να παρέχει στα παιδιά θύματα κακοποίησης επαρκή προστασία είναι υπέρτερη κάθε άλλης αντιπαράθεσης. Και σε αυτό όλοι οι φορείς, θεσμικοί και της κοινωνίας των πολιτών, που έχουν ως αποστολή τους την προάσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού οφείλουν να συστρατευθούν, τοποθετούμενοι ξεκάθαρα. Ο