• Σχόλιο του χρήστη 'Σακκάς Ιωάνης Εισαγγελέας Πρωτοδικών' | 7 Φεβρουαρίου 2010, 22:50

    Σακκάς Ιωάνης Εισαγγελέας Πρωτοδικών 7 2 2010 1 Κατ’ αρχήν η επαναφορά του αυτοδιοίκητου με νόμο της Βουλής (με ειλικρινή βελτίωση των παλαιοτέρων διατάξεων) στο χώρο της δικαιοσύνης καταφανώς ενισχύει περαιτέρω την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών (Δικαστών κάθε κλάδου και Εισαγγελέων) που προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα και κατά συνέπεια θα προβάλλονται υποχρεωτικά δια μέσου δημοκρατικής διαδικασίας και διαφάνειας τα όποια ζητήματα προκύπτουν στο χώρο της δικαιοσύνης προκειμένου αυτά να επιλύονται και να λαμβάνει δικαιωματικά γνώση ο λαός και ο τύπος, αφού η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο κάστρο της δημοκρατίας και αφορά καθημερινά τους πολίτες και μέχρι σήμερα έχουν συσσωρευτεί πλείστα προβλήματα που δεν λύθηκαν από τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. 2. Οι αντιλήψεις περί της διατήρησης της δοτής διοίκησης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών εκ του άνωθεν δια της ηγεμονίας του ενός απηχούν αντιλήψεις ηγεμονιών και δεν συνάδουν με την σύγχρονη πλήρη δημοκρατική και συνταγματική λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών. Οι αντιλήψεις περί συμμετοχής δικηγόρων (ελευθέρων ιδιωτών νομικών επαγγελματιών-επιτηδευματειών) στην διαδικασία αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων και εισαγγελιών καταφανώς αναδεικνύει ευθέως ύποπτη παρέμβαση, απόπειρα κατάργησης της συνταγματικής λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών στο συνταγματικά οριζόμενο έργο τους. Τη στιγμή που οι δικηγόροι από το Υπουργείο Οικονομικών, σήμερα στην κρίσιμη δημοσιονομική κατάσταση της Ελληνικής Πολιτείας, έχουν τεθεί στο στόχαστρο ως κλάδος της οικονομίας με υψηλή φοροδιαφυγή και οι πολίτες διαμαρτύρονται ότι οι δικηγόροι δεν τους δίνουν φορολογικές αποδείξεις και αποκρύπτουν φορολογητέα ύλη, άραγε τι υπόνοιες θα έλεγε ο κάθε πολίτης για την νομιμοποίηση στο παρόν νομοσχέδιο της συμμετοχής δικηγόρων-επαγγελματιών στο αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και στην επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το αυτοδιοίκητο των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών είναι υπόθεση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και της Δικαστικής Λειτουργίας και όχι βοηθών άλλων ΝΠΔΔ που ελέγχονται δικαστικώς και διοικητικώς, όπως είναι και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι. Ο Εισαγγελικός Λειτουργός είναι ισόβιος δικαστικός λειτουργός και έχει την ίδια συνταγματική προστασία με τον Δικαστικό Λειτουργό. Κατά συνέπεια ότι ισχύει για τους Δικαστικούς Λειτουργούς θα πρέπει να ισχύει και για του Εισαγγελικούς Λειτουργούς και να μην υπάρχουν διακρίσεις και το αυτοδιοίκητο θα πρέπει να εφαρμόζεται στις Εισαγγελίες όπως ακριβώς και στα Δικαστήρια με την εκλογή Τριμελούς Συμβουλίου. Στο άρθρο 4 τα κωλύματα των περιπτώσεων γ και δ της παραγράφου 6 θα πρέπει να απαλειφθούν διότι: Πρώτον: Το αυτοδιοίκητο αναφέρεται σε δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς στο βαθμό που υπηρετούν και αφού όλοι εργάζονται και αποδίδουν δικαιοσύνη δεν είναι λογικό και αξιοπρεπές ο νομοθέτης να διαχωρίζει του δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς σε α κατηγορίας προύχοντες με δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και β κατηγορίας λειτουργούς με μειωμένα δικαιώματα και μόνο αυτό του εκλέγειν (Η ρύθμιση θυμίζει εποχές τυραννίας). Δεύτερον: Δεν είναι συμβατός ο διαχωρισμός με το δικαστικό λειτούργημα που είναι ίδιο για όλους, από τον μεν να ζητάς να είναι υποψήφιος και από τον άλλον να ζητάς να μην είναι και να είναι μόνο εκλογέας ενώ και οι δύο κατηγορίες επιτελούν το ίδιο δικαστικό λειτούργημα απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης και υπηρετούν στην οργανική τους θέση με αποτέλεσμα να δημιουργείται άνιση μεταχείριση και αντιμετώπιση κοινωνική και προσωπική. Ούτως ή άλλως και στην περίπτωση που ο έχων τα κωλύματα γ και δ έθετε υποψηφιότητα θα εκρίνετο από τους συναδέλφους του. Με τέτοιες νομοθετικές διακρίσεις, αύριο πολίτες που θα αντλούν επιχείρημα από τα κωλύματα αυτά θα έλθουν να δημιουργήσουν θέμα κοινωνικής αξιοπιστίας και κύρους τι νομικό έργο είχε ο μεν υποψήφιος και ο δε που με τα κωλύματα γ περίπτωσης απεφάνθη με δικαία κρίση και δεν εκρίθει προακτέος γιατί το δικαστικό συμβούλιο απεφάσισε γι’ αυτόν με μη εμπεριστατωμένη και ειδική αιτιολογία ή ο Επιθεωρητής δεν είχε γράψει έκθεση επιθεώρησης για τον δεύτερο. Σημαντικό είναι να θυμίσω δε στο σημείο αυτό τις δηλώσεις του Προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Κου Σ. Μπάγια Αντεισαγγελέα Εφετών, για αδικίες των υπηρεσιακών συμβουλίων που παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό του Αρείου Πάγου και απαλλάχθηκε. Η περίπτωση μάλιστα του κωλύματος με την διατύπωση « ή είχαν κριθεί οποτεδήποτε στο παρελθόν μη προακτέοι» που σημαίνει δηλαδή ότι μετά το υπηρεσιακό συμβούλιο είδε την αλήθεια και την αξιοσύνη του δικαστικού λειτουργού και τον προήγαγε και τώρα έχει πολύ καλές εκθέσεις, δημιουργεί πλείστες υπόνοιες ότι νομοθετικά τοποθετούνται ετικέτες σε δικαστικούς λειτουργούς και δημιουργείται ηθελημένη προσβολή κατά του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού. Επίσης ο αποκλεισμός υποψηφίου με το δ κώλυμα δημιουργεί στον δικαστικό λειτουργό νομοθετική «ρετσινιά», άμεση προσβολή προσωπικότητας Τρίτον: Ο διαχωρισμός είναι ευθέως αντισυνταγματικός καθόσον βάζει ετικέτα στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς των περιπτώσεων γ και δ επινοηθέντων κωλυμάτων και προμηνύει ναρκοθέτηση εκ των προτέρων στην εξέλιξη του αυτοδιοίκητου. Βλέπε στο νομοσχέδιο προχειρότητα, δεν περιλαμβάνεται περίπτωση που δικαστικός λειτουργός τιμωρήθηκε για πλημμέλημα από αμέλεια ή εκκρεμεί εναντίον του δίωξη για πλημμέλημα από αμέλεια και δεν έχει κώλυμα. Κάλλιστα η παγίδα της αντισυνταγματικότητας στα κωλύματα αυτά θα μπορούσε να αποφευχθεί με το να δηλώσουν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί ότι δεν επιθυμούν να είναι υποψήφιοι, όπως και κάθε εκ του νομοσχεδίου υποψήφιος, ώστε στους μέλλοντες υποψηφίους να συγκαταλέγονται οι αμέσως επόμενοι. 3. Συνταγματικά ο Υπουργός Δικαιοσύνης στα πλαίσια της νομοθετικής πρωτοβουλίας έχει αρμοδιότητα να προτείνει την ψήφιση νέου νόμου καταφανώς αντιληφθείς την αναγκαιότητα βελτιωμένης σύγχρονης δημοκρατικής αυτοδιοίκησης στο χώρο της δικαιοσύνης καθώς και του τρόπου της επιλογής δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης κατ’ άρθρο 90 παρ 5 του Συντάγματος. και η Βουλή με νέο τυπικό νόμο έχει αρμοδιότητα να καταργήσει διατάξεις του παλαιότερου τυπικού της νόμου περί Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών ως ισχύει για κάθε κλάδο της Δικαιοσύνης και να βελτιώσει το νομικό πλαίσιο. 4. Έχω την άποψη ότι η Κυβέρνηση, ως όργανο της εκτελεστικής εξουσίας θα πρέπει να σταματήσει να ασχολείται με την επιλογή και διορισμό δικαστικών λειτουργών στις ανώτατες ηγεσίες όλων των κλάδων της δικαιοσύνης, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατόπιν συνταγματικής μεταρρύθμισης θα πρέπει οι ανώτατες ηγεσίες όλων των κλάδων της δικαιοσύνης, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους α) να επιλέγονται και β) να διορίζονται από αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής, τουλάχιστον των 3/5, που θα συνεκτιμά και θα αξιολογεί το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων των ενδιαφερομένων να επιλεγούν και να προαχθούν, την έξωθεν καλή μαρτυρία τους, το σθένος τους για λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία κατά την τήρηση του Συντάγματος και των Νόμων του Ελληνικού Κράτους καθώς και την νομική τους εργασία στην ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης, προκειμένου να αυξηθεί το κύρος και η αξιοπιστία της δικαιοσύνης και οι ηγεσίες να αποκτήσουν έτσι ενισχυμένο κύρος και εμπιστοσύνη από αυξημένη πλειοψηφία του Κοινοβουλίου. Στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου θα πρέπει αποκλειστικά να προάγεται Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως φυσική, λογική και δίκαιη κατάληξη της θητείας του στον Εισαγγελικό Κλάδο της Δικαιοσύνης. Η παρεμπόδιση με οιοδήποτε πρόσχημα Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να επιλεχθεί μεταξύ πολλών ομοιοβάθμων του και να φθάσει μέχρι τον βαθμό του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι καταφανώς αδικαιολόγητη και αβάσιμη εκ της δεδομένης υπηρεσιακής υπόστασης αυτών εκ των αρκετών οργανικών θέσεων τουλάχιστον που υπάρχουν, η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί από την εκτελεστική εξουσία και τη Βουλή. Δημιουργεί δε αβάσιμες στον κόσμο υπόνοιες ότι εν γένει οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου με τόσα χρόνια υπηρεσίας στην διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος και της ποινικής έρευνας και καταπολέμησης του εγκλήματος και της δεδικαιολογημένης αύξησης των οργανικών θέσεών των, γιατί δεν επιλέγονται για την κάλυψη της θέσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δημιουργείται προβληματισμός σε βάρος της εκτελεστικής εξουσίας. Τα τελευταία γεγονότα έντονα έφεραν στο φως το θέμα α) επιλογής και β) προαγωγής και διορισμού των ηγεσιών των ανωτάτων δικαστηρίων και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και, το παρόν νομοσχέδιο για την επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης στο άρθρο 1 αυτού, προφανώς στην υπάρχουσα ιστορική κατάσταση αναγκαστικά αντιμετωπίζει το θέμα σε μεταβατικό στάδιο. Στο άρθρο 1 του νομοσχεδίου θα έπρεπε να περιλαμβάνει διάταξη ως εξής: Για την επιλογή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου πριν ζητηθεί η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, το Υπουργικό Συμβούλιο με εισήγηση του ως άνω Υπουργού προεπιλέγει έξι εκ των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου που έχουν τα τυπικά προσόντα κατά περίπτωση. Στη συνέχεια ο Υπουργός απευθύνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία μετά από ακρόαση των υποψηφίων, με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων πέμπτων των μελών της, εκφράζει θετική γνώμη για τρεις από τους προεπιλεγέντες έξι. Στο άρθρο 3. Η παράγραφος 11 του άρθρου 77 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών θα έπρεπε να αντικατασταθεί ως εξής: «11. Σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν». Στα άρθρα 4 και 5 του νομοσχεδίου καλύτερα θα ήταν να υπάρχει διάταξη που να ορίζονται τα εξής: Τα Εφετεία και Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Λάρισας και Πατρών και αντίστοιχες Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών διευθύνονται από Τριμελές Συμβούλιο. Υποψηφιότητα θέτουν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί με δήλωσή τους στον Διευθύνοντα που υπηρετούν σ’ αυτά εφόσον δεν έχουν τα κωλύματα των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 6 του άρθρου 4, σαράντα ημέρες πριν τις εκογές: 1) Στα Εφετεία και Εισαγγελίες Εφετών, θέτουν υποψηφιότητα Προέδρου ή Εισαγγελέα του Τριμελούς Συμβουλίου, αντίστοιχα Πρόεδροι Εφετών και Εισαγγελείς Εφετών που κατά την προηγούμενη ημέρα της εκλογής έχουν συμπληρώσει 3 έτη υπηρεσίας στο βαθμό τους και ως μέλοι αυτών όλοι οι λοιποί λειτουργοί. 2 ) Στα Πρωτοδικεία και Εισαγγελίες Πρωτοδικών, θέτουν υποψηφιότητα Προέδρου ή Εισαγγελέα του Τριμελούς Συμβουλίου, αντίστοιχα Πρόεδροι Πρωτοδικών και Εισαγγελείς Πρωτοδικών που κατά την προηγούμενη ημέρα της εκλογής έχουν συμπληρώσει 4 έτη υπηρεσίας στο βαθμό τους και ως μέλοι αυτών αντίστοιχα α) οι λοιποί Πρόεδροι Πρωτοδικών και Εισαγγελείς Πρωτοδικών και β) Πρωτοδίκες και Αντεισαγγελείς Πρωτοδικών που έχουν συμπληρώσει 4 έτη υπηρεσίας στο βαθμό τους. Ο πίνακας υποψηφίων συντάσσεται από πενταμελή επιτροπή δικαστικών ή εισαγγελικών λειτουργών, που ορίζεται από τον Διευθύνοντα την δικαστική ή εισαγγελική υπηρεσία, και αναρτάται στις αντίστοιχες υπηρεσίες 25 ημέρες πριν τις εκλογές. Ο αποκλεισθείς από τον συντάκτη του πίνακα δικαιούται σε προσφυγή ενώπιον της Ολομελείας της αντίστοιχης δικαστικής ή εισαγγελικής υπηρεσίας εντός 5 ημερών από την ανάρτηση του πίνακα που αποφασίζει αμετάκλητα κατόπιν απαρτίας κατά τον κανονισμό της με μυστική ψηφοφορία κατά πλειοψηφία. Θα πρέπει δε να απαλειφθούν οι αντίθετες διατάξεις.