• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΕΝΤΡΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΩΝ - ΔΙΟΤΙΜΑ' | 29 Μαρτίου 2021, 17:09

    Το προτεινόμενο άρθρο επιχειρεί και πάλι να εξειδικεύσει την αόριστη νομική έννοια του συμφέροντος του τέκνου, η οποία είναι έννοια νομική, με αξιολογικό περιεχόμενο, που εξειδικεύεται κάθε φορά από το δικαστήριο. Γι` αυτό η κρίση του δικαστηρίου ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε και για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1976/2008). Σύμφωνα με πάγια νομολογία των εθνικών μας δικαστηρίων, το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του. Δηλαδή σύμφωνα με την πάγια νομολογία για την εκτίμηση του συμφέροντος του τέκνου λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις της κάθε περίπτωσης που ποικίλουν και είναι, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, ο δεσμός του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς/τις αδελφές του, ενδεχομένως και με πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντος, το μέχρι και την διάσπαση ή το διαζύγιο σταθερά διαμορφωμένο περιβάλλον και οι συνήθειες του παιδιού, ο χρόνος που μπορεί κάθε γονέας να διαθέσει, η καλή ψυχική και σωματική υγεία του γονέα κ.α. Στον βαθμό που στο νομοσχέδιο επιλέγονται περιοριστικά κάποια από τα ενδεικτικά κριτήρια η διάταξη καθίσταται στενή και εξόχως προβληματική κατά την εφαρμογή της. Οπωσδήποτε, κατά πάγια νομολογία, για τη λήψη της απόφασης προς το συμφέρον του τέκνου δεν εξετάζεται ο λόγος του διαζυγίου ή της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης ή ιδίως ποιος από τους δύο ευθύνεται για την λύση του γάμου εκτός και εάν η συμπεριφορά του υπαιτίου γονέα έχει επιδράσει στην άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας με τρόπο που αντιτίθεται στο συμφέρον του τέκνου και αναμένεται και έναντι του τέκνου η τήρηση ανάλογης συμπεριφοράς. Ωστόσο η αναφορά στο παρόν άρθρο--στο δεύτερο προστιθέμενο εδάφιο--, της φράσης «της συμπεριφοράς κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα» χωρίς σύνδεση της συμπεριφοράς με δυσμενείς συνέπειες για το τέκνο και πρόκλησης βλάβης σε αυτό, κινδυνεύει να εισαγάγει το στοιχείο της υπαιτιότητας στις σχέσεις των πρώην συζύγων ως καίριο για την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου. Από μόνη της δε, η αδόκιμη και αόριστη φράση «κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα» θα οδηγήσει νομοτελειακά σε δικόγραφα 100άδων σελίδων που θα αναλύουν λεπτομερειακά όλη τη συμπεριφορά των γονέων από τη γέννηση του παιδιού και κατ’ αποτέλεσμα θα επιτείνει την αντιδικία μεταξύ των γονέων. Τέλος, δεν μπορεί να ανάγεται ως κριτήριο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου η τήρηση από τον γονέα τυχόν προγενέστερων συμφωνιών (ακόμη και εξωδικαστικών), οι οποίες de facto ενδέχεται να αποδείχθηκαν αντίθετες με το συμφέρον του τέκνου. Αναφορικά με την πρόβλεψη ότι «για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας θα λαμβάνεται υπ’ όψιν η συμμόρφωση του γονέα με δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και με προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο» τίθεται το ζήτημα στην μεν μη συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις εάν έχει κριθεί δικαστικώς στα ποινικά δικαστήρια η μη συμμόρφωση με το διατακτικό αυτών (άρθρο 169Α Ποινικού Κώδικα) και αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που επιβάλλουν στον γονέα, για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου του, να μην συμμορφωθεί με τις δικαστικές αποφάσεις οι οποίοι υπήρχαν κατά την έκδοσή τους ή προέκυψαν μετά. (κακοποίηση του τέκνου κατά την διάρκεια της επικοινωνίας, ασέλγεια κ.α.), δηλαδή αν έχουν τελεστεί σε βάρος του τέκνου ή του άλλου γονέα ποινικά αδικήματα που βρίσκονται στο στάδιο της διερεύνησης. Είναι γνωστό πόσο χρονοβόρα μπορεί να είναι η σχετική ποινική διαδικασία, ιδίως μάλιστα όσον αφορά κακουργηματικές πράξεις, ώστε στον χρόνο που εκδικάζεται σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων ή κυρίας δίκης η ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας να μην έχει προλάβει εκδοθεί ποινική απόφαση κατά του υπαιτίου γονέα. Συνεπώς, δεν μπορεί να τίθεται το ανελαστικό κριτήριο της μη συμμόρφωσης με δικαστικές αποφάσεις ή εισαγγελικές διατάξεις ως καθοδηγητικός και καθοριστικός παράγοντας για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας. Περαιτέρω, το εδάφιο 4 προβλέπει: «Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του, εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής.» Η προϋπόθεση «εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής» ενυπήρχε μέχρι τώρα ως σιωπηρή παραδοχή σε όλες τις εκτιμήσεις της γνώμης του τέκνου από τα δικαστήρια. Στις περιπτώσεις όπου η γνώμη του τέκνου δεν λαμβανόταν υπόψη, ήταν λόγω έλλειψης ωριμότητας ή ένδειξης επηρεασμού της από τον άλλο γονέα και η σχετική αξιολόγηση του δικαστηρίου περιλαμβανόταν ρητά και αιτιολογημένα στο σκεπτικό της απόφασης. Ωστόσο, η ρητή εισαγωγή της πρόβλεψης αυτής υποδεικνύει την αρνητική στόχευση του νομοσχεδίου σε σχέση με το συμφέρον του τέκνου και απηχεί την διαδομένη προκατάληψη ότι το παιδί δεν έχει ελεύθερη βούληση, παραβιάζοντας έτσι διεθνείς κανόνες και συμβάσεις για την προστασία των δικαιωμάτων και της προσωπικότητας του παιδιού, το οποίο θεωρείται αυτοτελής προσωπικότητα με δική του βούληση και αυτοτελώς προστατευτέα δικαιώματα. Ιδίως η πρόβλεψη αυτή παραβιάζει την διάταξη του άρθρου 12 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, σύμφωνα με την οποία λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού αναλόγως με την ηλικία και την ωριμότητά του χωρίς άλλα κριτήρια.