Αρχική Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίουΆρθρο 7 Από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου και διάστασης των συζύγων– Αντικατάσταση τίτλου και άρθρου 1513 ΑΚΣχόλιο του χρήστη ΟΛΓΑ ΓΚΙΝΗ | 29 Μαρτίου 2021, 23:07
Το τελευταίο διάστημα έχει απασχολήσει τη κοινή γνώμη η πολυδιαφημισμένη αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, η οποία θα ρυθμίσει μετά από 40 χρόνια τις σχέσεις γονέων και τέκνων σε υποθέσεις διαζυγίου, επιμέλειας και κηδεμονίας. Τον Απρίλιο του 2020 ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Τσιάρας συγκρότησε ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή η οποία στις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της έδινε έμφαση στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως αυτό ορίζεται μέσω των διεθνών συμβάσεων για τα δικαιώματα του παιδιού, καθώς επίσης και από το Σύνταγμα μας. Ωστόσο το πόρισμα αυτής δεν ικανοποίησε μια μειοψηφία με αποτέλεσμα να ασκηθούν πιέσεις και το σχέδιο του υπουργείου που είδε το φως της δημοσιότητας να έχει αλλοιωθεί σημαντικά. Μετά από αλλεπάλληλες διαρροές στα Μ.Μ.Ε. την 24η Φεβρουαρίου 2021 ο Υπουργός Δικαιοσύνης παρουσίασε στο Υπουργικό Συμβούλιο το σχέδιο νόμου. Σύμφωνα με το τελευταίο σχέδιο νόμου που αφορά στην αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου και τέθηκε στη δημόσια διαβούλευση την 18ή Μαρτίου 2021 εισάγονται στη πραγματικότητα ακραίες συντηρητικές ρυθμίσεις που στην πράξη θα εφαρμοστούν σε βάρος των παιδιών και των γυναικών. Η κορωνίδα του νομοσχεδίου προσδιορίζει το «συμφέρον του παιδιού περιορίζοντας το στην ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και στην αποτροπή διάρρηξης των σχέσεων του με καθένα από αυτούς», έρχεται σε αντίθεση με όλα τα διεθνή κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος καθώς και με το ίδιο το Σύνταγμα και η ψήφιση του θα μας οδηγήσει κατ΄ αναπότρεπτο τρόπο στην καταδίκη της χώρας μας, ακόμη και με μόνη την περιγραφή του συμφέροντος του παιδιού στον νόμο. Δεν συνιστάται στη νομοθεσία καμιάς χώρας να περιγράφεται το συμφέρον του παιδιού μόνο στη κοινή ανατροφή, το οποίο είναι μια νομική έννοια ελαστική και δυναμική που μόνο στο δικαστή επαφίεται να εξειδικεύσει. Οι διατάξεις του προσκρούουν ευθέως σε διεθνείς συμβάσεις και αν τυχόν ψηφιστεί κινδυνεύει να καταδικαστεί η Χώρα από τα διεθνή δικαστήρια. Συγκεκριμένα, ο κακοποιητικός γονέας μόνο με αμετάκλητη απόφαση δικαστηρίου δεν ασκεί δικαιώματα επικοινωνίας και τη γονική μέριμνα το οποίο πρακτικά σημαίνει 8-10 έτη κακοποίησης, Με δεδομένο ότι για να καταστεί αμετάκλητη απόφαση για βιασμό ανηλίκου η ποινική διαδικασία διαρκεί 9 – 13 έτη τυχόν υιοθέτηση τέτοια διάταξης θα οδηγήσει σε καταστάσεις όπου ο γονέας που εγκληματεί σε βάρος του τέκνου του θα συνεχίζει την εγκληματική του δραστηριότητα ανενόχλητος, αξιώνοντας «να μεριμνά» ή «να επικοινωνεί» με το τέκνο του, ενώ τα παιδιά, τα αθώα θύματα, θα εγκαταλείπονται αβοήθητα. Η πολιτεία θα μένει απαθής. Το νομοσχέδιο όμως εισάγεται αυθαιρέτως ως ελάχιστη επικοινωνία το 1/3 του χρόνου του παιδιού αφαιρώντας την υποχρέωση αξιολόγησης από τα αρμόδια δικαστικά όργανα, χωρίς να προκύπτει αν αφορά στον ελεύθερο ή στον πραγματικό χρόνο. Στη περίπτωση που αφορά στον πραγματικό χρόνο είναι άτοπο καθώς πρόκειται για 8 ώρες την ημέρα. Είναι δε σαφές ότι η τόσο εκτεταμένη επικοινωνία θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση ή την κατάργηση των διατροφών των παιδιών, καθώς μιλάμε για μια κεκαλυμμένη εναλλασσόμενη κατοικία και υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Εξάλλου σύμφωνα πάντα με το σχέδιο νόμου μόνο αναιτιολόγητη μη καταβολή της διατροφής θα ποινικοποιείται γεγονός που θα διευκολύνει τη μη καταβολή της ενώ είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολη η διαδικασία της άσκησης του δικαιώματος διατροφής από τον οικονομικά ασθενέστερο γονέα για λογαριασμό του παιδιού. Μια άλλη ακραία ρύθμιση του νομοσχεδίου αφορά στους παππούδες και τις γιαγιάδες, καθώς εισάγονται αυθαιρέτως υποχρεώσεις των γονέων έναντι αυτών τις οποίες συνδέει με λόγο αφαίρεσης της γονικής μέριμνας. Στη πράξη σε περίπτωση μη εφαρμογής των αποφάσεων που αφορούν την επικοινωνία των παππούδων ή γιαγιάδων το παιδί θα απομακρύνεται βίαια από τον γονέα που το ανατρέφει. Το νομοσχέδιο αυτό εισάγει αόριστες και δυσαπόδεικτες έννοιες που στηρίζονται σε ανυπόστατα ψυχολογικά κριτήρια και καταστάσεις όπως “διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης, και πρόκληση διάρρηξης σχέσεων” τις οποίες τις καθιστά λόγους αφαίρεσης της γονικής μέριμνας. Με άλλα λόγια ενώ το νομοσχέδιο επιβάλλει την επικοινωνία του παιδιού με τους γονείς στη πράξη προβλέπει την αυθαίρετη αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας. Το αποτέλεσμα όμως της ρυθμίσεως καταλήγει σε αφαίρεση γονικής μέριμνας δηλαδή σε πλήρη και ολοκληρωτική αποχωρισμό του παιδιού από τον άλλο γονέα . Πρόκειται εμφανώς για παραδοξολογία. Το γεγονός ότι το νομοσχέδιο απαιτεί τη συμφωνία των γονέων σε κεφαλαιώδη ζητήματα της γονικής μέριμνας όπως εκπαίδευση του παιδιού και υγεία καθόλου δε επιλύει τις αντιδικίες των γονέων αντίθετα τις γιγαντώνει καθώς είναι βέβαιο ότι τα ζητήματα αυτά θα αποτελούν πεδίο μάχης. Είναι σαφές ότι ο οικονομικά ασθενής θα υποχωρεί σε εκβιασμούς καθώς θα αδυνατεί να συνεχίσει τις ατέρμονες δίκες. Ως ένα ακόμα καινοτόμο σημείο του νομοσχεδίου προβλέπονται τα ειδικά σεμινάρια των δικαστών προκειμένου να εφαρμόσουν πιστά τον νόμο που προωθείται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενώ δεν προβλέπεται καμία μέριμνα για την ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων και την δημιουργία κατάλληλων δομών.