Αρχική Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίουΆρθρο 5 Συμφέρον τέκνου – Τροποποίηση άρθρου 1511 ΑΚΣχόλιο του χρήστη EC | 30 Μαρτίου 2021, 00:02
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η εξαναγκαστική επιμέλεια που προτείνει το νομοσχέδιο, αλλά και η σχετικοποίηση της γονικής μέριμνας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το συμφέρον του παιδιού, τις Διεθνείς Συμβάσεις για τα δικαιώματά του, καθιστώντας το από υποκείμενο δικαίου σε αντικείμενο. Απουσιάζει κάθε μέριμνα πλαισίωσης της, ως οφείλει σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου εξατομικευμένης κρίσης του δικαστή, με τις κατάλληλες υποδομές (ειδικά οικογενειακά δικαστήρια, αυτοτελείς κοινωνικές υπηρεσίες που θα γνωμοδοτούν). Προκρίνει δε τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, επιβαρύνοντας το κόστος ενός διαζυγίου με αμφίβολα αποτελέσματα. Η αλλαγή κατοικίας για έναν ανήλικο αποδιοργανώνει τη ζωή ενός παιδιού, μεταβάλλοντας το σε παιδί με βαλίτσα. Λησμονεί τις ανάγκες, την ξεχωριστή προσωπικότητα και τον εύθραυστο ψυχισμό του παιδιού, ειδικά στις περιπτώσεις, που η εξαναγκαστική επιμέλεια ασκείται από τους δυο γονείς ανταγωνιστικά και εχθρικά, καθώς καθένας θα ζητεί διαφορετικά πράγματα από το παιδί Η επικοινωνία δεν είναι ωφέλιμο να μεταβάλλεται στην ουσία σε συμμετοχή στην επιμέλεια ή να περιλαμβάνει διανυκτέρευση στα πολύ μικρά παιδιά . Παραπέμπω στο σχετικό άρθρο της Ρόης Δ. Παντελίδου, καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θράκης και Πρόεδρος της Ένωσης Αστικολόγων. Το ίδιο επισημαίνει εμφατικά και ο Μιχάλης Σταθόπουλος, επίτιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής, μέλος Ακαδημίας Αθηνών, τ. Υπουργός Δικαιοσύνης σε σχετικό του άρθρο. «Όλα αυτά μπορεί να διαπιστώνονται μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση που κρίνει ο δικαστής. Αυτός δικάζει τις ατομικές περιπτώσεις, όχι ο νομοθέτης. Ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ούτε να προεξοφλεί τις ειδικές συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης. Η γενική εκ των προτέρων ρύθμιση με νόμο θα ήταν βαρύ, κατά τη γνώμη μου, σφάλμα με υπαρκτό το ενδεχόμενο να αντιστρατεύεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις το συμφέρον του παιδιού, το οποίο δεν μπορεί πάντοτε να ταυτίζεται με την ισόχρονη παρουσία των γονέων στη φροντίδα του και τη συνεχή εναλλαγή της διαμονής του. Όλες οι άλλες επιδιώξεις πρέπει να υποχωρούν μπροστά στο συμφέρον του παιδιού. Το συχνά λεγόμενο από τους υποστηρικτές της διά νόμου πρόβλεψης ισόχρονης κατανομής της επιμέλειας και στους δύο γονείς, με υποχρεωτική την εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου, ότι τούτο προβλέπεται σε διεθνή κείμενα ή σε ξένες νομοθεσίες, είναι επίσης ανακριβές. Διότι αυτό που πράγματι προβλέπεται διεθνώς (και δικαίως) είναι να δίνει ο νόμος τη δυνατότητα για συνεπιμέλεια και εναλλαγή διαμονής του τέκνου και να ενθαρρύνει σχετικώς τον δικαστή και όχι να επιβάλλει τούτο ο νόμος εκ προοιμίου... Κατόπιν αυτών διερωτάται κανείς: Εξυπηρετείται πράγματι το συμφέρον του παιδιού με την ικανοποίηση των αιτημάτων για άνωθεν (από τον νόμο) επιβολή της ισόχρονης συνεπιμέλειας των γονέων και της υποχρεωτικής εναλλαγής κατοικίας του τέκνου, όποιες και εάν είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες της διασπασμένης οικογένειας; Η Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ και μέλος της προηγούμενης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής Αικατερίνη Φουντεδάκη επισημαίνει σε πρόσφατο άρθρο της ότι ο ισχύων Αστικός Κώδικας καθόλου δεν απαγορεύει, αντιθέτως προβλέπει, τη συνεπιμέλεια με την έννοια της συναπόφασης των γονέων. Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης ταυτίζει το συμφέρον του παιδιού αξιωματικά «πρωτίστως» με «την ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου, καθώς επίσης από την αποτροπή αποξένωσής του από καθένα από αυτούς» , επίσης περιέχει αναφορά σε «ίση» επιμέλεια και «τεκμήρια» χρόνου επικοινωνίας κατά το 1/3 του χρόνου του παιδιού. Κινείται, επομένως, στην εσφαλμένη κατεύθυνση της επιβολής μιας γενικής και προειλημμένης αντίληψης για το συμφέρον του παιδιού, δεσμεύοντας αδικαιολόγητα τον δικαστή. Τέτοιες ρυθμίσεις δεν απαντώνται σε δίκαια που κατά κανόνα αποτελούν πρότυπα για το ελληνικό δίκαιο, όπως το γερμανικό, το γαλλικό και το ελβετικό. Περαιτέρω, περιέχει νομοτεχνικές αστοχίες, που δεν έχουν θέση σε ένα νομοθέτημα της ιστορικής και συστηματικής εμβέλειας του ΑΚ (λ.χ. παραπομπή του ΑΚ σε άλλο νόμο, αντινομία μεταξύ της «εξίσου» άσκησης της επιμέλειας και της υπό προϋποθέσεις εναλλασσόμενης διαμονής του παιδιού, ενώ στην πραγματικότητα ταυτίζονται, ατυχής διατύπωση της δυνατότητας παράκαμψης της συνεπιμέλειας με συμφωνία). Τέλος, δεν αποφεύγει ακραίες ρυθμίσεις, όπως εκείνη της συμπερίληψης στον ΑΚ της διεθνώς αμφισβητούμενης και πάντως αμφιλεγόμενης έννοιας της γονεϊκής αποξένωσης.