Αρχική Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίουΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ Άρθρο 13 Δικαίωμα επικοινωνίας – Αντικατάσταση άρθρου 1520 ΑΚΣχόλιο του χρήστη ΑΥΡΑ ΜΠΑΣΑΚΙΔΟΥ | 31 Μαρτίου 2021, 15:09
Το εξόχως προβληματικό αυτό άρθρο επιχειρεί να εξειδικεύσει το ισχύον άρθρο, ωστόσο αποτυγχάνει, καθώς δεν μπορεί να εξειδικευθεί ο τρόπος άσκησης των λειτουργικών δικαιωμάτων του οικογενειακού διακαίου, ακριβώς λόγω της φύσης τους, δηλαδή της ρευστότητας και της πολυπλοκότητας των οικογενειακών σχέσεων και της αόριστης νομικής εννοίας του συμφέροντος του τέκνου, προς το οποίο κάθε διάταξη και απόφαση πρέπει να αποβλέπει. Δημιουργεί δε προβλήματα υπολογισμού του τεκμηρίου επικοινωνίας 1/3 (σε ποια βάση θα υπολογίζεται αυτό, ημερήσια, μηνιαία ή ετήσια, θα αφαιρούνται οι ώρες ύπνου του τέκνου, θα αφαιρούνται οι ώρες σχολείου ή δραστηριοτήτων κ.α.) τόσο κατά την έκδοση της αποφάσεως όσο (το κυριότερο) και κατά την εφαρμογή αυτής, με αποτέλεσμα να βλάπτεται η ομαλή διαβίωση του έχοντος την επιμέλεια γονέα και του ίδιου του τέκνου, και να βρίσκονται σε ανασφάλεια ως προς το τι ισχύει και πώς εφαρμόζεται. Το κυριότερο είναι ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και η εφαρμογή ενός οριζόντιου κανόνα θα δημιουργήσει προβλήματα που θα αποβούν τελικώς σε βάρος του συμφέροντος του τέκνου. Περαιτέρω, ο γονέας που έχει την επιμέλεια του τέκνου μπορεί για σοβαρούς λόγους να μην υποχρεούται να ενθαρρύνει την καθημερινή ή οπωσδήποτε ευρύτατη επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα, ενώ μία τέτοια υποχρέωση αίρει το αυτοπροαίρετο της βούλησης του παιδιού και παραβιάζει το δικαίωμα στην προσωπικότητά του. Περαιτέρω, η συχνή μετάβαση του τέκνου από το σπίτι του ενός γονέα στο σπίτι του άλλου θα διαταράξει το αναγκαίο για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού αίσθημα ασφάλειας, ενώ παρεισφρέουν και άλλα πρακτικά προβλήματα, όπως οι δραστηριότητες του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του, η μεγάλη χιλιομετρική απόσταση των δύο οικιών, η ύπαρξη δύο παιδιών με διαφορετικά προγράμματα και διαφορετικό χρόνο υπολογισμού του «1/3», η αδυναμία συνεννόησης των γονέων σε περίπτωση συγκρουσιακού διαζυγίου ή διάστασης, η οποία όμως (συνεννόηση) θα επιβάλλεται να υπάρχει όταν η επικοινωνία με τον άλλο γονέα θα είναι τόσο συχνή, ιδίως όταν τα παιδιά είναι μικρής ηλικίας. Το σπουδαιότερο πρόβλημα της διάταξης είναι πως προβλέπει ότι ο αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Η πρόβλεψη της αμετάκλητης καταδίκης σε περίπτωση τέλεσης των παραπάνω ποινικών αδικημάτων σε βάρος του παιδιού θα καταλείπει εις βάρος της σωματικής και ψυχικής υγείας του παιδιού ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (είναι γνωστό ότι μπορεί να μεσολαβήσουν ακόμα και 8 χρόνια μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης), εντός του οποίου το παιδί θα εκτίθεται σε πράξεις βίας από την πλευρά του άλλου γονέα χωρίς ο έχων την επιμέλεια γονέας, σύμφωνα με την διάταξη, να μπορεί να το προστατεύσει. Αυτό θα αποδειχθεί ως ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα ενόψει της νεοπαγούς διάταξης του άρθρου 169Α του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία οι παραβιάσεις του διατακτικού δικαστικών αποφάσεων τιμωρούνται πλέον άνευ προθέσεως του δράστη. Δημιουργεί δε τεράστια απορία το γεγονός, ότι, για μεν την κατάφαση της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας και την αφαίρεση της επιμέλειας από τον γονέα που την ασκεί, στο επόμενο άρθρο 1532 ΑΚ, αρκούν περιστατικά μη βεβαιωμένα, δυσκόλως ερμηνευόμενα, πιθανολογούμενα, νεφελώδη και δυσαπόδεικτα, όπως η αορίστως προβλεπόμενη, «με υπαιτιότητα του έχοντος την επιμέλεια γονέα, διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς», ενώ στην περίπτωση τέλεσης σοβαρών αδικημάτων σε βάρος του τέκνου δεν αρκεί η άσκηση της ποινικής δίωξης ή η απόφαση σε πρώτο βαθμό αλλά απαιτείται η έκδοση αμετάκλητης απόφασης! Τίθενται συνεπώς τα ακόλουθα εύλογα ερωτήματα: Α) πώς προστατεύεται το συμφέρον του τέκνου στις περιπτώσεις αυτές; Β) Γιατί η διασφάλιση της επικοινωνίας του μη έχοντος την επιμέλεια γονέα προτάσσεται έναντι του σπουδαιότερου εννόμου συμφέροντος του τέκνου; Γ) Γιατί κατ' αποτέλεσμα προστατεύεται ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια λιγότερο και μπορεί αυτή να του αφαιρεθεί για τους παραπάνω μη βεβαιούμενους και ασαφείς λόγους έναντι του γονέα που έχει το δικαίωμα επικοινωνίας, ο οποίος μπορεί να χάσει το δικαίωμα αυτό μόνον αν καταδικασθεί αμετακλήτως για τέλεση ποινικών αδικημάτων σε βάρος του τέκνου ή σε βάρος του άλλου γονέα; Δ) Γιατί ο νομοθέτης επιλέγει να παραβιάσει ευθέως την διάταξη του άρθρου 31 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με την οποία «τα Μέρη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι κατά τον καθορισμό της επιμέλειας και των δικαιωμάτων επίσκεψης των παιδιών, θα λαμβάνονται υπόψιν τα περιστατικά βίας που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης. Τα Μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων επίσκεψης ή επιμέλειας δεν θίγει τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών.»; Στην παραπάνω διάταξη του νομοσχεδίου δημιουργείται μαχητό τεκμήριο καλής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας και μαχητό τεκμήριο κακής άσκησης του δικαιώματος της επιμέλειας του τέκνου. Σε κάθε περίπτωση, η ως άνω επιχειρούμενη εξειδίκευση του νόμου θα προκαλέσει μεγαλύτερες από τις υπάρχουσες αντιδικίες και δικαστικές διαμάχες στις περιπτώσεις όπου προϋπάρχει μία κακή σχέση των εν διαστάσει ή διαζευγμένων γονέων. Τέλος, η ακατανόητη απαίτηση της αμετάκλητης καταδίκης για ενδοοικογενειακή βία, ως σοβαρού λόγου αποκλεισμού ή περιορισμού της επικοινωνίας αντιβαίνει στο νόμο 3500/2006 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4531/2018 (σε συμμόρφωση δηλαδή με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), που προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής περιοριστικών μέτρων (μη προσέγγισης της κατοικίας, των σχολείων και των εκπαιδευτηρίων των τέκνων κλπ.) δηλαδή την απαγόρευση της επικοινωνίας, ήδη από το αρχικό στάδιο της υποβολής της μήνυσης από το θύμα.