Αρχική Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνηςΆρθρο 4Σχόλιο του χρήστη ΝΑΤΑΛΙΑ ΧΡ. ΓΡΕΒΙΑ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΡΤΑΣ | 21 Μαρτίου 2011, 17:57
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
«ίδιο με το σχόλιο στο άρθρο 3» Μεταξύ θετικών ρυθμίσεων που αποσκοπούν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, θεσπίζεται για πρώτη φορά πλέγμα αρνητικών ρυθμίσεων που αφορούν την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό από ένα μόνο δικαστή. Το τελευταίο χρονικό διάστημα, γίνεται προσπάθεια για επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης σε όλους τους κλάδους του δικαίου. Παρατηρώ όμως πως στα πρόσφατα νομοσχέδια, περιλαμβάνονται συχνά ρυθμίσεις οι οποίες αντί να αποσκοπούν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, κατατείνουν αποκλειστικά και μόνο στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Στον πρώτο βαθμό λαμβάνει χώρα διά ζώσης εκδίκαση της υπόθεσης και ο δικαστής που διεξήχθη ενώπιον του η δίκη σε συνδυασμό με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό που περιλαμβάνεται στις προτάσεις και τα έγγραφα των διαδίκων, με περισυλλογή και λαμβάνοντας υπόψη το νόμο ελέγχει το νομικά και ουσιαστικά βάσιμο της αγωγής, ανταγωγής, παρέμβασης κλπ και εκδίδει απόφαση. Ο δεύτερος βαθμός κρίσης, υπάρχει για να κρίνει την πρωτοβάθμια απόφαση και αν θεωρεί ότι είναι εσφαλμένη είτε νομικά είτε ουσιαστικά να την κρίνει εξαρχής. Αφού κατά κανόνα δεν γίνεται προφορική συζήτηση και κρίνεται αποκλειστικά και μόνο το υλικό της πρωτοβάθμιας δίκης, καθίσταται ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη, ο δεύτερος βαθμός να είναι ενισχυμένος, τόσο από άποψη νομικής κατάρτισης και εμπειρίας του δικάζοντος σε δεύτερου βαθμού δικαστή, όσο και άποψη αριθμού των δικαστών που μετέχουν στο δεύτερο βαθμό. Το ζήτημα δεν εντοπίζεται στο αν ο νεοδιοριζόμενος Πρωτοδίκης ή πάρεδρος έχει νεαρότερη ηλικία και δικαστηριακή απειρία σε σχέση με τον Ειρηνοδίκη που έκρινε σε πρώτο βαθμό, διότι στο σώμα από τη μία υπηρετούν Ειρηνοδίκες με περιορισμένη νομική κατάρτιση και κακή κρίση, ενώ από την άλλη υπηρετούν νεοδιοριζόμενοι Πρωτοδίκες με άριστη νομική κατάρτιση και καθαρή και δίκαιη κρίση ως προς τα πραγματικά περιστατικά, γεγονός που το καταδεικνύουν πρόσφατες αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις των Πρωτοδικείων. Επομένως δεν εντοπίζεται το πρόβλημα της μονομελούς συνθέσεως του κατ’ έφεση δικαστηρίου στο αν ο νέος Πρωτοδίκης θα κρίνει την απόφαση του παλαιού Ειρηνοδίκη. Το ζήτημα είναι ότι στη δευτεροβάθμια δίκη, θα πρέπει να είναι απολύτως απαραίτητη η γνώμη περισσοτέρων σε αριθμό δικαστών. Είναι αληθές ότι και σήμερα ο εισηγητής κατά κανόνα επεξεργάζεται το ιστορικό της υπόθεσης και είναι λυπηρό το γεγονός ότι συμβαίνει συχνά να εκδίδονται αποφάσεις πολυμελών δικαστηρίων διά περιφοράς ή διά τηλεφωνικής επικοινωνίας. Όχι πάντα όμως, διότι εναπόκειται στην επαγγελματική ευσυνειδησία του Προέδρου Πρωτοδικών ή Εφετών να προεδρεύει σε ουσιαστική διάσκεψη. Η κατάσταση αυτή αποτελεί πρόβλημα στη απονομή της δικαιοσύνης και θα έπρεπε ήδη να έχει καταπολεμηθεί. Αντί όμως να συμβεί αυτή, έρχεται η νέα διάταξη, όχι μόνο να «ομολογήσει» πως συμβαίνει ο «ένας» να δικάζει αντί «πολλών», αλλά επιπρόσθετα να νομιμοποιήσει το παράλογο, λέγοντας ότι δεν χρειάζεται η γνώμη των «πολλών» και ότι αρκεί του «ενός». Έλλειψη σοβαρότητας και σωφροσύνης παρουσιάζεται στο σημείο της αιτιολογικής έκθεσης που αναφέρει ότι « αν προκύψουν κρίσιμα νομικά ζητήματα, ο δρόμος της αναίρεσης είναι πάντα ανοικτός». Οι δικαστικές αποφάσεις δε σφάλλουν μόνο κατά το νομικό μέρος αλλά και κατά το ουσιαστικό. Σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και να δικαστεί δίκαια. Ο διάδικος προσφεύγει στη δικαιοσύνη για το ουσιαστικό «δίκιο» και όχι και μόνο για το νομικά ορθό της υπόθεσης. Ο δεύτερος βαθμός κρίσης υπάρχει όχι απλά για να δώσει λύσεις στα ανακύπτοντα νομικά ζητήματα της αστικής υπόθεσης, αλλά να δικάσει δίκαια, εύλογα και αμερόληπτα επί των πραγματικών ζητημάτων που έχουν ανακύψει, να δικάσει ως δικαστήριο «ουσίας». Στον δεύτερο βαθμό χρειάζεται η «γνώμη» πολλών, όταν δύναται να εκδικαστεί το πραγματικό μέρος της υπόθεσης. Εκεί απαιτείται η ουσιαστική διάσκεψη, η ανταλλαγή και ο πλουραλισμός των απόψεων, η πολλαπλότητα των θέσεων και των ιδεών, η κοινή κρίση στα πραγματικά ζητήματα και η έκδοση απόφασης μετά από γνήσιο διάλογο. Φρονώ ότι θυσιάζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, διότι ένας μόνο δικαστικός λειτουργός δεν «αρκεί» να κρίνει τελεσίδικα τα πραγματικά περιστατικά και την απόφαση του πρώτου βαθμού, διότι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας δεν είναι μονόδρομος και πρέπει να την προσεγγίζουμε από διαφορετικές αφετηρίες. Έχουμε χρέος να προστατεύσουμε τον Δικαστή από την αμφιβολία που θα δημιουργείται στον διάδικο για το αν δικάστηκε δίκαια και αμερόληπτα, διότι δύσκολα πείθεται κανείς ότι μια υπόθεση «κλείνει», τελεσικεί από ένα φυσικό πρόσωπο, έστω και αν είναι το πρόσωπο Δικαστού, εκτός αν πιστεύουμε πως υφίσταται στο πρόσωπο του «το αλάθητο του Πάπα». Καταλήγοντας, νομίζω ότι ο νομικός κόσμος κουράστηκε από τους συχνούς «εξορθολογισμούς», οι οποίοι ομοιάζουν περισσότερο με «ανορθολογισμούς» και οι ίδιοι οι λειτουργοί της δικαιοσύνης δυσκολευόμαστε να εμπιστευτούμε και να αναμένουμε δίκαιες και ορθές δικαστικές αποφάσεις. Ας αφήσουμε την πολυνομία και την αντιφατικότητα στις υπό ψήφιση διατάξεις, ας ενισχύσουμε την ουσιαστική διάσκεψη, ας δημιουργήσουμε ασφάλεια δικαίου. Κυρίως όμως, ας μη ψηφίζονται διατάξεις που οδηγούν στην απώλεια εμπιστοσύνης στο έργο και στο πρόσωπο του δικάζοντος δικαστή και στην υποβάθμιση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων. Ως κοινωνοί του δικαίου αξιώνουμε και δικαιούμαστε να γνωρίζουμε ότι κάθε τελεσίδικη δικαστική απόφαση κρίθηκε και ως προς το πραγματικό και ως προς το νομικό μέρος από περισσότερους από έναν δικαστές και ας αξιώνουμε να θεωρείται απολύτως απαραίτητη η γνώμη περισσοτέρων δικαστών. Αποδώστε στους Δικαστές μας, τους απονεμητές της δικαιοσύνης, το εμπρέπον γόητρο και την αρμόζουσα κοινωνική και επιστημονική αξία.