Αρχική Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίουΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ Άρθρο 13 Δικαίωμα επικοινωνίας – Αντικατάσταση άρθρου 1520 ΑΚΣχόλιο του χρήστη Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας | 31 Μαρτίου 2021, 20:16
Το άρθρο 13, παρότι δεν την ονομάζει έτσι, νομοθετεί υποχρεωτική εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου, την οποία καθιστά δεδομένη η φράση «ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου επικοινωνίας». Απόδειξη της ενδοοικογενειακής βίας ή άλλων εγκλημάτων και ασφάλεια θυμάτων: Κατά παράδοξο τρόπο, το νομοσχέδιο απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη του γονέα-δράστη για τρία μόνο εγκλήματα (ενδοοικογενειακή βία, κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής), η οποία μάλιστα δεν οδηγεί αναγκαστικά σε διακοπή της επαφής παιδιού-δράστη αλλά μπορεί να οδηγήσει απλώς σε «περιορισμό επικοινωνίας». Επιπλέον, είναι ασαφές εάν ο αποκλεισμός/περιορισμός επικοινωνίας συνδέεται με την διάπραξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων μόνο κατά του παιδιού ή αν αφορά και εγκλήματα κατά του άλλου γονέα ή άλλου προσώπου, όμως στο δημόσιο διάλογο αφήνεται να εννοηθεί ότι αφορά μόνο τα εγκλήματα με άμεσο θύμα το παιδί. Ακόμα κι αν επιλέγαμε να αγνοήσουμε την παραβίαση των δικαιωμάτων της κακοποιημένης μητέρας και την έκθεσή της σε κίνδυνο, οφείλουμε να τονίσουμε τον προβληματικό χαρακτήρα μιας τέτοιας ρύθμισης αφού στην πράξη σημαίνει πως ο δράστης εγκλήματος εναντίον ενός παιδιού δικαιούται να διεκδικεί επικοινωνία με τα υπόλοιπα παιδιά του ακόμα και μετά την αμετάκλητη καταδίκη του. Το δικαίωμα επικοινωνίας (που προβλέπει το Αρ. 13) του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο ορίζεται σε κατ’ ελάχιστο ίδιο χρόνο για όλα τα παιδιά και με υποχρεωτική φυσική επαφή του με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει στο 1/3 του συνολικού χρόνου επικοινωνίας»: με βάση τον κανόνα του Άρ. 7 ότι και οι δύο γονείς «εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα» αυτό σημαίνει πως κάθε παιδί υποχρεούται να έχει φυσική επαφή με καθένα από τους δύο γονείς του στο 1/3 του χρόνου του και, κατά συνέπεια, του/της απομένει μόνο το 1/3 του χρόνου του/της για ύπνο, σχολικές και εξωσχολικές δραστηριότητες, παιχνίδι και κοινωνική αλληλεπίδραση με συνομήλικα άτομα. Η συγκεκριμένη διευθέτηση είναι τουλάχιστον παράλογη για όλα τα παιδιά όμως στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας μια τέτοια ρύθμιση αφήνει απροστάτευτα και/ή εκθέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο τα παιδιά-θύματα Ε.Β. αλλά και τις κακοποιημένες μητέρες και τα παιδιά-μάρτυρες Ε.Β. αφού θέτει, ως κανόνα, την απρόσκοπτη πρόσβαση του κακοποιητικού γονιού στα παιδιά (αλλά και στον κακοποιημένο γονιό) για 10 τουλάχιστον χρόνια μετά την καταγγελία της κακοποίησης, μέχρι η καταδίκη του δράστη να καταστεί αμετάκλητη. Επιπλέον, το Νομοσχέδιο δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη του το γεγονός ότι πολλές μητέρες προσπαθούν να απαλλαγούν από την Ε.Β. που υφίστανται οι ίδιες και τα παιδιά τους προσφεύγοντας ΜΟΝΟ σε αστικά δικαστήρια: κάποιες δεν καταφέρνουν να την καταγγείλουν (εξαιτίας περιορισμών και εμποδίων που θέτει το δικαστικό σύστημα και/ή ακατάλληλης αντιμετώπισης των θυμάτων στα αστυνομικά τμήματα) και άλλες επιλέγουν να μην την καταγγείλουν από φόβο (ότι ο δράστης θα εξαγριωθεί και θα πραγματοποιήσει τις απειλές του εναντίον μητέρας-παιδιών) και/ή για κοινωνικούς λόγους (δεν θέλει να καταγγείλει τον πατέρα των παιδιών της ή να είναι υπεύθυνη που εκείνος θα απολυθεί από την Υπηρεσία του) και/ή για οικονομικούς λόγους. Και αυτό το άρθρο παραβιάζει τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (Ν.4531/2018) σε πολλά άρθρα που αφορούν στην προστασία του ενήλικου μέλους της οικογένειας που κακοποιείται (συνήθως η μητέρα) αλλά και τα 4 παρακάτω άρθρα που αφορούν στην προστασία παιδιών-θυμάτων και παιδιών-μαρτύρων ενδοοικογενειακής βίας: «Άρθρο 31: Επιμέλεια, δικαιώματα επίσκεψης και ασφάλεια 1. Τα Μέρη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κατά τον καθορισμό της επιμέλειας και των δικαιωμάτων επίσκεψης των παιδιών, θα λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά βίας που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης. 2. Τα Μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων επίσκεψης ή επιμέλειας δεν θίγει τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών.» «Άρθρο 56, παρ. 2: Μέτρα προστασίας Παρέχονται, όπου απαιτείται, ειδικά μέτρα προστασίας σε παιδί-θύμα και παιδί-μάρτυρα βίας κατά των γυναικών και ενδοοικογενειακής βίας, λαμβάνοντας υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.» «Άρθρο 45, παρ. 2: Κυρώσεις και Μέτρα Τα Μέρη μπορούν να υιοθετήσουν άλλα μέτρα αναφορικά με τους δράστες όπως: - την παρακολούθηση ή επιτήρηση των καταδικασθέντων ατόμων - την αφαίρεση των γονεϊκών δικαιωμάτων, εάν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει και την ασφάλεια του θύματος, δεν μπορεί να διασφαλιστεί με άλλο τρόπο.» «Άρθρο 26: Παροχή προστασίας και υποστήριξης σε παιδιά μάρτυρες 1. Τα Μέρη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κατά την παροχή προστασίας και υποστηρικτικών υπηρεσιών στα θύματα, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα δικαιώματα και οι ανάγκες των παιδιών-μαρτύρων αναφορικά με όλες τις μορφές βίας που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης. 2. Τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο περιλαμβάνουν την ηλικιακά ενδεδειγμένη ψυχοκοινωνική συμβουλευτική σε παιδιά μάρτυρες όλων των μορφών βίας που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης και λαμβάνουν δεόντως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.» Προτείνεται να αποσυρθεί το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο και να ξεκινήσει νέα διαβούλευση από μηδενική βάση με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς. Στην περίπτωση όμως που δεν αποσυρθεί, όλα τα παραπάνω άρθρα της Σύμβασης της Κων/πολης (Ν.4531/2018) και όσα αφορούν στην ενίσχυση της προστασίας των ενήλικων γονιών που κακοποιούνται από τον άλλον γονιό, πρέπει να ενσωματωθούν στον Α.Κ. προκειμένου να παρέχεται η ενδεδειγμένη προστασία σε όλες τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ή άλλου εγκλήματος από γονέα (με θύμα παιδί/-ιά ή/και τον άλλο γονιό).