• Σχόλιο του χρήστη 'Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού' | 31 Μαρτίου 2021, 22:25

    Καθώς υπάρχει η επιθυμία για την εγκαθίδρυση ενός πραγματικά παιδοκεντρικού νόμου, όπου το οικογενειακό δίκαιο θα έχει παιδοκεντρικό χαρακτήρα και όχι για ακόμα μια φορά να καλύψει τις επιθυμίες και τις ανάγκες των γονέων εις βάρος των παιδιών τους, θα θέλαμε να επισημάνουμε για αρχή ότι κάθε παιδί είναι μοναδικό και έχει τη δική του προσωπικότητά και τα δικά του δικαιώματα, τα οποία πρέπει να γίνονται σεβαστά. Συνεπώς, δεν υπάρχει ένα γενικό και αόριστο συμφέρον του παιδιού, αλλά το πραγματικό συμφέρον κάθε συγκεκριμένου παιδιού, που ανατρέφεται από συγκεκριμένους γονείς με τους χαρακτήρες και τις προσωπικότητές τους, το οποίο και πρέπει να εξετάζεται ad hoc. Ο νόμος πρέπει να προσφέρει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να επιλέγει την καταλληλότερη ρύθμιση της γονικής μέριμνας για το κάθε συγκεκριμένο παιδί. Δυστυχώς το παρόν σχέδιο νόμου σε αρκετές από τις προτεινόμενες διατάξεις αποδεικνύει ότι δεν εξυπηρετεί το πραγματικό συμφέρον κάθε συγκεκριμένου παιδιού, αλλά αντίθετα για ακόμα μια φορά εξυπηρετεί τα συμφέροντα συγκεκριμένων γονέων. Περαιτέρω, αν πραγματικά θέλουμε έναν πρωτοποριακό νόμο και επιθυμούμε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ), η οποία αποτελεί νόμο του Ελληνικού Κράτους ήδη από το 1992, τότε θα πρέπει ο Έλληνας Νομοθέτης να προβλέψει ότι κάθε παιδί, ανάλογα με την ωριμότητα και την ηλικία του, θα έχει δικαίωμα αυτοτελώς να αιτηθεί την ρύθμιση της γονικής μέριμνας και την τροποποίηση των όρων άσκησης της επιμέλειας και του δικαιώματος της επικοινωνίας. Η ως άνω πρόβλεψη μπορεί να δικαιολογηθεί πλήρως σύμφωνα με το άρθρο 12 της ΔΣΔΠ : «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη εγγυώνται στο παιδί που έχει ικανότητα διάκρισης το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το αφορά, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του και με το βαθμό της ωριμότητάς του. 2. Για το σκοπό αυτόν θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άμεσα είτε μέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρμοδίου οργανισμού, κατά τρόπο συμβατό με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας». Η διαδικασία θα μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω του ορισμού ειδικού επιτρόπου στο ανήλικο τέκνο κατά τη διάταξη 1517 του ΑΚ και το παιδί να επιλέξει πως θα εκπροσωπηθεί για να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του (σύμφωνα και με τις παραγράφους 35 και 36 του Γενικού Σχόλιου υπ’ αριθμόν 12 της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού της 20ης Ιουλίου 2009, διαθέσιμο εδώ : https://www.refworld.org/docid/4ae562c52.html, σελ 11-12) για ένα από τα σημαντικότερα ζήτημα που το αφορούν, όπως είναι η ανατροφή του και η επιμέλεια του προσώπου του. Μάλιστα στον Αστικό Κώδικα σε αντίστοιχης σημασίας υποθέσεις, όπως είναι η υιοθεσία παιδιών, στο άρθρο 1555 παρ. α΄ ΑΚ, σχετικά με την συναίνεση του ανηλίκου στην υιοθεσία του, προβλέπεται ότι : «Ενώπιον του δικαστηρίου συναινεί αυτοπροσώπως και ο ανήλικος που υιοθετείται, εφόσον έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, εκτός αν βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του». Ενόψει όλων των ανωτέρω προτείνεται η προσθήκη παραγράφου με το περιεχόμενο : «Το ανήλικο τέκνο, ανάλογα με την ωριμότητα και την ηλικία του, έχει αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκήσει μέσω ειδικού επιτρόπου, να αιτηθεί στο δικαστήριο την ρύθμιση της γονικής μέριμνας όπως αυτή και την τροποποίηση των όρων άσκησης της επιμέλειας και του δικαιώματος της επικοινωνίας του, όπως τα παραπάνω έχουν οριστεί από το δικαστήριο». Ακολούθως, σημαντική παράλειψη του σχεδίου νόμου είναι το γεγονός ότι δεν εισάγει την ίδρυση και λειτουργία του θεσμού των οικογενειακών δικαστηρίων, τα οποία θα απαρτίζονται μόνο από εκπαιδευμένους και εξειδικευμένους δικαστές, που θα απασχολούνται μόνο στην εκδίκαση υποθέσεων οικογενειακής φύσεως, με την υποστήριξη επαγγελματιών ψυχικής υγείας και ιδίως παιδοψυχολόγων, οι οποίοι θα είναι εξειδικευμένοι στην εκτίμηση της ανάπτυξης των παιδιών κυρίως της συναισθηματικής ,με εμπειρία στην επικοινωνία με παιδιά και εφήβους, με γνώση της γλώσσας και των οικείων μέσων για το παιδί και τον έφηβο, με ευαισθησία στο γνωστικό επίπεδο και την εμπειρία του παιδιού. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι και οι γονείς του παιδιού μπορεί να χρειάζονται υποστήριξη για να δεχθούν τη συμμετοχή του παιδιού στις αποφάσεις επικοινωνίας. Όλες αυτές οι δύσκολες, δυσεπίλυτες, περίπλοκες ανθρώπινες καταστάσεις που αφορούν τα παιδιά απαιτούν διεπιστημονική προσέγγιση (με Παιδοψυχίατρους, Ψυχολόγους, Κοινωνικούς Λειτουργούς). Είναι αδύνατο να λυθούν μόνο με τη δικαιοσύνη όσο καλή και αν είναι η επιμόρφωση των Δικαστικών Λειτουργών. Η συμμετοχή των ίδιων των παιδιών με τον κατάλληλο τρόπο επικοινωνίας, στήριξης ,γνώσης, άλλων επαγγελματιών είναι ο μόνος τρόπος σεβασμού της μελλοντικής ζωής τους. Ήδη από το 2014 έχει κατατεθεί σχέδιο νόμου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για την εισαγωγή του θεσμού των οικογενειακών δικαστηρίων και κανείς Υπουργός δεν έχει επιδείξει ενδιαφέρον για την προώθησή και σύσταση αυτών των δικαστηρίων. Συμπερασματικά, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι στο παρόν σχέδιο νόμου δεν λαμβάνεται υπόψη καθόλου η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ), η οποία υποχρεώνει όλες τις κυβερνήσεις που την έχουν θεσμοθετήσει (όπως η δική μας με τον Νόμο 2101/1992) να : -Προάγουν τη φιλοσοφία σεβασμού για τα παιδιά. -Μεταβάλουν τη θεώρηση του παιδιού από αντικείμενο προστασίας σε υποκείμενο Δικαιωμάτων. -Προκαλέσουν τις παραδοσιακές απόψεις, ότι τα παιδιά είναι παθητικοί δέκτες φροντίδας και προστασίας. -Επιμείνουν ότι τα παιδιά πρέπει να έχουν καλυμμένες όλες τις ανάγκες τους και για αυτό είναι υποχρεωμένοι οι ενήλικες. Η ΔΣΔΠ εγκαθιστά την αναδυόμενη άποψη των παιδιών καθώς μεγαλώνουν και ενθαρρύνει τον σεβασμό των παιδιών μέσα στην κοινότητα και την οικογένεια : -Τα παιδιά πρέπει να ακούγονται και οι απόψεις τους να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν. -Αναγνωρίζονται οι ικανότητες των παιδιών να παίρνουν αποφάσεις όσο μεγαλώνουν. -Οι γονείς και οι κοινότητες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον τους όταν παίρνουν αποφάσεις για θέματα που τα αφορούν. -Πρέπει να αναγνωρίζεται το γεγονός ότι τα συμφέροντα των παιδιών δεν ταυτίζονται πάντα με αυτά των γονιών τους.