• Σχόλιο του χρήστη 'Σταυρούλα' | 31 Μαρτίου 2021, 23:40

    Ενίσταμαι κάθετα στο συγκεκριμένο άρθρο. Αναγράφεται πως "Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής." Σε αυτό θέλω να σχολιάσω πως αρκετά διαζύγια βγαίνουν για λόγους ενδοοικογενειακής βίας παρ'όλο που ο θύτης δεν έχει καταδικαστεί ποτέ. Θεωρώ επικίνδυνο και βάναυσο για τα θύματα να περάσει ένα τέτοιο νομοσχέδιο και να είναι αναγκασμένα να έρχονται σε επαφή με τον θύτη. Θα προσθέσω επίσης πως στη χώρα μας το ποσοστό ενδοοικογενειακής βίας που καταγγέλεται είναι εξαιρετικά μικρό και πολλές φορές οι θύτες δεν τιμωρούνται. Η ΑctionAid("Η ενδοοικογενειακή βία κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης Η οπτική των επαγγελματιών και προτάσεις βελτίωσης των εφαρμοζόμενων πολιτικών", Μερος Α Κεφ. Σπάζοντας τον κύκλο, 2018) αναφέρει: "Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με ευρωπαϊκές μελέτες, 21,3% των Ελληνίδων βιώνουν περιστατικά σωματικής ή σεξουαλικής βίας αλλά δεν το αναφέρουν, ποσοστό που είναι κατά 10 μονάδες πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ (EIGE, 2017)." Στη συνέχεια του ίδιου κειμένου σε επόμενο κεφάλαιο (Η Μη αναφορά περιστατικών) αναγράφεται το εξής: "Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ένα μεγάλο ποσοστό περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας δεν καταγράφονται στις υπάρχουσες επίσημες στατιστικές, επειδή τα θύματα δεν απευθύνονται ποτέ σε κάποιον οργανισμό ή αρχή. Οι λόγοι είναι πολλοί και αλληλένδετοι, και απορρέουν από τη φύση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, από τα ατομικά χαρακτηριστικά των εμπλεκόμενων, αλλά και από τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και άλλες συνθήκες που σχετίζονται με το πολιτικό ή/και οικονομικό πλαίσιο. Ένα από τα πρωταρχικά μελήματά της ερευνητικής ομάδας, λοιπόν, ήταν η διαλεύκανση, μέσα από τις μαρτυρίες των ειδικών, των κύριων αιτιών της ελλιπούς αναφοράς με γνώμονα τη βελτίωση των υπαρχουσών πρακτικών. Για να καταγγελθεί στις αρχές ή σε άλλο φορέα, βέβαια, ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας βασική προϋπόθεση είναι να εκλαμβάνεται ως τέτοιο. Πρέπει δηλαδή μια συγκεκριμένη συμπεριφορά να αναγνωρίζεται ως βία και, ενδεχομένως, ως κατακριτέα ή και αξιόποινη πράξη από τους άμεσα εμπλεκόμενους ή/και από την κοινωνία ευρέως. Είναι λοιπόν αναμενόμενο να μην δηλώνεται ένα περιστατικό όταν το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως κάτι κανονικό: «Δηλαδή βλέπουμε ακόμα και γυναίκες να αντιμετωπίζουν αυτό το πράγμα και να λένε ότι “εντάξει, είναι άντρας και θα το κάνει κι αυτό”», Εκπαιδευτικός Το πώς οι γκρίζες ζώνες και τα ασαφή όρια που ορίζουν πού ξεκινά η ενδοοικογενειακή βία περιπλέκουν την αντιμετώπιση του φαινομένου θα συζητηθεί πιο αναλυτικά στην επόμενη ενότητα. Προς το παρόν ας δούμε ποιοι είναι, κατά τους ειδικούς, οι κύριοι παράγοντες που αποτρέπουν την καταγγελία ενός περιστατικού. Οι συνεντευξιαζόμενοι/ες ανέφεραν συχνά τα συναισθήματα της ντροπής ή ενοχής. Η ενδοοικογενειακή βία εκδηλώνεται στο πλαίσιο των πιο στενών προσωπικών σχέσεων και απαιτεί την λεπτομερή διήγηση προσωπικών εμπειριών." Θεωρώ, λοιπόν, πως βάσει αυτών των στοιχείων, ιδιαίτερα γνωρίζοντας πως στην χώρα μας τη διάρκεια της πανδημίας λόγω του lockdown έχουν αυξηθεί τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, το να περάσει το συγκεκριμένο άρθρο είναι απαράδεκτο.