• Σχόλιο του χρήστη 'Κατερίνα Καπερναράκου' | 1 Απριλίου 2021, 01:04

    Το επιστέγασμα της επιπολαιότητας του νέου Νόμου είναι η διατύπωση περί δυνατότητας αφαιρέσεως της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας από τον γονέα, όταν αυτός δεν συμμορφωθεί με δικαστική απόφαση ή συμφωνία περί της επικοινωνίας του τέκνου ή ακόμα αν ευθύνεται για «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτού». Εισάγει δηλαδή ο νέος νόμος αόριστες και δυσαπόδεικτες έννοιες, ερειδόμενες σε ανυπόστατα ψυχολογικά κριτήρια και καταστάσεις όπως “διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης, και πρόκληση διάρρηξης σχέσεων” τις οποίες τις καθιστά λόγους αφαίρεσης της γονικής μέριμνας και φέρνοντας φυσικά από την πίσω πόρτα το σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης. Μάλιστα την αγωγή για την αφαίρεση της γονικής μέριμνας στην περίπτωση αυτή, μπορεί να την ασκήσει, εκτός από τον άλλο γονέα, «οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου», ήτοι πιθανότατα η γιαγιά, ο παππούς, η θεία (αναφέρεται αόριστα ο νόμος) που κρίνουν ότι ο γονέας για παράδειγμα «βάζει λόγια» στο παιδί εις βάρος τους. Έτσι μια γυναίκα που το ανήλικο παιδί της, δεν θέλει να επικοινωνήσει με τον πατέρα του γιατί ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ να αναπτύξει δεσμό με το παιδί του ή ακόμα γιατί κακοποιούσε λεκτικά η σωματικά το ίδιο ή τη μητέρα του, ή που το ανήλικο παιδί της δεν έχει στενές σχέσεις με κάποιον από τους «πλησιεστέρους συγγενείς» για λόγους που δεν αφορούν την ίδια, θα κινδυνεύει να χάσει την γονική μέριμνα του παιδιού της ακόμα κι αν το ζητήσει από το δικαστήριο ο «πλησιέστερος συγγενής»! Εισάγονται έτσι αυθαιρέτως υποχρεώσεις των γονέων έναντι των ανιόντων της πατρικής ή μητρικής γραμμής (παππούδες, γιαγιάδες) τις οποίες συνδέει με λόγο αφαίρεσης της γονικής μέριμνας. Με άλλα λόγια, ενώ το νομοσχέδιο επιβάλλει την επικοινωνία του παιδιού με τους γονείς, στη πράξη προβλέπει την αυθαίρετη αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας. Η ratio του νομοθέτη στο συγκεκριμένο νομοθετικό κείμενο, φαίνεται να είναι η εξυπηρέτηση της απρόσκοπτης, ανεμπόδιστης, ακώλυτης, ευρείας επαφής του τέκνου με τους γονείς το , την οποία την ανάγει σε μέγιστο αγαθό αναφορικά με το συμφέρον του τέκνου. Το αποτέλεσμα όμως της ρυθμίσεως καταλήγει σε αφαίρεση γονικής μέριμνας ήτοι σε πλήρη και ολοκληρωτική αποξένωση του παιδιού από τον άλλο γονέα. Επομένως η έννομη συνέπεια της ρύθμισης αντιστρατεύεται αυτή καθαυτή την ratio της ρύθμισης. Πρόκειται εμφανώς για παραδοξολογία, αν όχι σκοπιμότητα. Και ενώ στην παραπάνω περίπτωση «για το παραμικρό» - που μπορεί ακόμα και εύκολα να «κατασκευαστεί» στα πλαίσια σφοδρής αντιδικίας- θα φτάνει μια γυναίκα να χάσει το παιδί της, είναι τρομερά δύσκολο με το νέο νομοθέτημα να απομακρύνει το παιδί της από έναν γονέα που το κακοποιεί , αφού θα πρέπει πρώτα να καταδικαστεί αυτός αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Το αμετάκλητο δε της καταδίκης σε μία χώρα που η δικαστική διερεύνηση τέτοιων αδικημάτων διαρκεί πολλά χρόνια κατά μέσο όρο, εγκυμονεί κινδύνους για την ερμηνεία και τη δεσμευτικότητά του από το Δικαστή κατά την διατύπωση της κρίσης του, που είναι ο μόνος αρμόδιος και ικανός να κρίνει κατά περίπτωση επ΄ αυτών των σοβαρών θεμάτων. Διότι ούτως ή άλλως και πριν καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη, ο άλλος γονιός θα πρέπει να ενθαρρύνεται να απευθυνθεί, όπως γίνεται με τον ισχύοντα νόμο και να ζητήσει την κρίση του Δικαστηρίου επ΄ αυτού, για να προστατεύσει το τέκνο από τον τυχόν κακοποιητή γονέα, ο οποίος βρίσκεται υπό δικαστική διερεύνηση για τέτοια σοβαρά αδικήματα, αλλά καθυστερεί η αμετάκλητη καταδίκη του. Φτάνει λοιπόν, το νέο νομοθέτημα να καταλύσει ακόμα και το Ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», σύμφωνα με τον οποίο προστέθηκε εδάφιο στο τέλος του άρθρου 735 του ΚΠολΔ: «Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να διατάσσεται ιδίως η απομάκρυνση του καθ’ ου από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας», όταν το νέο νομοθέτημα απαιτεί για την απομάκρυνση του κακοποιητή γονέα από το τέκνο του αμετάκλητη δικαστική απόφαση! «Αγνοεί», προκλητικά, το νομοσχέδιο ότι: • Η ενδοοικογενειακή βία έχει έμφυλο πρόσημο. Πόσες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε που ο σύζυγος κακοποιεί επανειλημμένα μητέρα και παιδιά και κανείς δε κάνει τίποτα ,μέχρι να αντικρίσουν το πτώμα οι γείτονες και να πουν ότι «κατά τα άλλα ήταν καλό παιδί...»; • Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κων/πολης, απαγορεύεται η επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα που δρα κακοποιητικά άμεσα ή έμμεσα προς αυτό, κάνοντάς το θεατή κακοποιητικών συμπεριφορών. • Και πριν από την πιο πάνω συνθήκη, σύμφωνα με τον Νόμο 3500/06, αναγνωρίζεται ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, αλλά σοβαρή κοινωνική παθογένεια, που παραβιάζει ατομικές ελευθερίες, κυρίως των γυναικών, οι οποίες και πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από το φαινόμενο. Επεκτάθηκε, επίσης, το αξιόποινο παραδοσιακών εγκλημάτων και σε συμπεριφορές, οι οποίες μέχρι πρότινος υπάγονταν στην έννοια των βασανιστηρίων. Με τον τρόπο αυτό δηλώθηκε η πρόθεση του νομοθέτη να αποτρέψει φαινόμενα μετατροπής της οικογένειας σε τόπο ατιμώρητης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σημαντική -και εν πολλοίς πρωτοποριακή - στον νόμο ήταν η αντιμετώπιση των ανηλίκων ως θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, ακόμα κι αν οι πράξεις αυτές δεν στρέφονται άμεσα εναντίον τους, αλλά απλώς τελούνται ενώπιον τους. Εν προκειμένω, ελήφθησαν υπόψη επιστημονικά δεδομένα, σύμφωνα με τα οποία οι πράξεις ενδοοικογενειακής βίας επιδρούν αρνητικά στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη των ανηλίκων , με κίνδυνο το φαινόμενο να διαιωνίζεται. ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΓΟ ΑΥΤΟ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ, ΟΤΑΝ ΔΙΑΠΡΑΤΤΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ (άρθρο 6). Ας αναλογιστούμε, όμως, πόσες τέτοιες υποθέσεις δεν φτάνουν ποτέ στα δικαστήρια, πόσες γυναίκες σιωπούν κάτω από το βάρος των συνεχών απειλών και του φόβου, πόσες φορές η αστυνομία τις στέλνει πίσω στον κακοποιητή τους. Κι όταν φθάσουν, μας πετάει προκλητικά στο πρόσωπο το επερχόμενο νομοσχέδιο την πιο επαίσχυντη διάταξη, ότι δηλαδή η άσκηση της επιμέλειας θα αφαιρείται μετά την ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ απόφαση της δικαιοσύνης. (Δεν εκπλησσόμαστε, το έχουμε ξαναπεί,τα ο νομοσχέδιο είναι απολύτως ενταγμένο στα πλαίσια της συντηρητικοποίησης, φτωχοποίησης και καταπάτησης κάθε κεκτημένου δικαιώματος). Χρησιμοποιούν, μάλιστα, την αμετακλητοποίηση ως πειστικό επιχείρημα, στην πιο αργή δικαιοσύνη της Ε.Ε, (έχει καταδικασθεί πλειστάκις η χώρα μας από το ΕΔΔΑ) για να μας πείσουν ότι έλαβαν υπόψη τους την ενδοοικογενειακή βία. Και, πρέπει να σκεφτόμαστε το χειρότερο σενάριο, όταν μιλάμε για την προστασία του παιδιού. Δηλαδή, θα έχουμε το δυσοίωνο σενάριο, ενώ θα εκκρεμεί η ποινική διαδικασία, ο θύτης να αποφασίζει με το θύμα του και να συνδιαλέγεται μαζί του και το παιδί, αν είναι το θύμα, να διαμένει μαζί του μέχρι την ενηλικίωση. Ας σκεφτούμε πόσα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και ειδικά ανήλικα παιδιά, αυτή την στιγμή τρέμουν ακόμα και στη θέα του θύτη τους. Πολλώ δε μάλλον, όταν ξέρουν, «a priori», ότι ο δρόμος της δικαίωσης θα είναι μακρύς, αν αυτή έλθει ποτέ. Κι αν η κακοποιήτρια είναι γυναίκα, φυσικά, και πρέπει να ισχύουν τα ίδια, αλλά δυστυχώς τα νούμερα είναι αμείλικτα, γιατί η έμφυλη βία έχει θηλυκό πρόσημο. Κι ας πάρουμε, ως υπόθεση εργασίας, ότι ο θύτης καταδικάζεται τελεσίδικα. Η έννομη τάξη μας αντέχει το γεγονός ότι, καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια, το θύμα, το παιδί, ζούσε κι ενηλικιώθηκε με τον κακοποιητή του και υποβάλλαμε και τη γυναίκα στη βάσανο να συνδιαλέγεται και να υποκύπτει, προφανώς, σε ένα επίσης κακοποιητή πρώην σύζυγο; Τα παιδιά, όμως, δεν είναι αντικείμενο ή εμπόρευμα που αν συμβεί κάποια βλάβη ή ζημιά σε αυτά κατά τη διάρκεια της «κοινής γονικής μέριμνας», μετά θα αλλάξεις τη ρύθμιση, γιατί αποδείχτηκε ότι είναι επιβλαβής για το παιδί. Η Δικαιοσύνη έχει καθήκον να προστατεύσει τα παιδιά από το ρίσκο του κινδύνου και να υπολογίσει τον κίνδυνο εκ των προτέρων. Μιλάμε για ανθρώπους με ίσα δικαιώματα ,όπως αναγνωρίζονται στη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ,επιπρόσθετα ,στη Σύμβαση Δικαιωμάτων του παιδιού. Ακόμα πιο εξοργιστική είναι η πρόβλεψη που κυκλοφόρησε στο πρώτο προσχέδιο (ώσπου να καταλήξουν ,σφιγμομετρώντας τις αντιδράσεις) για αφαίρεση επιμέλειας μόνο σε περίπτωση που ο γονέας είναι κακοποιητικός προς το παιδί, όπως ορίζεται στο προτεινόμενο και επίμαχο άρθρο. Κι στο εν λόγω, όμως, νομοσχέδιο δεν ξεκαθαρίζεται αν ενδοοικογενειακή βία θεωρείται κι εκείνη κατά της μητέρας κατά τη διάρκεια του γάμου. Οι μητέρες- θύματα έμφυλης βίας θα εγκλωβίζονται για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα σε κακοποιητικούς γάμους ή σχέσεις με τον φόβο της απώλειας της γονικής μέριμνας ή μετά το διαζύγιο θα έρχονται σε συστηματική επαφή με τον κακοποιητή τους. Στην περίπτωση μάλιστα που μια μητέρα πάρει το παιδί της σε άλλη πόλη για να το προστατεύσει ή να προστατευτεί η ίδια από την κακοποίηση, ο έτερος γονέας θα μπορεί να κάνει μήνυση για παραβίαση της δικαστικής απόφασης και η μητέρα θα κινδυνεύει με σύλληψη και αυτόφωρο μέχρι να επιστρέψει το παιδί στον μόνιμο τόπο κατοικίας. Και τούτο, καθώς καμία πρόβλεψη δεν έχει λάβει χώρα για τα αναρίθμητα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας ,που συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες, με θεατές ανήλικα παιδιά και μοναδικό αποτέλεσμα τον εσαεί τραυματισμό του ψυχικού τους κόσμου. Παιδιά που πλέον δεν θα ακούγονται στις δικαστικές αίθουσες, που καμία ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη δεν θα λαμβάνεται υπ’όψιν και καμία γυναίκα δεν θα βρίσκει το δίκιο της, μένοντας τελικά μόνη και αβοήθητη σε έναν κόσμο βαθειάς πατριαρχίας και μισογυνισμού. Εν κατακλείδι, αντιμετωπίζεται, αλήθεια, το τέκνο ως υποκείμενο Δικαίου από τον Νομοθέτη του συγκεκριμένου Νομοσχεδίου κατά την επιταγή του Συντάγματός μας; Σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, κανείς δεν δικαιούται να αποφασίζει για ζητήματα που αφορούν το παιδί, ερήμην του με “a priori” αποφάσεις που δεν εξυπηρετούν το συμφέρον του κάθε ξεχωριστού παιδιού, της κάθε ξεχωριστής οικογένειας.