Αρχική Τροποποίηση του ν.3213/2003 και Διατάξεων του Ποινικού ΚώδικαΆρθρο 1Σχόλιο του χρήστη Κώστας Χρυσόγονος | 26 Φεβρουαρίου 2010, 10:06
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Κώστας Χ. Χρυσόγονος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ. Το νομοσχέδιο για την τροποποίηση του ν. 3213/2003 αποτελεί θεωρητικά την αιχμή του κυβερνητικού δόρατος εναντίον της πολιτικής διαφθοράς. Ωστόσο δεν θίγει καθόλου την κύρια έδρα της διαφθοράς, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι τον Αύγουστο του 2009 απόφαση γερμανικού ποινικού δικαστηρίου (ένταλμα του Ειρηνοδικείου Μονάχου για επιβολή ποινής στον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Siemens A.Ε. στην Ελλάδα) διαπίστωσε συστηματική και διαρκή παράνομη χρηματοδότηση των δύο μεγάλων ελληνικών κομμάτων από την εταιρία Siemens. Εάν και εφόσον το ιστορικό που εκτίθεται στο ένταλμα αυτό (συνοδευόμενο από συγκεκριμένες αναφορές σε πρόσωπα, κόμματα, ημερομηνίες και ποσά) αληθεύει, τότε ενδέχεται οι ηγετικοί μηχανισμοί των δύο μεγάλων κομμάτων να λειτούργησαν, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα 2003-2006, ως εγκληματικές οργανώσεις κατά την έννοια του άρθρου 187 παρ.3 του Ποινικού Κώδικα. Και τούτο διότι είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι κατονομαζόμενοι στο γερμανικό ένταλμα ταμίες των δύο κομμάτων συμφώνησαν να εισπράξουν παράνομα, για λογαριασμό των κομμάτων αυτών, ποσά ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ χωρίς να έχουν προηγουμένως ενημερώσει τους αντίστοιχους αρχηγούς. Άλλωστε τις αντιπαροχές προς τη Siemens, δηλαδή τη λήψη ακόμη και παράνομων, αλλά ευνοϊκών για τη γερμανική εταιρεία, αποφάσεων από Έλληνες δημόσιους λειτουργούς στους τομείς του επιχειρηματικού της ενδιαφέροντος, μάλλον, δεν μπορούσαν να τις εξασφαλίσουν οι ίδιοι οι ταμίες, παρά μόνο η άσκηση συντονισμένης πίεσης εκ μέρους των κομματικών ηγεσιών. Όλα αυτά θα έπρεπε να ερευνηθούν εξονυχιστικά από την ελληνική ποινική Δικαιοσύνη, αν αυτή λειτουργούσε ως όφειλε, και όχι να τα πληροφορούμαστε μέσω Γερμανίας. Το μόνο (άρσιμο) συνταγματικό εμπόδιο σε μια τέτοια διερεύνηση θα ήταν η απαίτηση παροχής αδείας από τη Βουλή για τη δίωξη των εμπλεκομένων προσώπων, εφόσον τα πρόσωπα αυτά έχουν σήμερα τη βουλευτική ιδιότητα, σύμφωνα με τα άρθρο 62 παρ. 1 του Συντάγματος. Αντίθετα δεν τίθεται καν θέμα υπαγωγής τέτοιων συμπεριφορών στο ανεύθυνο του βουλευτή (άρθρο 61 παρ. 1 του Συντάγματος), αφού δεν πρόκειται για γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων. Ούτε και η ποινική προστασία των υπουργών (και πρωθυπουργών) κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος μπορεί όμως να βρει εφαρμογή εδώ, επειδή η δωροληψία, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και οι λοιπές αξιόποινες πράξεις, τις οποίες αφήνει να εννοηθούν το γερμανικό ένταλμα, δεν τελέστηκαν από τα ανωτέρω πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως πρωθυπουργού, υπουργού ή βουλευτή, αλλά υπό την ιδιότητα του αρχηγού ή του ταμία πολιτικού κόμματος. Το πρόβλημα όμως, ή μάλλον ένα από τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η παράξενη ελληνική δημοκρατία των γόνων, είναι ότι η ποινική Δικαιοσύνη στη χώρα μας ούτε λειτουργεί γενικά όπως θα ταίριαζε σε ένα ευνομούμενο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου ούτε είναι πραγματικά ανεξάρτητη. Συνεπώς η αυστηροποίηση των θεωρητικά απειλούμενων ποινικών κυρώσεων, που επιχειρεί το νομοσχέδιο, δεν επαρκεί. Σε ότι αφορά το νομοθετικό πλαίσιο για τα οικονομικά των κομμάτων, το άρθρο 16 παρ. 2 ν. 3023/2002 υποχρεώνει απλώς όσα από αυτά λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση να τηρούν βιβλίο εσόδων-εξόδων και να καταχωρούν σ’ εκείνο ονομαστικά όσους που εισφέρουν ετησίως συνολικό ποσό μεγαλύτερο από 600 ευρώ. Εξάλλου το άρθρο 7 παρ. 1 του ίδιου νόμου απαγορεύει τη χρηματοδότησή τους από αλλοδαπούς, νομικά πρόσωπα εν γένει και από ιδιοκτήτες εντύπων ή ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Η μια διάταξη αναιρεί πρακτικά την άλλη, αφού κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν εισφορές κάτω των 600 ευρώ προέρχονται από τις παραπάνω απαγορευμένες πηγές, ενώ γενικότερα καθίσταται έτσι εκ των προτέρων αδύνατος κάθε σοβαρός έλεγχος. Ακόμη κι αν ένα κόμμα, το οποίο έλαβε π.χ. χρηματοδότηση ύψους 1.000.000 ευρώ μέσα σε λιγότερο από ένα έτος από συγκεκριμένη αλλοδαπή εταιρία προμηθεύτρια του δημοσίου ή δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, ήθελε για κάποιο λόγο να εμφανίσει τα χρήματα στον ισολογισμό του, θα μπορούσε ευχερώς να παραστήσει ότι έλαβε οικονομική ενίσχυση από 2.000 μη κατονομαζόμενους έλληνες πολίτες, ύψους 500 ευρώ από τον καθένα. Εξίσου προσχηματική είναι και η πρόβλεψη του άρθρου 5 παρ. 5 ν. 3023/2002 ότι τα έσοδα και οι δαπάνες των πολιτικών κομμάτων (πρέπει να) διακινούνται μέσω λογαριασμών σε τράπεζες εγκατεστημένες στην Ελλάδα, σε ποσοστό τουλάχιστον 80% του ετήσιου ύψους τους. Η διάταξη αυτή πρακτικά σημαίνει μόνο ότι ο νομοθέτης παρέχει στα κόμματα την ευχέρεια να συναλλάσσονται και με μετρητά, ενώ το πραγματικό ποσοστό των συναλλαγών αυτών στο σύνολο είναι ανέφικτο να ελεγχθεί. Ψευδεπίγραφες είναι και οι διαδικαστικές διατάξεις του πέμπτου κεφαλαίου (άρθρα 21-22) του ν. 3023/2002, αφού το ίδιο το περιεχόμενό τους καθιστά σαφές ότι η πραγματική πρόθεση των αντιπροσώπων του Έθνους που τις ψήφισαν δεν ήταν ο «έλεγχος των οικονομικών πολιτικών κομμάτων και βουλευτών», όπως διατυμπανίζει ο τίτλος του κεφαλαίου, αλλά το ανέλεγκτό τους. Ο «έλεγχος» ανατίθεται σε επιτροπή υπό την προεδρία Αντιπροέδρου της Βουλής, με μέλη της έναν βουλευτή από κάθε εκπροσωπούμενο στη Βουλή κόμμα, έναν Αρεοπαγίτη, έναν Σύμβουλο της Επικρατείας και έναν Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι δικαστές - μέλη της επιτροπής κληρώνονται από τις ολομέλειες των δικαστηρίων τους, ενώ τα κοινοβουλευτικά μέλη ορίζονται από τα κόμματά τους (άρθρο 21 παρ. 2). Έτσι τα κοινοβουλευτικά μέλη – εκπρόσωποι κομμάτων έχουν συνήθως ευρεία πλειοψηφία έναντι των δικαστών (π.χ., στη σημερινή πεντακομματική Βουλή, 6 έναντι 3), με αποτέλεσμα τα πολιτικά κόμματα να καθίστανται ουσιαστικά ελεγκτές του εαυτού τους. Εξάλλου η επιτροπή αποτελείται συνήθως από πρόσωπα στερούμενα ειδικών γνώσεων και για τον λόγο αυτόν προβλέπεται η ανάθεση της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές, με βάση όμως τα βιβλία, τους ισολογισμούς και τα παραστατικά των ίδιων των κομμάτων (άρθρο 21 παρ. 4). Περαιτέρω καθορίζεται και ασφυκτική προθεσμία τριών μηνών, από την περιέλευση στην επιτροπή των ισολογισμών των κομμάτων, για την ολοκλήρωση του ελέγχου (άρθρο 21 παρ. 6). Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, οι εκθέσεις ελέγχου οι οποίες συντάσσονται από την επιτροπή δεν δημοσιεύονται, αλλά απλώς υποβάλλονται στον Πρόεδρο της Βουλής και τον Υπουργό Εσωτερικών και αποστέλλονται στα ελεγχόμενα κόμματα (άρθρο 21 παρ. 6), ενώ οι προβλεπόμενες (και μη επιβαλλόμενες) κυρώσεις σε βάρος κομμάτων περιορίζονται στη δυνατότητα επιβολής προστίμων (άρθρο 24), με απόφαση του Προέδρου της Βουλής (άρθρο 23 παρ. 3). Οι πιθανότητες να ανιχνευθεί η διαφθορά του κομματικού συστήματος μέσα από παρόμοιες διαδικασίες είναι όσες και της καμήλας να διέλθει από την οπή της βελόνας, στη γνωστή ευαγγελική παραβολή. Σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς ατομικά, το άρθρο 1 ν. 3213/2003 προβλέπει ότι τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί και γενικοί γραμματείς, οι αρχηγοί των κομμάτων, οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές, καθώς και κατηγορίες προσώπων ενεργών στην τοπική αυτοδιοίκηση (νομάρχες, δήμαρχοι κ.ά.) και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (πρόεδροι, διευθύνοντες σύμβουλοι κ.ά.) υποβάλλουν ετήσια δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης. Στην τελευταία οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, να εμφανίζονται τα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία των παραπάνω προσώπων, καθώς και η πηγή προέλευσης των πόρων που χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων. Με τον έλεγχο των δηλώσεων επιφορτίζεται όμως, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου αυτού, η ίδια επιτροπή του άρθρου 21 ν. 3023/2002, με αποτέλεσμα ο έλεγχος του πόθεν έσχες των πολιτικών να είναι εξίσου ατελέσφορος όσο και ο έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων. Εκτός από όσα προαναφέρθηκαν για την επιτροπή αυτή, η αναποτελεσματικότητά της ως οργάνου, ακόμη κι αν τα μέλη της είχαν τις ειλικρινέστερες των προθέσεων, θα ήταν έτσι κι αλλιώς δεδομένη, λόγω του ότι η σχετική απασχόληση αποτελεί πάρεργο, τόσο για τους κοινοβουλευτικούς όσο και για τους δικαστές εκείνους. Και περαιτέρω, η απουσία μόνιμης οργανωτικής υποδομής και εξειδικευμένου ελεγκτικού προσωπικού δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 περίπτωση γ΄ ii ν. 3213/2003, απλή δυνατότητά της (η οποία δεν φαίνεται κιόλας να αξιοποιείται στην πράξη) να αναθέτει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο, αλλά μάλλον προσδοκώμενο και ηθελημένο από τον ιστορικό νομοθέτη, το μηδενικό αποτέλεσμα των ελεγκτικών διαδικασιών του άρθρου ν. 3213/2003. Όλες αυτές οι διατάξεις δεν θίγονται από το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο. Η μόνη αλλαγή στο διαδικαστικό πλαίσιο είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 του νομοσχεδίου δυνατότητα του Υπουργού να απαιτεί από την Επιτροπή «εξατομικευμένο έλεγχο» της δήλωσης «πόθεν έσχες» συγκεκριμένου προσώπου. Έτσι όμως όχι μόνο δεν προάγεται η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια, αλλά ο (εκάστοτε) Υπουργός μετατρέπεται σε «κήνσορα» του πολιτικού συστήματος, που θα μπορεί να στοχοποιεί επιλεκτικά συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα. Ανεφάρμοστες εξάλλου έχουν αποδειχθεί στην πράξη και οι ποινικές διατάξεις των άρθρων 4-5 του ίδιου νόμου, σε ό,τι αφορά τα πολιτικά πρόσωπα και συνεπώς η πρόβλεψη αυστηρότερων ποινών δεν προσφέρει τίποτε ουσιαστικό στην περιστολή της διαφθοράς. Εφόσον ο νομοθέτης ήθελε πραγματικό έλεγχο στα οικονομικά των κομμάτων και των βουλευτών, ο έλεγχος αυτός θα έπρεπε να είχε ανατεθεί είτε σε ειδική ανεξάρτητη αρχή είτε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με εξασφάλιση όμως της απαραίτητης υποστήριξης από επαρκές σε αριθμό εξειδικευμένο επιστημονικό-ελεγκτικό προσωπικό. Ειδικά μάλιστα για τα πολιτικά κόμματα θα μπορούσε να θεσπισθεί πλήρης απαγόρευση συναλλαγών σε μετρητά και υποχρέωσή τους να διακινούν όλες τις εισπράξεις και τις πληρωμές τους από έναν και μοναδικό τραπεζικό λογαριασμό για καθένα από αυτά, οι καταθέσεις ιδιωτών στον οποίο θα ήταν μόνο ονομαστικές και δεν θα μπορούσαν να υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο, σχετικά χαμηλό (π.χ. 1.000 ευρώ ετησίως) ποσό. Με άλλες λέξεις, τρόποι για να διασφαλισθεί η διαφάνεια και να αποτραπεί η εξάρτηση της πολιτικής «τάξης» από μια ολιγαρχία μεγάλων χρηματοδοτών τεχνικά υπάρχουν. Εκείνο που λείπει είναι η πολιτική βούληση. Σε μια συνολική εκτίμηση, δεν θα απείχε πολύ από την πραγματικότητα να υποστηρίξει κανείς ότι το θεσμικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της πολιτικής διαφθοράς στην ελληνική έννομη τάξη έχει θεσπισθεί με σκοπό να μην εφαρμόζεται στην πράξη. Η έλλειψη ιδίως αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών οδηγεί στην ασυδοσία της πολιτικής «τάξης». Η απλή απειλή αυστηρότερων ποινικών ακυρώσεων σε βάρος των διεφθαρμένων πολιτικών, την οποία περιέχει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κινδυνεύει να μείνει νεκρό γράμμα, αν δεν συνοδευτεί από την οικοδόμηση αποτελεσματικού ελεγκτικού μηχανισμού για τα οικονομικά τόσο των πολιτικών προσώπων όσο όμως, ιδίως, και των πολιτικών κομμάτων. Τέτοιες διατάξεις ωστόσο δεν υπάρχουν πουθενά στο νομοσχέδιο.