• Σχόλιο του χρήστη 'Λέττα Ζωίδου' | 1 Απριλίου 2021, 14:34

    Είναι κατ’ αρχήν προφανές, με μια απλή αντιπαράθεση των δύο άρθρων, ότι το «συμφέρον του παιδιού» δεν αποτελεί «καινοτόμο» κριτήριο που θεσπίζει το νέο νομοσχέδιο, αλλά αποτελεί εδώ και χρόνια (από το 1983 που έγινε η αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου) την κορωνίδα του ισχύοντος οικογενειακού μας δικαίου. Ωστόσο, με το νέο άρθρο το «συμφέρον του παιδιού» που αποτελεί μια αόριστη νομική έννοια, υπαγόμενη προς εξειδίκευση και οριοθέτηση στην κρίση του Δικαστή, καθοδηγείται και καθυποβάλλεται από το Νομοθέτη σε προκαθορισμένες και συγκεκριμένες κατευθύνσεις, όπως η «ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και στην αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς», οι οποίες, όμως, δεν αποτελούν πανάκεια για όλες τις περιπτώσεις των ανθρωπίνων σχέσεων. Και αυτή, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί και τη κορωνίδα του νομοσχεδίου μαζί με την προστασία του παιδιού σε περιβάλλον ενδοοικογενειακής βίας, διότι συμπυκνώνει την αρχή του νομοσχεδίου, δηλαδή τον σκοπό του και φέρνει ύπουλα και κατά περιγραφή τόσο ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ (χωρίς να την κατονομάζει, για να ηρεμήσει τις αντιδράσεις) και το σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης. Επιπλέον, είναι ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΥΝΑΝΤΑΤΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ ΝΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ, το οποίο είναι μία αόριστη νομική έννοια ,ελαστική και δυναμική που χρήζει εξειδίκευσης από τον Δικαστή. Αλλά, αφού δηλώνει την «πίστη» του στην ανικανότητα του Δικαστή, έρχεται σε αντίθεση με όλα τα διεθνή κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος και με το ίδιο το Σύνταγμα και η ψήφισή του θα μας οδηγήσει κατ´ αναπότρεπτο τρόπο στην καταδίκη της χώρας μας, ακόμη και για μόνη την περιγραφή του συμφέροντος του παιδιού στον νόμο. Ειδικότερα, ως προς την παράγραφο 2 του νέου άρθρου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι εισάγονται κριτήρια αχρείαστα και σε κάθε περίπτωση άσχετα με το πραγματικό συμφέρον του τέκνου. Δεν μπορεί το συμφέρον του τέκνου να κρίνεται με βάση την πρόθεση ενός γονέα να σέβεται τα συμφέροντα του άλλου γονέα, καθώς αυτό από μόνο του δεν καθιστά τον δεύτερο ικανότερο γονέα. Επίσης η λειτουργία της συμμόρφωσης ή μη κάποιου εκ των γονέων, ιδίως με προηγούμενη συμφωνία που είχε συναφθεί, ως βασικό κριτήριο σχετικά με την ανάθεση ή όχι της γονικής μέριμνας με αυτόν, αφενός τίθεται απόλυτα εκβιαστικά, ιδίως προς τον γονέα ο οποίος βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση και ο οποίος αναγκάστηκε κάποια χρονική στιγμή να δεχτεί, υπό το καθεστώς πιθανότατα πίεσης, μία άδικη και επιζήμια για τον τέκνο και τον ίδιο συμφωνία. Αφετέρου, δεν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες μεταβολές των συνθηκών που επέρχονται στη ζωή και την καθημερινότητα του παιδιού καθώς μεγαλώνει, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να αναπροσαρμόζεται και το πλαίσιο άσκησης της γονικής μέριμνας αυτού παρά τους ειδικότερους όρους προγενέστερης συναφθείσας συμφωνίας των γονέων. Παράδειγμα: Έχει συμφωνηθεί μεταξύ των δυο γονέων, ο πρώτος να βλέπει το ανήλικο τέκνο του στα πλαίσια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του κάθε εβδομάδα από Παρασκευή βράδυ έως Κυριακή μεσημέρι. Ωστόσο, σε περίοδο ιδιαίτερα επιβαρυμένη για το τέκνο λόγω φόρτου μαθημάτων και μελέτης (πχ στο τέλος του τριμήνου στο Λύκειο, όπου είθισται οι μαθητές να δίνουν απανωτά διαγωνίσματα σε όλα τα διδασκόμενα μαθήματα εντός σύντομου χρονικού διαστήματος) ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο συναποφασίζει μαζί με το τελευταίο, ότι ιδίως εκείνες τις εβδομάδες είναι προτιμότερο για το ίδιο το τέκνο να μην αλλάξει περιβάλλον κατά τα Σαββατοκύριακα προκειμένου να έχει μεγαλύτερη ηρεμία για να μελετήσει. Παρόλα αυτά, λόγω της μη τήρησης της συμφωνίας των γονέων, ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο κινδυνεύει να απολέσει την επιμέλεια, καθώς ο πρώτος γονέας μπορεί πλέον να προβάλει δικαστικά τον λόγο αυτό ως βασικό κριτήριο για να αλλάξει η μέχρι πρότινος νομική κατάσταση. Η προσθήκη, τέλος, στην παράγραφο 4 της αίρεσης «εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής», προκειμένου να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο η γνώμη του παιδιού, αποτελεί, αν μη τι άλλο, ευθεία βολή κατά του ενός γονέα και κυρίως της μητέρας, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να «ακυρώσει» τη γνώμη του παιδιού. Υπάρχει αρνητική στόχευση του ν/σ ως προ το συμφέρον του τέκνου και απηχεί προκατάληψη ότι το παιδί στερείται ελευθέρας βουλήσεως, κάτι που αντιβαίνει τη ΔΣΔΠ, αρθρο 12, βάσει της οποία λαμβάνεται υπόψιν η γνώμη του παιδιού αναλόγως ωριμότητας & ηλικίας άνευ άλλων όρων.