Αρχική Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίουΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ Άρθρο 1 ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη ΔΗΜΟΥΛΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ - ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ | 1 Απριλίου 2021, 17:06
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Η σύγχρονη έρευνα συνολικά (βλ. μετα-ανάλυση των Sand et al., 2017 ) αναδεικνύει τον χωρισμό των γονέων ως παράγοντα υψηλού κινδύνου για την ψυχική υγεία των παιδιών, ειδικά όταν προηγείται ή έπεται μια συγκρουσιακή σχέση. Μέλημα της πολιτείας και των ειδικών είναι να προστατέψουν τα παιδιά από μελλοντικές συγκρούσεις και αρνητικές εμπειρίες, μέσα από πρακτικές που εκπηγάζουν από ένα επαρκές και βασισμένο στην επιστημονική τεκμηρίωση νομοθετικό πλαίσιο, αλλά κυρίως με βάση τις δομές υποστήριξης και την επάρκεια των υπηρεσιών ψυχικής υγείας καθώς και την εμπλοκή μέσω διαμεσολάβησης επιστημόνων με την κατάλληλη εκπαίδευση. Ένα από τα βασικά διακυβεύματα, πηγή στρες και πεδίο συγκρούσεων είναι η ανάληψη της επιμέλειας. Σε αυτό το κείμενο αναπτύσσεται μια συζήτηση σε σχέση με τα θέματα της κοινής επιμέλειας και τα οφέλη της συν-επιμέλειας ως βασικό δικαίωμα και των δυο γονέων αλλά κυρίως ως δικαίωμα των παιδιών, ανεξαρτήτως φύλου, όπως επεσήμανε και στο τελευταίο συνέδριο της International Council on Shared Parenting (ICSP) ο Ned Holstein (2019), πρόεδρος της Εθνικής Ομοσπονδίας Γονέων των Η.Π.Α. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, η ανάθεση της επιμέλειας των παιδιών στον έναν γονέα συνήθως ταυτίζεται με την ανάθεσή του στην μητέρα, ιδιαίτερα αν το παιδί είναι μικρότερο των 12 ετών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επιστημονικές έρευνες που να αποδεικνύουν ότι το παιδί θα λάβει την καλύτερη δυνατή ανατροφή αν μεγαλώνει μόνον με την μητέρα του. Η διατήρηση και ενίσχυση της σχέσης και με τους δυο γονείς θεωρείται βασικό κριτήριο για μια ισορροπημένη ανάπτυξη (Lamb, 2019) και αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών, με βάση τις αποφάσεις τoυ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα ανθρώπινα Δικαιώματα (European Convention on Human Rights, βλ. ψήφισμα 2079/2015) και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του Παιδιού (United Nations Convention on the Rights of the Child). Παρά την κοινή αντίληψη της καλύτερης παροχής φροντίδας από τη μητέρα και των κίνδυνων που διατρέχουν τα παιδιά, αν δεν υπάρχει αποκλειστική επιμέλεια από την μητέρα, μια πρόσφατη έρευνα στις ηλικίες 3-5 ετών, έδειξε ότι η συνθήκη συνεπιμέλειας (οριζόμενη ως περίπου ίσο χρόνο με τον κάθε γονέα) δεν σχετίζεται με περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα/ συμπτώματα στα παιδιά πρώιμης ηλικίας (3-5 ετών) (Bergstrom 2017). Αντίθετα, στην προσχολική ηλικία, η αποκλειστική επιμέλεια από έναν γονέα, ανεδείχθη σε στατιστικά σημαντικό παράγοντα που προβλέπει συναισθηματικά και συμπεριφορικά πρoβλήματα, σε σύγκριση με τη συνεπιμέλεια. Άλλωστε, οι έρευνες της McIntosh και συνεργατών (2010) και της Tornello και συνεργατών (2013) που επεσήμαιναν κινδύνους με τη κοινή φυσική επιμέλεια μικρών παιδιών, έχουν πλήρως καταρριφθεί στην έκθεση Warshak, ως μεθοδολογικά μη έγκυρες, αλλά και για αλλοίωση και παραπλανητική χρήση δεδομένων από άλλου είδους έρευνες, σε σχέση με τα βρέφη και τα νήπια που κοιμούνται εναλλάξ στο σπίτι της μητέρας και του πατέρα. Η έκθεση Warshak1 (2014) (169 σελίδων) αποδομεί με συστηματικό τρόπο και απορρίπτει όλα τα δεδομένα σχετικά με τους κινδύνους της συνεπιμέλειας για τα πολύ μικρά παιδιά, με βάση, κυρίως τις μεθοδολογικές ανακρίβειες των εργασιών των McIntosh και συνεργατών (2010) και της Tornello και συνεργατών (2013), υποδεικνύοντας ότι τα συμπεράσματα βασίζονται σε ιδεολογικές μεροληψίες (biases), παρά σε ακριβή επιστημονικά δεδομένα (βλ. Franklin, 2016). Από την άλλη μεριά, οι πλέον πρόσφατες έρευνες αναδεικνύουν την ιδιαίτερη συμβολή του πατέρα αλλά και του κάθε γονέα ξεχωριστά στην ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών, όταν συλλειτουργούν και συμμετέχουν ενεργά στην ανατροφή, σε ένα σχετικά μη συγκρουσιακό πλαίσιο (Fernandes, 2019). Η αποκοπή από την πατρική φιγούρα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ενέχει κινδύνους για μη ολοκληρωμένη ανάπτυξη, εφόσον μειώνονται στο ελάχιστο οι αλληλεπιδράσεις με τον γονέα του άλλου φύλου (Amato & Dorius, 2010· East, Jackson & O'Brien, 2006· Κουρκούτας, 2001). Άλλωστε έρευνες στο εξωτερικό σε φοιτητές διαζευγμένων γονέων έχουν δείξει, ότι οι νέοι, σε ποσοστό 48%, θα προτιμούσαν να είχαν περάσει ίσο χρόνο, και με τους δύο γονείς. (Fabricius & Hall, 2000). Συνολικά, η σύγχρονη έρευνα ανατρέπει «το παλαιότερο μοντέλο προσέγγισης/ θεώρησης» της «μητρικής σχέσης με το παιδί, ως κυρίαρχης και μοναδικής» (δηλαδή, τη θεωρία περί «βιοκοινωνικής υπεροχής» της μητέρας στην ανατροφή των παιδιών) και επισημαίνει την απαίτηση για ομαλοποίηση/ εξισορρόπηση των σχέσεων μέσα από σύγχρονες πρακτικές, με την υποστήριξη της νομοθεσίας και την διαμεσολάβηση των ειδικών (Holstein, 2019). Σύμφωνα με τη Ψυχοδυναμική θεωρία, ένας θεμελιώδης μηχανισμός συγκρότησης του ψυχισμού είναι η «εσωτερίκευση» ενός συνεργατικού γονικού μοντέλου (ζεύγους) και η δημιουργία σταθερών εσωτερικών αναπαραστάσεων, μέσω της ταύτισης με τους γονείς, που θέτουν τα όρια των γενεών και διασφαλίζουν την ταυτότητα του παιδιού, ως κοινωνικό υποκείμενο. Η ασύμμετρη συμμετοχή των γονέων στην καθημερινή/ βιωματική ανατροφή του παιδιού ή ο αποκλεισμός (σκόπιμος ή μη) του ενός (συνήθως του πατέρα) και, κυρίως, η εχθρική /συγκρουσιακή σχέση που συχνά αναπτύσσεται μεταξύ τους δημιουργεί «ρήγμα» στον ψυχισμό του παιδιού που όχι μόνο φτωχοποιεί σε πολλά επίπεδα (γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό) την λειτουργία του, αλλά, εν δυνάμει, συνιστά, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, ένα σοβαρό τραύμα (Britton, 2004· Morgan, 2005· Phares, 2013). Εδώ και πολλές δεκαετίες, η κλινική ψυχανάλυση ανέδειξε τον ιδιαίτερο, «συμβολικό» ρόλο του πατέρα στην αναγνώριση της γυναικείας ταυτότητας καθώς και την συμβολή του στην «ψυχικοποίηση» (mentalization), δηλαδή, στο να καταστούν τα παιδιά κοινωνικά υποκείμενα που θα αναπτύξουν τις βασικές αναπαραστάσεις εαυτού καθώς και ικανότητες σύνδεσης με τον άλλον, ώστε στο μέλλον να εκπληρώσουν επαρκώς τον γονικό τους ρόλο (Davies & Eagle, 2013. Κουρκούτας, 2009).