• Στο άρθρο 13 (για τον περιορισμό της επικοινωνίας) αλλά και στο άρθρο 14 (για την άρση της γονικής μέριμνας) η προϋπόθεση ο γονέας να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, θέτει εύλογους προβληματισμούς για τη διαφύλαξη του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου, εφόσον η διαδικασία του αμετάκλητου είναι χρονοβόρα ενώ δεν προβλέπεται προστατευτικός μηχανισμός για την προστασία της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας των ανήλικων τέκνων μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη. Το σημείο που αναφέρεται «Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή εγκλήματα.....», θα μπορούσε να τροποποιηθεί, επισημαίνοντας ότι από την αρχική καταγγελία ή έστω από την αρχή της άσκησης ποινικής δίωξης στον φερόμενο ως δράστη πρέπει να λαμβάνονται όλα τα πρόσφορα μέτρα για την ασφάλεια και την προστασία του ή των ανηλίκων, που -εκτός του αποκλεισμού ή του περιορισμού της επικοινωνίας- μπορεί να είναι και η εξειδικευμένη υποστήριξή του, η δικανική εξέτασή του σε ειδικά σχεδιασμένα κέντρα (Αυτοτελή Γραφεία Υποστήριξης Ανήλικων Θυμάτων «Σπίτι του παιδιού»), η εποπτευόμενη επικοινωνία, κ.α. Αυτό αποτελεί καίριας σημασίας, διότι γνωρίζουμε από την κλινική πρακτική και την εμπλοκή των Κοινωνικών και Ιατροπαιδαγωγικών υπηρεσιών ότι μέχρι να εξαντληθούν τα ένδικα μέσα, που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο γονέας, ακόμη κι αν έχει καταδικαστεί πρωτόδικα, μπορεί να περάσουν πολλά χρόνια, κατά τα οποία το παιδί δεν θα προστατεύεται κατάλληλα.