Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Ο Κώδικας Οργανισμού των Δικαστηρίων ρυθμίζει τα της εσωτερικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Γι’ αυτό, κάθε επέμβαση άλλης πολιτειακής λειτουργίας (της νομοθετικής ή της εκτελεστικής) στον Οργανισμό των Δικαστηρίων, δηλαδή, στην εσωτερική λειτουργία της Δικαιοσύνης, πρέπει να επιχειρείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Συντάγματος που προβλέπουν - κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ως πολιτειακής λειτουργίας έναντι των άλλων δύο πολιτειακών λειτουργιών. Η πλέον θεμελιώδης διάταξη του Συντάγματος, η οποία κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έναντι της Νομοθετικής και Εκτελεστικής λειτουργίας, είναι αυτή του άρθρου 90. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 90 ορίζεται ότι “οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου”. Τελεία και παύλα. Το Σύνταγμα δεν επιφυλάσσεται υπέρ του κοινού (τυπικού) νόμου, ακριβώς διότι, αν διατηρούσε για τα παραπάνω ζητήματα υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστών επιφύλαξη υπέρ του κοινού νόμου, θα αναιρούσε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έναντι των άλλων λειτουργιών του Κράτους, αφού θα μπορούσε ο κοινός νομοθέτης να επεμβαίνει κατά καιρούς και ανάλογα με τους συσχετισμούς των δυνάμεων στην εσωτερική λειτουργία της Δικαιοσύνης, μέσω της επέμβασης στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών. Εν όψει της ανεπιφύλακτης συνταγματικής διατάξεως, κάθε επιτακτική υπόδειξη του κοινού νομοθέτη προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, είτε προς την κατεύθυνση προαγωγής δικαστών που συγκεντρώνουν ορισμένες προϋποθέσεις, είτε προς την αντίθετη κατεύθυνση της μη προαγωγής δικαστών που συγκεντρώνουν άλλες (αρνητικές) προϋποθέσεις, αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής στη δικαστική λειτουργία, διότι περιορίζει το δικαίωμα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου να αποφασίσει για την προαγωγή ή τη μη προαγωγή συγκεκριμένων δικαστών. Αν ο Ελληνικός Λαός θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση περιορισμών παρόμοιων με τους περιορισμούς που επιχειρούνται μπορεί να το κάνει μόνο στα πλαίσια συνταγματικής αναθεώρησης, διότι η βούλησή του, όπως εκφράσθηκε το έτος 1974, είναι τυπικά υπέρτερη της βούλησής του για κοινή νομοθέτηση, μέσω δηλαδή της διαδικασίας ψήφισης των τυπικών νόμων. Με το σεβασμό με τον οποίο κάθε πολίτης πρέπει να απευθύνεται στο Κράτος (τον οποίο το Κράτος οφείλει εννοείται - να ανταποδίδει με τις υπηρεσίες του προς τον πολίτη), δια του Υπουργού της Δικαιοσύνης εν προκειμένω, παράκληση απευθύνω να μην επιμείνει το Υπουργείο, ανεξαρτήτως των καλών του προθέσεων, με τη συγκεκριμένη διατύπωση του άρθρου, που έχει άλλωστε εξετασθεί και απορριφθεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αρκετές φορές στο παρελθόν. Για να καταφανεί η επέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης που επιχειρείται με τη συγκεκριμένη διάταξη - και που δυστυχώς δεν είναι η μόνη - παραπέμπω στη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει για τις προαγωγές στα αξιώματα των Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, των Αντιπροέδρων και των αντίστοιχων θέσεων των άλλων κλάδων της Δικαιοσύνης. Εκεί ο συνταγματικός νομοθέτης διατήρησε επιφύλαξη υπέρ του νόμου, βάσει μάλιστα της οποίας η επιλογή για το αξίωμα του Προέδρου του Αρείου Πάγου περιορίσθηκε από τον κοινό νομοθέτη μεταξύ των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, κατά τη γνώμη μου πάντως και πάλι αντισυνταγματικά, διότι η συγκεκριμένη επιφύλαξη του νόμου αναφέρεται στη διαδικασία επιλογής και όχι στα πρόσωπα που δικαιούνται να επιλεγούν από το υπουργικό συμβούλιο. Απόκειται στο συνταγματικό νομοθέτη στο μέλλον να αλλάξει τη διαδικασία, τα κριτήρια ή να θέσει περιορισμούς, επί του παρόντος οφείλει το υπουργικό συμβούλιο να έχει το δικαίωμα επιλογής μεταξύ όλων των μελών του αντίστοιχου ανωτάτου δικαστηρίου, όπως το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει.