• Σχόλιο του χρήστη 'ΔΚ-1' | 25 Αυγούστου 2021, 20:23

    Το πρόβλημα της (μη) εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων επικοινωνίας είναι γνωστό και χρονίζον. Από την κατάργηση της άμεσης εκτέλεσης, που αντιμετώπιζε το παιδί ως αντικείμενο παραδοτέο από τον δικαστικό επιμελητή στον δικαιούχο γονέα, λόγω αντισυνταγματικότητας, μέχρι σήμερα, παρότι το θέμα απασχόλησε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για την αναμόρφωση όχι μόνο δικονομικών διατάξεων, αλλά και ουσιαστικού δικαίου, οικογενειακού και ποινικού (!), ακόμη δεν κατέστη δυνατόν να διασφαλιστεί επαρκώς η εκτέλεση των αποφάσεων περί επικοινωνίας, όταν ο γονέας που μένει με το παιδί αρνείται να παραδώσει το τέκνο. Η έμμεση εκτέλεση, που ισχύει σήμερα, προβλέπει την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης (η τροποποίηση της διάταξης, που προβλέπει πλέον σωρρευτικά τις δύο ποινές, ήδη δηλώνει παραδοχή ανεπάρκειας της διαζευκτικής απειλής κάθε ποινής χωριστά στις προϊσχύσασες μορφές του άρ.950 ΚΠολΔ.) σε βάρος του γονέα που δεν παραδίδει το τέκνο, για την πραγματοποίηση της επικοινωνίας με τον άλλο γονέα. Πέρα από την πλημμελέστερη ρύθμιση για την εκτέλεση των αποφάσεων προσωπικής επικοινωνίας της παρ.2 άρ.950 ΚΠολΔ, έναντι εκείνης της παρ.1 για την εκτέλεση των αποφάσεων για την απόδοση ή παράδοση τέκνου (για την υλοποίηση δηλαδή της απόφασης περί επιμέλειας)(Η απειλή των ποινών στις αποφάσεις επικοινωνίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, ενώ στις αποφάσεις απόδοσης/παράδοσης του τέκνου προβλέπεται υποχρεωτικά.) , που -σε περίπτωση μη υποβολής ή απόρριψης αιτήματος του δικαιούχου γονέα να απειλήσει η απόφαση με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία- καταλείπει περιθώριο ‘εκμετάλλευσης’ από τον κακόπιστο γονέα που μένει με το παιδί, όπως είχε επισημανθεί στη θεωρία ( 1 Γέσιου-Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό μέρος, εκδ.Σάκκουλα, 2001, σελ.136) και έχει διαπιστωθεί στην πράξη και από την πρόβλεψη δύο σταδίων δικανικής κρίσης (βεβαίωσης της υποχρέωσης σε παράλειψη ή ανοχή και διάγνωσης της παράβασης) του άρ.947 ΚΠολΔ, με ό,τι αυτή συνεπάγεται δεδομένης της καθυστέρησης κατά την απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας (για την οποία είναι επανειλημμένες οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ), υφίσταται επίταση του προβλήματος λόγω των θέσεων της νομολογίας σε σχέση με την παραβίαση των αποφάσεων επικοινωνίας. Συγκεκριμένα, σε σχέση με τα μέσα εκτέλεσης του άρ.947ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρ.950 ΚΠολΔ, γίνεται σταθερά δεκτό ότι ‘όταν οι παραβιάσεις συνδέονται στενότερα μεταξύ τους, ώστε να σχηματίζουν φυσική ενότητα ενέργειας του παραβάτη’ οφείλεται μία ποινή. Η εφαρμογή όμως από τα δικαστήρια της θεωρίας της ‘φυσικής ενότητας της πράξης’ στις υποθέσεις παραβιάσεων της υποχρέωσης επικοινωνίας, οδήγησε σε άκρως ανεπιεικείς καταστάσεις για τον δικαιούχο της επικοινωνίας γονέα, που δικαίως επικρίθηκαν από την επιστήμη. Ενδεικτικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξαν δικαστικές αποφάσεις, που επέβαλαν μία μόνη ποινή σε περιπτώσεις που η επικοινωνία γονέα-τέκνου είχε παρεμποδιστεί 37 φορές ( ΕφΑθ 2729/1981, Αρμ 1981, σελ.773, ΕλλΔικ 1981 σελ.232) ή ακόμη και 107 φορές! ( ΕφΑθ 4028/1980, Αρμ 1980, 982 επ) Όπως γίνεται αβίαστα αντιληπτό, η στάση αυτή της νομολογίας καθιστά την εκτέλεση των αποφάσεων περί επικοινωνίας άκρως αναποτελεσματική( Βλ. εναργέστατη επισήμανση του προβλήματος σε Γέσιου-Φαλτσή, ό.π.π., σσ.136-7 και ιδίως 138.). Αλλά και ως προς την ουσιαστική διάγνωση της παραβίασης, υφίσταται ζήτημα, διότι για να θεωρηθεί κατ’ αρχάς ότι συντρέχει η προϋπόθεση της παρεμπόδισης της επικοινωνίας, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο υπόχρεος γονέας ενεργεί από πρόθεση, η οποία μπορεί να συνίσταται σε άρνηση παράδοσης του τέκνου στον δικαιούχο, σε απομάκρυνση του τέκνου από την οικία κατά τον καθορισμένο χρόνο επικοινωνίας, ή σε εξώθηση του τέκνου να αποφύγει την επικοινωνία. Πάγια θέση του ΑΠ αποτελεί το ότι η άρνηση του τέκνου να επικοινωνήσει με τον δικαιούχο γονέα δεν οφείλεται απαραιτήτως σε επίδραση του άλλου γονέα, ο οποίος μάλιστα δεν υποχρεούται να κάμψει την άρνηση του παιδιού, αναγκάζοντάς το να επικοινωνήσει με τον δικαιούχο της επικοινωνίας γονέα ( ΑΠ 420/2002 ΕλλΔνη 2002, 1622, ΑΠ 422/1999 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 719/1996 ΕΕΔ 1998, 60. ) . Η θέση αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, κατά την οποία επιβάλλεται να λαμβάνεται υπόψη η άρνηση του παιδιού, όταν όμως αυτό βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία και διαθέτει την απαιτούμενη ωριμότητα ( Κ v. The Netherlands, ap.no.9018/1980, Luig v. Germany, ap.no. 28782/04, Bussmann v. Germany, ap.no. 13301/2005) . Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι επίκληση της κατ’ αρχήν ορθής θέσης του ανώτατου ακυρωτικού γίνεται συχνά από τα δικαστήρια ουσίας ακόμη και σε περιπτώσεις μικρών παιδιών, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας -τα οποία οφείλουν να λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, χωρίς απόδειξη (άρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ)- λόγω της νεαρής ηλικίας τους εύκολα επηρεάζονται από τον γονέα που μένει μαζί τους ( Γιαννόπουλος, Π. σε Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου «Η Διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού», Νάσκου-Περάκη, Χρυσόγονου, Ανθόπουλου επιμ. εκδ.Σάκκουλα, 2002, σ.90, με αναφορά στη συνήθη περίπτωση επηρεασμού του παιδιού «σε βάρος του γονέα που δεν διατηρεί την επιμέλεια του τέκνου, ιδίως όταν η επιμέλεια έχει αφαιρεθεί κατόπιν διαζυγίου». ) , ακόμη δε και σε περιπτώσεις παιδιών που δεν έχουν ζήσει ποτέ με τον δικαιούχο γονέα, ώστε να διαθέτουν προσωπική εμπειρία από την επαφή μαζί του! Ως εκ τούτου, συχνά επαρκεί ο αρνητικός επηρεασμός του παιδιού από τον γονέα που μένει μαζί του σε βάρος του άλλου γονέα, για να αποφύγει ο πρώτος την διάγνωση της παραβίασης της απόφασης επικοινωνίας και να επέλθει, χωρίς συνέπειες για αυτόν, η ματαίωση του δικαιώματος. Αντίστοιχο πρόβλημα εμφανίζεται και σε σχέση με τον ποινικό κολασμό του αδικήματος του άρ.232Α ΠΚ (που ήδη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 169Α ΠΚ ‘Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων’), με το οποίο θεωρήθηκε ότι ‘συμπληρώνεται έτσι το προβλεπόμενο σήμερα σύστημα έμμεσης κατά κανόνα εκτέλεσης των άνω αποφάσεων και διαταγών, χάριν της εμπέδωσης της κοινωνικής ειρήνης και της έννομης τάξεως και ενισχύσεως του κύρους των δικαστηρίων’ ( Εισηγητική Έκθεση ν.1941/91, ο οποίος προσέθεσε το άρ.232 Α στον Ποινικό Κώδικα. ) , διάταξη η οποία θεωρήθηκε ‘εξόχως χρήσιμη λόγω της συχνά παρατηρούμενης επίμονης άρνησης ιδιωτών, … να συμμορφώνονται σε δικαστικές αποφάσεις, προσωρινές διαταγές ή εισαγγελικές διατάξεις, πράγμα που οδηγεί σε αμφισβήτηση του κύρους των δικαστικών αρχών αλλά και σε ευτελισμό του κράτους δικαίου’ ( Κονταξής Α., Ποινικός Κώδικας, τ.Α’. έκδ.γ’, 2000, υπό άρ.232 Α’, σελ.2034) (η έμφαση έχει προστεθεί). Η εφαρμογή της αρχής για τη λήψη υπόψη της άρνησης του παιδιού, συχνά οδηγεί είτε στην αρχειοθέτηση των μηνύσεων είτε στην απαλλαγή του κατηγορούμενου γονέα, χωρίς να υπάρχει το περιθώριο για την ουσιαστική εκτίμηση της άποψης του παιδιού και της ωριμότητάς του, καθώς και του ενδεχόμενου επηρεασμού του από τον γονέα που μένει μαζί του, λόγω του απρόσφορου της ποινικής διαδικασίας για μια τέτοια εξειδικευμένη κρίση. Ομοίως, η Ελληνική Αστυνομία, ενίοτε επικαλούμενη εισαγγελικές οδηγίες, καίτοι στερείται εξειδικευμένου προσωπικού καλεί τα ανήλικα τέκνα σε εμφανώς ακατάλληλο για τον σκοπό αυτό περιβάλλον, και σε περίπτωση δήλωσής τους περί απροθυμίας να επικοινωνήσουν με τον γονέα, απέχει της εφαρμογής των διατάξεων περί αυτοφώρου διαδικασίας σε βάρος του κατηγορούμενου γονέα, με συνέπεια την περαιτέρω αποδυνάμωση του κράτους δικαίου ( Η πρακτική της ΕΛΑΣ απασχόλησε κατόπιν αναφορών τον Συνήγορο, ενώ το Αρχηγείο της ΕΛΑΣ αρνήθηκε να επιτρέψει πρόσβαση σε επίμαχο έγγραφο γενικών οδηγιών Εισαγγελίας Πρωτοδικών, παρά την παρέμβαση της Αρχής και παρά τη δημοσιοποίηση του προβλήματος,, βλ.. Μπλιάτη Μ., ‘Δικαιώματα του Παιδιού και πρόσβαση στα έγγραφα’ σε Συνήγορος του Πολίτη, Ανεξάρτητη Αρχή ‘Πρόσβαση στα έγγραφα και διαφάνεια της δημόσιας διοίκησης’, Σπανού Κ. (επιμ,), εκδ. Σάκκουλα, 2010, 79-91, σσ 89-90.) Οι πιο πάνω παθογένειες εξηγούν τις επανειλημμένες καταδίκες της Ελλάδας στο ΕΔΔΑ με αφορμή υποθέσεις παραβίασης της επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα που δεν μένει μαζί του. Χαρακτηριστικά, στην υπόθεση Κοσμοπούλου κατά Ελλάδας, παρά τη διαπίστωση του πρώτου δικαστηρίου που επιλήφθηκε ότι η άρνηση του παιδιού οφειλόταν στην επίδραση του πατέρα που έμενε μαζί του, ο οποίος το ενέπλεξε στη δική του διαμάχη με τη μητέρα ( Προσφυγή Αριθ.60457/2000, Απόφαση 5 Φεβρουαρίου 2004, παράγραφος 23.) το στοιχείο αυτό δεν λήφθηκε υπόψη σε καμία από τις υπόλοιπες - πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες- δικαστικές κρίσεις. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι προσφεύγοντες Τσουρλάκης ( Προσφυγή Αριθ.50796/2007, Απόφαση 15 Οκτωβρίου 2009) και Φουρκιώτης ( Προσφυγή Αριθ.74758/2011, Απόφαση 16 Ιουνίου 2016). Η προσφυγή τους στο ΕΔΔΑ, το οποίο διαπίστωσε προσβολή του δικαιώματός τους στην οικογενειακή ζωή (άρ.8 ΕΣΔΑ) από την αδυναμία της χώρας να αποκαταστήσει την επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα που δεν μένει μαζί του, Σε συνθήκες πόλωσης το τέκνο αντιμετωπίζεται ως ‘λάφυρο’, οι γονείς ως αντίπαλοι και η διολίσθηση σε συνθήκες προσβολής των εκατέρωθεν ‘δικαιωμάτων’ διευκολύνεται, όταν μπορεί να προεξοφληθεί η ‘ατιμωρησία’. Αυτό ακριβώς συμβαίνει, στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος επικοινωνίας, αφού για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν οι υφιστάμενες δικονομικές της εκτέλεσης αλλά και οι ουσιαστικού ποινικού δικαίου ρυθμίσεις δεν είναι ικανές να αποτρέψουν αποτελεσματικά τον υπόχρεο γονέα που δεν επιθυμεί να συμμορφωθεί -ιδίως όταν το παιδί είναι μικρής ηλικίας, οπότε η υλοποίηση της απόφασης εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνεργασία του γονέα που μένει μαζί του. Ακόμη περισσότερο συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας αυθαιρεσίας το γεγονός ότι, καίτοι η θεωρία ομονοεί απολύτως ως προς το ότι η παραβίαση της απόφασης επικοινωνίας από μέρους του γονέα που μένει με το παιδί συνιστά περίπτωση κακής άσκησης της γονικής μέριμνας κι επισύρει τις συνέπειες του άρ.1532 ΑΚ55, έως την αφαίρεση της επιμέλειας (ή και συνολικά της γονικής μέριμνας) και την ανάθεσή της στον άλλο γονέα, τα δικαστήρια αποφεύγουν συστηματικά να κάνει χρήση αυτού του μέτρου. Κατά συνέπεια, ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια γνωρίζει ότι στην πράξη δεν κινδυνεύει με στέρηση του ‘δικαιώματός του επιμέλειας’, ακόμη και σε ακραίες, χρόνιες και κακόβουλες περιπτώσεις παραβίασης του ‘δικαιώματος επικοινωνίας του άλλου γονέα’, με αποτέλεσμα την εδραίωση της ιδιοκτησιακής αντίληψης που καταλήγει να υιοθετεί ο γονέας αυτός σε σχέση με το παιδί και φαίνεται διάχυτη στα σχόλια και της παρούσας διαβούλευσης. Αυτή η διάχυτη αντίληψη, άλλωστε, υποχρέωσε στην πρόσφατη ψήφιση του ν. 4800/21 που όμως δεν επαρκεί. Επομένως είναι αναγκαία η παρούσα τροποποίηση της παρ. 2 και κατάργηση παρ. 3 άρθρου 950 ΚπολΔ. Απαιτείται όμως και η καλλιέργεια νέων αντιλήψεων και, πολύ περισσότερο, η μεταβολή παραδείγματος δια του νόμου και των δικαστικών αποφάσεων. Οι οποίες οφείλει η πολιτεία να μεριμνά να εφαρμόζονται.