Αρχική Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής ΔικονομίαςΆρθρο 02 Επιτάχυνση της πολιτικής δίκης – Προσθήκη άρθρου 20Α στον ΚΠολΔΣχόλιο του χρήστη Ιωάννης Χήνος | 29 Αυγούστου 2021, 12:01
Εισάγεται ο θεσμός της πρότυπης δίκης, όπως ισχύει στα διοικητικά δικαστήρια ήδη από το 2010 (άρθρο 1 του Ν. 3900/2010). Είναι αληθές ότι η διάταξη αυτή έχει διχάσει το νομικό κόσμο, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να αυξηθεί ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης, καθόσον τα δικαστήρια θα αναστέλλουν την εκδίκαση των υποθέσεων μόλις περιέλθει σε γνώση τους η εισαγωγή του νομικού ζητήματος στην ΟλΑΠ, υπό τη μορφή της πρότυπης δίκης. Επίσης υπάρχει η ένσταση ότι η διάταξη έρχεται σε αντίθεση με το διάχυτο δικαστικό έλεγχο που προβλέπει το Σύνταγμα και ότι στερεί από τους πολίτες την κρίση και προστασία στους προβλεπόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. Πιστεύουμε ότι ο θεσμός έπρεπε να έχει εισαχθεί εδώ και πολύ καιρό στον ΚΠολΔ. Φτάνει να σκεφτούμε πόσο χρόνο κάνει για να φτάσει ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου μία υπόθεση. Με την πρότυπη δίκη το νομικό ζήτημα θα επιλυθεί ταχύτερα, με συνέπεια οι διάδικοι να εξοικονομήσουν χρόνο και (το κυριότερο) χρήματα, αφού δε θα χρειάζεται να εξαντλήσουν όλα τα ένδικα μέσα και δη εκείνος της αναίρεσης. Εννοείται ότι ο διάχυτος έλεγχος που προβλέπεται από το Σύνταγμα, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται, αφού οι δικαστές θα εξακολουθούν να κρίνουν παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητα των διατάξεων που εφαρμόζουν, εφόσον το ζήτημα δεν έχει κριθεί από τον Άρειο Πάγο. Και ας μην ξεχνάμε ότι και με τον ισχύοντα ΚΠολΔ, «Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν»[2]. Δηλαδή, όταν κριθεί το ζήτημα στον Άρειο Πάγο, το δικαστήριο στο οποίο αναπέμπεται η υπόθεση δεσμεύεται ως προς την επίλυση του νομικού ζητήματος με το οποίο ασχολήθηκε το αναιρετικό δικαστήριο, ενώ και τα υπόλοιπα δικαστήρια, παρότι δε δεσμεύονται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ακολουθούν τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Συνεπώς όταν ένα ζήτημα είναι καινοφανές, γιατί θα πρέπει να εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, να υπάρξουν αντιφατικές νομολογίες και ανασφάλεια δικαίου, μέχρι να αποφανθεί μετά από καιρό ο Άρειος Πάγος, ενώ θα μπορούσε να λυθεί ταχύτερα με το θεσμό της πρότυπης δίκης; Μάλιστα, ίσως θα έπρεπε να επεκταθεί η δυνατότητα υποβολής σχετικού αιτήματος και από το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, όταν διαβλέπει ότι εκκρεμεί ενώπιόν του ζήτημα ευρύτερου ενδιαφέροντος, το οποίο χρήζει επίλυσης. Προκειμένου, μάλιστα, να μη γίνεται «κατάχρηση» της δυνατότητας αυτής, θα μπορούσε να προβλεφθεί η εξής διαδικασία: ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο δικαστής (εφόσον πρόκειται για μονομελές), θα υποβάλει σχετική αίτηση στο προϊστάμενο του δικαστηρίου, ο οποίος θα συγκαλεί την ολομέλεια των δικαστών που υπηρετούν σε αυτό, προκειμένου η τελευταία να κρίνει αν πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση στον Άρειο Πάγο για την εισαγωγή της υπόθεσης στην ΟλΑΠ [3]. Εφόσον η απόφαση της ολομέλειας είναι καταφατική, τότε ο προϊστάμενος του δικαστηρίου υποβάλει το σχετικό αίτημα στον Άρειο Πάγο. http://dikastis.blogspot.com/2021/08/blog-post_27.html