Αρχική Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής ΔικονομίαςΆρθρο 02 Επιτάχυνση της πολιτικής δίκης – Προσθήκη άρθρου 20Α στον ΚΠολΔΣχόλιο του χρήστη Θαλής Πολυχρονάκος | 2 Σεπτεμβρίου 2021, 01:45
Ο θεσμός της πρότυπης ή πιλοτικής δίκης ενώπιον του ΣτΕ που εισήχθη με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 3900/2010 απεδείχθη στην πράξη σε γενικές γραμμές επιτυχής κατά την τελευταία δεκαετία εφαρμογής του. Παρά ταύτα, φρονώ ότι δεν ενδείκνυται η άνευ ετέρου μεταφορά και εφαρμογή en bloc του συγκεκριμένου δικονομικού θεσμού ενώπιον του ΑΠ, με βάση αποκλειστικά και μόνο τα θετικά αποτελέσματα από την πρόσφατη εμπειρία εφαρμογής του ενώπιον του ΣτΕ και του ΕΣ, αν δεν επιλυθούν οριστικά συγκεκριμένα συστημικά προβλήματα της ελληνικής έννομης τάξης που άπτονται της αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του ΑΠ. Οι άξονες των αντιρρήσεων μου είναι τρεις και άπτονται: α) του συστήματος του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων, β) της δεσμευτικότητας των σχετικών αποφάσεων της πλήρους ΟλΑΠ για το σύνολο των Πολιτικών Δικαστηρίων και γ) της τριτενέργειας του δεδικασμένου των σχετικών αποφάσεων της πλήρους ΟλΑΠ και δη erga omnes. Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου γίνεται δεκτό ήδη από το 1897 (βλ. ΑΠ 23/1897) ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια προβαίνουν στον έλεγχο αντισυνταγματικότητας των νόμων κατά τρόπο διάχυτο, παρεμπίπτοντα και συγκεκριμένο. Τη σχετική δικαιοδοτική εξουσία τους αντλούν τα Πολιτικά Δικαστήρια δυνάμει των άρθρων 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 Συντάγματος 1975/1986/2001/2019, κατά το πρότυπο το ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια των ΗΠΑ (βλ. Μανιτάκη, Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, εις Τιμητικό Τόμο Κ. Μπέη, σελ. 3121 επ., ΑΘΗΝΑ 2003). Η θέση του κ. Ιωάννη Χήνου ότι ο διάχυτος, παρεμπίπτων και συγκεκριμένος έλεγχος αντισυνταγματικότητας του Ελληνικού Δικαίου θα εξακολουθήσει να διατηρείται και μετά την εισαγωγή του θεσμού της πρότυπης δίκης στην Πολιτική Δικονομία είναι μάλλον θεωρητική, διότι στην πράξη πολύ δύσκολα οι Δικαστές της ουσίας (ιδίως οι κατώτεροι σε βαθμό) θα τολμήσουν να νομολογήσουν contra στα ζητήματα που επιλύονται από τη νομολογία της ΟλΑΠ (υπενθυμίζω πάντως το γνωστό θεωρητικό παράδειγμα του Καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας Χ. Φραγκίστα για τη λειτουργική ανεξαρτησία του “Ειρηνοδίκη ερημικής νήσου” που εμμένει να νομολογεί contra στην πάγια νομολογία του ΑΠ - βλ. Φραγκίστα, Παραδόσεις Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Γενικόν Μέρος, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ά.χ.). Η κατά τον προαναφερθέντα τρόπο “οιονεί κατάργηση” του συστήματος του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων που προωθείται με τη διάταξη του άρθρου 2 του υπό κρίσιν νομοσχεδίου θέτει κατά τη γνώμη μου ζήτημα αντίθεσης της επίμαχης διατάξεως προς τις θεμελιώδεις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 Συντάγματος 1975/1986/2001/2019, όπως ορθώς διατείνεται η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας. Εάν η ratio legis της αναιρετικής διαδικασίας και του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΑΠ αποτελεί η ενότητα της νομολογίας (βλ. Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής ΚΠολΔ & ΕισΝΚΠολΔ, σελ. 224, ΑΘΗΝΑΙ 1968), τότε πρέπει να προηγηθεί η νομοθετική αναγνώριση της υποχρεωτικότητας της πάγιας νομολογίας του ΑΠ για το σύνολο των Πολιτικων Δικαστηρίων της Χώρας. Προς το παρόν υποχρεωτικό χαρακτήρα erga omnes ως προς το επιλυθέν νομικό ζήτημα έχουν μόνον οι αποφάσεις του ΑΕΔ κατα το άρθρο 100 Συντάγματος 1975/1986/2001/2019, οι οποίες μετά τη δημοσίευσή τους στην ΕτΚ έχουν ισχύ “οιονεί νόμου”. Επισημαίνεται ότι στην ελληνική έννομη τάξη η πάγια νομολογία του ΑΠ αποτελεί μεν πηγή παραγωγής εθίμου κατ’ άρθρον 2 ΑΚ, πλην όμως η λειτουργική ανεξαρτησία των Δικαστών της ουσίας τους επιτρέπει να αποκλίνουν από την ερμηνεία που υϊοθετεί η νομολογία του ΑΠ, κατά την άποψη δε μερίδας της Νομικής Θεωρίας χωρίς καν να βαρύνονται με πειθαρχικές ευθύνες (βλ. Σκουρή/Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η απονομή της δικαιοσύνης ως βασικός πυλώνας της ευνομούμενης πολιτείας, σελ. 15, 223, ΑΘΗΝΑ 2018). Είναι δε αναμφιβόλως αλγεινές οι εντυπώσεις που δημιουργεί στους διαδίκους η “νομολογιακή γεωγραφία” που κατά καιρούς διχάζει την Πολιτική Δικαιοσύνη σε καίρια ζητήματα, ιδίως όταν τα Δικαστήρια της ουσίας αντιμάχονται τη νομολογιακή ενότητα που επιδιώκει η νομολογία του ΑΠ, μάλιστα δε παρατηρείται ακόμη και αντιστροφή της νομολογίας του ΑΠ όταν οι Δικαστές της ουσίας ανέλθουν στο βαθμό του Αρεοπαγίτη (αναφέρομαι ενδεικτικώς στο οριστικώς επιλυθέν διά της ΟλΑΠ 36/1998, ΕλλΔνη 1999, 40 ζήτημα περί του εάν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί σχετικής εικονικότητας κατ’ άρθρον 138 παρ. 2 ΑΚ αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κατ’ άρθρον 261 ΚΠολΔ ή ένσταση κατ’ άρθρον 262 ΚΠολΔ). Τέλος, εάν δεν προηγηθεί νομοθετική ρύθμιση αναγνωρίζουσα ρητώς την τριτενέργεια erga omnes της πάγιας νομολογίας του ΑΠ κατά το πρότυπο της ακυρωτικής νομολογίας του ΣτΕ και της διατάξεως του άρθρου 50 παρ. 5 Π.Δ. 18/1989 (βλ. ΟλΣτΕ 217/2016), πολύ φοβούμαι ότι η πρότυπη ή πιλοτική δίκη ενώπιον του ΑΠ δεν πρόκειται εκ των ως άνω λόγων να θεραπεύσει τις τις παθογένειες της πολιτικής δίκης που φιλοδοξεί να διορθώσει. Jus est ars boni et aequi: Θαλής Πολυχρονάκος, Δικηγόρος παρ’ ΑΠ, M.L.E.