Αρχική Δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»Σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»Σχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 8 Οκτωβρίου 2021, 17:08
Σχόλιο στο άρθρο 191 Η προτεινόμενη διάταξη αυστηροποιεί από πολλές απόψεις το ισχύον πλαίσιο για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Ειδικά για τα ζητήματα διασποράς ψευδών ειδήσεων για το περιβάλλον και την κλιματική κρίση, που δυστυχώς είναι αρκετά έντονη, θεωρούμε πως η ποινικοποίηση θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, ενώ τυχόν κακή εφαρμογή της μπορεί να καταφέρει καίρια πλήγματα στο δικαίωμα των πολιτών για συμμετοχή στα κοινά. Η προτεινόμενη διάταξη εισάγει περισσότερες αξιολογικές, δυσερμήνευτες και ασαφείς κρίσεις, που σε αρκετές περιπτώσεις είναι δυνατόν να προκαλέσουν την άνιση και επιλεκτική εφαρμογή της. Σε αρκετές περιπτώσεις περιβαλλοντικών εγκλημάτων (όπως χαρακτηριστικά όσα αφορούν χημική ρύπανση), η επιστημονική τεκμηρίωση είναι εργαλείο προσβάσιμο κυρίως από τους οικονομικά ισχυρούς (διότι οι ειδικές, κατά παραγγελία μελέτες είναι ακριβές). Έτσι, η διάταξη μπορεί εύκολα να τύχει κακής εφαρμογής, επιτρέποντας σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες – γενικά σε φορείς ή πρόσωπα με οικονομική ισχύ - να καταδιώκουν απηνώς πολίτες που εκφράζουν ενοχλητικές για τα συμφέροντά τους απόψεις. Εάν η τεκμηρίωση αυτή ήταν δημόσια διαθέσιμη - σε εφαρμογή των αρχών της «ανοιχτής επιστήμης» - τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά: ωστόσο, με ευθύνη της πολιτείας, αυτό δεν συμβαίνει, ακόμα και σε κρίσιμους τομείς για μία σύγχρονη δημοκρατία – περιβάλλον, κλίμα, δημόσια υγεία, οικονομία, χρηματοπιστωτικός τομέας, τεχνική ασφάλεια, ασφάλεια των τροφίμων και των προϊόντων. Η διάταξη θα πλήξει καίρια τη δημόσια συμμετοχή για τα περιβαλλοντικά θέματα. Προκαταρκτικά, όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, σημειώνεται ότι η Σύμβαση του Άαρχους απαγορεύει ρητά τις κυρώσεις και τις διώξεις εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ασκεί δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν (άρθρο 3 παρ. 8): συνεπώς, οποιαδήποτε εφαρμογή του Π.Κ. 191 εναντίον προσώπου που συμμετέχει για παράδειγμα σε δημόσια διαβούλευση για περιβαλλοντικά θέματα, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Δεύτερον, σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζει Σύσταση για την απαγόρευση των «στρατηγικών» αγωγών, μηνύσεων ή εγκλήσεων που στοχεύουν δημοσιογράφους (μεταξύ άλλων, και «άτυπους» δημοσιογράφους) και υπερασπιστών των δικαιωμάτων (μεταξύ άλλων, και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων): πρόκειται για το φαινόμενο που είναι γνωστό ως Strategic Litigation Against Public Participation (SLAPP) [εδώ: https://ec.europa.eu/info/law/better-regulation/have-your-say/initiatives/13194-EU-action-against-abusive-litigation-SLAPP-targeting-journalists-and-rights-defenders-Recommendation_en ]. Μολονότι η Σύσταση δεν είναι δεσμευτική, οποιαδήποτε απόπειρα εφαρμογής του Π.Κ. 191 εναντίον των προσώπων αυτών θα εδραιώσει την αντίληψη ότι η χώρα ολισθαίνει προς τον αυταρχισμό. Όπως έχει παρατηρήσει ο αείμνηστος Γιώργος Παπαδημητρίου (Το Περιβαλλοντικό Σύνταγμα: Περιεχόμενο, Θεμελίωση και Λειτουργία, 1994), το δικαίωμα στο περιβάλλον συμπληρώνεται από την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας, το οποίο εμπλουτίζει και συμπληρώνει το δικαίωμα στο περιβάλλον (24 Σ). Έκφανση της αρχής αυτής είναι η συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον: σήμερα, η συμμετοχή αυτή επιβάλλεται από τη Σύμβαση του Άαρχους (άρθ. 3 παρ. 1- 2, 3 παρ. 5-6, 6-8), το ενωσιακό δίκαιο (ενδεικτικά, Οδηγίες 2011/92, 2001/42, 92/43, 2000/60, 2010/75, 2013/30, κ.α.), και πολλές ακόμα διατάξεις του εθνικού δικαίου. Η συμμετοχή των πολιτών αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αρχής της αειφορίας, ενώ ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προστατεύει το την ελευθερία της έκφρασης, η οποία περιλαμβάνει «το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει … και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων…» (άρθρο 11 παρ. 1 εδ. α’). Στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού της δημόσιας διοίκησης, η συμμετοχή λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο μέσω του διαδικτύου: κατά συνέπεια, μπορεί να εμπίπτει καταρχήν στο πεδίο αναφοράς του Π.Κ. 191, ακόμα και αν ληφθεί υπόψη ότι το Π.Κ. 367 αίρει τον άδικο χαρακτήρα ορισμένων δυσμενών κρίσεων, εκφράσεων και εκδηλώσεων. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι τα ανοιχτά ερωτήματα για το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, το κλίμα, κρίνονται βάσει «σταθμίσεων» (π.χ., μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας) ή αξιολογήσεων (π.χ. αν υπάρχει «υποβάθμιση»). Επίσης, βρίσκονται συχνά στην αιχμή της επιστημονικής έρευνας, αντιμετωπίζονται με βάση την αρχή της πρόληψης (όπου, εξ’ ορισμού, δεν υπάρχει πλήρης τεκμηρίωση). Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η αντίθεση «ψέμα» - «(επιστημονική) αλήθεια» δεν έχει νόημα: παρόλα αυτά, η διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί καταχρηστικά ως εργαλείο δίωξης ή παρενόχλησης με δικαστικές ενέργειες κατά όσων οι γνώμες ενοχλούν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η λύση είναι η ενθάρρυνση της δημόσιας συζήτησης, έτσι ώστε μην δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ποινικοποίησης της «αποκλίνουσας» ή ενοχλητικής άποψης, με την άνιση και ευκαιριακή εφαρμογή της διάταξης. Ενδεικτική υποθετική περίπτωση κατάχρησης της προτεινόμενης διάταξης το εξής: Με ανάρτηση στο Facebook, χρήστης του διαδικτύου αναφέρει ότι ορισμένα φυτοφάρμακα εξαφανίζουν τα πουλιά, καθώς πιστεύει ότι τα πουλιά εξαφανίστηκαν όταν οι συγχωριανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν αγροχημικά. Μία εταιρεία εμπορίας φυτοφαρμάκων υποβάλλει έγκληση, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για ψευδή είδηση που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία (γεωργία) και τη δημόσια υγεία. Η εταιρεία επικαλείται έκθεση, που έχει ιδιωτικά συνταχθεί, ότι τα προϊόντα της είναι ασφαλή. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει (α) μία έντονη ανισότητα στα αποδεικτικά μέσα (β) μία αποτροπή της συμμετοχής σε μελλοντικές δημόσιες συζητήσεις για το θέμα και (γ) ανάμειξη του εισαγγελέα, των ανακριτικών υπαλλήλων και του ποινικού δικαστή στο ζήτημα αν υπάρχει «ψέμα» («ψευδής» είδηση). Και τα τρία είναι πολύ κακά και για την δικαιοσύνη, την δημόσια συμμετοχή και για την δημοκρατία. Και δεν προστατεύουν καθόλου την σύννομη χρήση φυτοφαρμάκων (το αντίθετο). Σχόλιο στο άρθρο 265 Η οριακή αυστηροποίηση των ποινών σε σχέση με τον ισχύοντα Π.Κ. (2019) θα πρέπει καταρχήν να αξιολογηθεί θετικά: ενδεικτικά, το ισχύον άρθρο (άρθ. 265 παρ. 1 δ) του Π.Κ., όπως έχει κυρωθεί ο τελευταίος με τον ν. 4619/2019) προβλέπει «κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών», αν η πρόκληση πυρκαγιάς «είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου», ενώ η προτεινόμενη διάταξη θεσπίζει ισόβια κάθειρξη. Μία μικρή αυστηροποίηση εισάγεται επίσης και στην πολύ σημαντική πρακτικά περίπτωση της πρόκλησης πυρκαγιάς από αμέλεια: η ισχύουσα διάταξη δεν προβλέπει την επιβαρυντική περίσταση της πρόκλησης κινδύνου για τον άνθρωπο, για την οποία η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει φυλάκιση «τουλάχιστον ενός έτους». Θετική είναι και η εισαγωγή της επιβαρυντικής περίστασης της πυρκαγιάς που «είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή» - αν και η διατύπωση εγείρει ερμηνευτικά προβλήματα, ειδικά για φωτιές που δεν έχουν εξαπλωθεί σε μεγάλη έκταση (η εξάπλωση σε μεγάλη έκταση είναι διακριτή επιβαρυντική περίσταση). Εμφανής είναι και η βελτίωση της διάταξης για την πρόκληση από πρόθεση πυρκαγιάς που προκάλεσε θάνατο: η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει «ισόβια κάθειρξη», ενώ η ισχύουσα «κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών» (με «δυνατότητα» του δικαστηρίου να επιβάλλει ισόβια καθειρξη, στην περίπτωση θανάτου μεγάλου αριθμού ανθρώπων). Τέλος, η αναδιατύπωση του στοιχείου β) της 1ης παραγράφου («κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο», ενώ στην ισχύουσα διάταξη προβλέπεται «κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο») ενισχύει την άποψη ότι εφεξής ο εμπρησμός δασών είναι έγκλημα αφηρημένης, και όχι συγκεκριμένης διακινδύνευσης (πρβλ. και τις παρατηρήσεις στην ΓνΕισΑΠ 16/2021). Τα παραπάνω συνιστούν μικρές, αλλά αξιοσημείωτες βελτιώσεις της ισχύουσας διάταξης. Ωστόσο, μετά από ένα καλοκαίρι όπου η καταστροφή δασών και δασικών εκτάσεων ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, η διάταξη παραμένει ανεπαρκής. Ιστορικά, τραγικά γεγονότα όπως οι φωτιές του περασμένου καλοκαιριού, ωθούσαν τον νομοθέτη στη θέσπιση ή γενναία τροποποίηση των ποινικών διατάξεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αξιοσημείωτη είναι η αδυναμία διαμόρφωσης των κατάλληλων νομικών απαντήσεων στη γενικευμένη καταστροφή του περασμένου καλοκαιριού, αλλά και στην τεράστια πρόκληση που θέτουν οι «μεγαφωτιές» στα πλαίσια της κλιματικής αλλαγής. Πράγματι, στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης, ο εμπρησμός γίνεται ένα έγκλημα που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνους ευρύτατης οικολογικής και οικονομικής καταστροφής, περιφερειακού επιπέδου. Δεν είναι αυτές οι περιπτώσεις τις οποίες προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το αρχικό ΠΚ 265. Πρώτα από όλα, θα πρέπει να σημειωθεί μία διαχρονική τάση ελάφρυνσης της ποινικής μεταχείρισης: στη «γενική» περίπτωση του εμπρησμού από πρόθεση χωρίς επιβαρυντικές περιστάσεις, περάσαμε από την «κάθειρξη μέχρι 10 έτη» και «χρηματική ποινή» χωρίς μετατροπή ή αναστολή (άρθ. 116 παρ. 1 ν. 1892/1990, Π.Κ. 1985), και φυλάκιση για προπαρασκευαστικές ενέργειες (άρθ. 58 ν. 4249/2014), στην «φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή» (Π.Κ. 2019). Με το νομοσχέδιο, προβλέπεται «κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή» - μία αντιστροφή της τάσης, αλλά όχι στα επίπεδα του ν. 1892/1990. Η «τάση» αυτή, ενώ το πρόβλημα διογκώνεται, θα πρέπει να αιτιολογηθεί καλύτερα. Στη συνέχεια, οι ποινές για την πρόκληση πυρκαγιάς από αμέλεια σε δάσος και δασική έκταση ήταν, και παραμένουν με την προτεινόμενη διάταξη, εξαιρετικά μικρές: «φυλάκιση» και, με το νομοσχέδιο, «φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». Οι δασικές πυρκαγιές έχουν προκαλέσει, την τελευταία δεκαετία, εκατοντάδες θανάτους και ανυπολόγιστες υλικές και οικολογικές ζημιές: πόσο επιτρεπτή είναι, πλέον, αυτή η επιείκεια προς τους «αμελείς» εμπρηστές; Μεταξύ άλλων, οι ήπιες διατάξεις για τους εμπρησμούς από αμέλεια επιτρέπουν τη συνεχή παραβατικότητα διάφορων νομικών προσώπων, που μολονότι εγκαθιστούν τις οικονομικές τους δραστηριότητες μέσα (ή κοντά) σε δάση και δασικές εκτάσεις, δεν λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα πυρασφάλειας που επιτρέπει η τεχνική εξέλιξη (π.χ., πρβλ. τις περιπτώσεις κακοτεχνιών στα δίκτυα μεταφοράς ή διανομής, ή εργασιών δόμησης). Δεύτερον, με τη στενή ερμηνεία που επιβάλλεται σε ποινικές διατάξεις, η διάταξη δεν αντιμετωπίζει την πρόκληση εμπρησμού σε φυσικές ή ημιφυσικές εκτάσεις που δεν είναι δάση, δασικές, δασωτέες ή αναδασωτέες: έτσι, δεν φαίνεται να εμπίπτει στο άρθρο αυτό ο εμπρησμός χορτολιβαδικών, μεικτών, πυκνόφυτων αγροτικών εκτάσεων που δεν εμπίπτουν στην δασική νομοθεσία ή υγροτοπικών εκτάσεων, παρά την πιθανή πρόκληση ευρείας οικολογικής ζημιάς, την ευαλωτότητα σε «μεγαφωτιές» ή τους ευρύτατους κινδύνους για την ανθρώπινη ζωή. Είναι γεγονός ότι οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να εμπίπτουν (ανάλογα με την ευρηματικότητα του εφαρμοστή) σε άλλες διατάξεις του γενικού ή ειδικού ποινικού δικαίου (π.χ., 28 ν. 1650/1986, ΠΚ 264, ΠΚ 378§2, 69 ν. 998/1979): σε κάθε περίπτωση, ενόψει των νέων προκλήσεων, θα χρειαζόταν μία επανεξέταση και αυστηροποίηση συνολικά και των διατάξεων αυτών. Τρίτον, για αδιευκρίνιστους λόγους, η επιβαρυντική περίσταση της «σημαντικής βλάβης σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας» δεν φαίνεται να καλύπτει την πρόκληση σημαντικής βλάβης σε (άλλες) ιδιωτικές επιχειρήσεις, κοινόχρηστους χώρους ή υποδομές, ή οικίες. Τέταρτον, ούτε η προτεινόμενη ούτε η ισχύουσα διάταξη είναι εναρμονισμένη με το άρθ. 28 ν. 1650/1986 [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθ. 7 παρ.1 και 2 και 6 παρ. 1 του ν. 4042/2012 (Α’ 24), και την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/99 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου]: έτσι, υπάρχει κίνδυνος να εφαρμοστούν, ως lex mitior (ευνοϊκότερος νόμος) ή lex praevia (προηγούμενος νόμος), οι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Για παράδειγμα, η προτεινόμενη διάταξη μπορεί να τιμωρεί την πρόκληση «σοβαρής ή ευρείας ρύπανσης ή υποβάθμισης ή σοβαρής ή ευρείας οικολογικής και περιβαλλοντικής διατάραξης ή καταστροφής» με κάθειρξη, αλλά η lex praevia του άρθ. 28 ν. 1650/1986 προβλέπει φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους για την «πρόκληση ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος με πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του ν. 1650/1986 (ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του)». Αν συμβεί αυτό, είναι αμφίβολο αν τηρείται η υποχρέωση της Οδηγίας 2008/99 για «αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις» (άρθ. 7). Και πάλι, για να αποτραπεί ο κίνδυνος αυτός, θα χρειαζόταν μία συνολική επανεκτίμηση του νομικού καθεστώτος, που είναι προφανές ότι δεν έχει γίνει. Σχόλιο στο άρθρο 268 Όπως και το άρθρο 265, έτσι και το άρθρο 268 θα έπρεπε συνολικά να επανεξεταστεί στις συνθήκες που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή. Τα δύο άρθρα έχουν παρόμοια διατύπωση, και ορισμένα σχόλια για το άρθρο 265 ισχύουν και εδώ: για παράδειγμα, η επιβαρυντική περίσταση της πρόκλησης σημαντικής βλάβης σε «εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας» είναι υπερβολικά περιοριστική, ωσάν να μην είναι σημαντική η βλάβη σε ιδιωτικές εγκαταστάσεις, κοινόχρηστες υποδομές, οικίες ή άλλα στοιχεία του φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, σε αντίθεση με το άρθρο 265, θα πρέπει εδώ να σημειωθεί η διαχρονική μείωση των προβλεπόμενων ποινών: η πιο γενική περίπτωση της πρόκλησης «κοινού κινδύνου» τιμωρείται από το νομοσχέδιο με «φυλάκιση», ενώ η ισχύουσα διάταξη (Π.Κ. 2019) προβλέπει «φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους», και ο Π.Κ. 1985 προέβλεπε «φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών». Και στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εξηγηθεί τι αιτιολογεί την τάση αυτή, ενώ το πρόβλημα διογκώνεται και θα συνεχίσει να διογκώνεται. Επίσης, είναι δυσδιάκριτοι οι λόγοι για τους οποίους το νομοσχέδιο προβλέπει «ισόβια κάθειρξη» στην περίπτωση της πρόκλησης από πρόθεση πυρκαγιάς που προκάλεσε θάνατο, αλλά «κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών» στην παρόμοια περίπτωση της πρόκλησης από πρόθεση πλημμύρας που προκάλεσε θάνατο. Η ανάγκη προστασίας της ανθρώπινης ζωής είναι εξίσου επιτακτική και στις δύο περιπτώσεις. Η σύγχυση επιδεινώνεται και από ορισμένες «περίεργες» νομοθετικές επιλογές των τελευταίων ετών, όπως την απαγόρευση υπαγωγής των αυθαίρετων σε ρέματα, αλλά μόνο εάν «απαγορευόταν η εκτέλεση κάθε οικοδομικής εργασίας κατά το χρόνο εκτέλεσης της αυθαίρετης κατασκευής ή η χρήση κατά την εγκατάσταση της αυθαίρετης χρήσης»: μόλις το 2019 διευκρινίστηκε τι ακριβώς συμβαίνει με τα μη οριοθετημένα ρέματα (πρβλ. την τροποποίηση του άρθ. 89 παρ. 2 ιγ) ν. 4495/2017 από το άρθ. 65 περ. 8 ν. 4602/2019), αλλά και πάλι υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως τα αυθαίρετα ακίνητα δημόσιου ενδιαφέροντος (άρθ. 114 ν. 4495/2017) – τα οποία, όπως φαίνεται, μπορούν ατιμωρητί να εκθέτουν οικισμούς σε πλημμυρικούς κινδύνους. Οι περισσότερες περιπτώσεις που ανακύπτουν στην πράξη αφορούν οικοδομικές εργασίες σε ρέματα και χειμάρρους (π.χ., έμφραξη χειμάρρων), κακή διαχείριση φραγμάτων και εγγειοβελτιωτικών έργων, και κακό σχεδιασμό της χωροθέτησης, κατασκευής και λειτουργίας μεγάλων δημόσιων και ιδιωτικών έργων, ο οποίος προκαλεί πλημμύρες στις γύρω εκτάσεις. Η ελάφρυνση των ποινών αποτελεί πραγματικά μία ανεπίτρεπτη προς τους τεχνικούς και διοικητικούς υπεύθυνους των επεμβάσεων αυτών, οι οποίοι έχουν, και οφείλουν να έχουν, τις απαραίτητες γνώσεις για την εκτίμηση των πλημμυρικών κινδύνων. Σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει εκτενές νομικό πλαίσιο για τα θέματα αυτά, το οποίο ρυθμίζει θέματα όπως η διαχείριση των πλημμυρικών κινδύνων, η οριοθέτηση και προστασία των χειμάρρων, η διατήρηση των υδάτων σε καλή οικολογική και χημική κατάσταση, η περιβαλλοντική αδειοδότηση, η τεχνική αρτιότητα των κατασκευών, και η ενσωμάτωση των ρεμάτων στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Συνεπώς, η επιείκεια προς όσους και όσες είναι σε θέση να προβλέψουν και να αποτρέψουν επικίνδυνα πλημμυρικά φαινόμενα δεν δικαιολογείται. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η ένταση των ακραίων φαινομένων που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, επιβάλλεται η αυστηροποίηση, και όχι η ελάφρυνση των ποινών.