Αρχική Δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»Σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»Σχόλιο του χρήστη ΣΟΦΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ | 8 Οκτωβρίου 2021, 19:18
Θεμιστοκλής Ι. Σοφός, Δ.Ν. - Δικηγόρος, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΟΥ ΥΠΕΒΛΗΘΗ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (την 4 Οκτωβρίου 2021) ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Αθήνα, την 8 Οκτωβρίου 2021 Αξιότιμοι κύριοι, Α) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ 1) ΑΠΡΟΣΦΟΡΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ Μετά το άρθρο 42 του ΠΚ προστίθεται άρθρο 43 (Απρόσφορη Απόπειρα), το οποίο έχει ως εξής : «Απρόσφορη απόπειρα Άρθρο 43 1. Όποιος επιχείρησε να εκτελέσει έγκλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό. 2. Όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια παραμένει ατιμώρητος». Σχόλιο: Υπενθυμίζουμε ότι η διάταξη αυτή είχε καταργηθεί με το Ν. 4619/2019 και ο νομοθέτης κρίνει, ορθώς, ότι πρέπει να επανέλθει, λαμβάνοντας υπόψιν την αντιφατικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις με τη διάταξη του άρ. 44 παρ. 2 ΠΚ. Ειδικά η διάταξη του άρ. 44 παρ. 2 ΠΚ δεν αντιμετωπίζεται καθόλου στο σχέδιο που έχει εισαχθεί σε δημόσια διαβούλευση, ενώ περιλαμβάνει το ίδιο αντιφατικές διατάξεις, όπως η δυνατότητα ατιμωρησίας της πεπερασμένης απόπειρας αφενός και η υποχρεωτική τιμώρηση της αποτυχημένης με μειωμένη ποινή αφετέρου. Έχουν υποστηριχθεί απόψεις υπέρ και κατά του αξιοποίνου της απρόσφορης απόπειρας, ιδίως δε οι πολέμιοι της απρόσφορης απόπειρας εστιάζουν στον ιδιαίτερα φρονηματικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς που τυποποιείται ως έγκλημα στη διάταξη αυτή. Πλην όμως, δεν είναι μόνον τα φρονηματικού χαρακτήρα στοιχεία που θα πρέπει να μας απασχολήσουν από την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, αλλά η αναγκαιότητά της για άλλους λόγους συστηματικής ένταξης αυτής εν σχέσει προς την εφαρμογή της διάταξης της άμυνας ή/και της κατάστασης ανάγκης. Στη διάταξη για την άμυνα ο πράττων πρέπει να ενεργεί «προς υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου» (άρθρ. 22 ΠΚ), και στην κατάσταση ανάγκης (άρθρ. 25 ΠΚ) «προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου». Στην απρόσφορη απόπειρα τυποποιείται έγκλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η ρητή πρόβλεψή του, για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων της άμυνας ή της κατάστασης ανάγκης. Επί παραδείγματι, αν ο δράστης στρέψει το όπλο του κατά του θύματος και πιέσει τη σκανδάλη, ξεχνώντας, λόγω της ταραχής του, να το γεμίσει με φυσίγγια, η πράξη δεν θα έπρεπε να είναι ποινικώς αδιάφορη, καθώς η περίπτωση αυτή δεν καλύπτεται από το άρ. 44 παρ. 3 ΠΚ. Ομοίως αν ο έμπορος ναρκωτικών νομίζει ότι εισάγει στη χώρα ένα κιλό ηρωίνης, ενώ ο προμηθευτής του τον έχει εξαπατήσει και του έδωσε ταλκ, μένει ατιμώρητος. Στο επιχείρημα περί του φρονηματικού χαρακτήρα της τιμώρησης της απρόσφορης απόπειρας αντιτάσσεται το επιχείρημα ότι η επιλογή να μην τιμωρείται η απρόσφορη απόπειρα αντανακλά προφανή ιδεολογική τοποθέτηση σε αντίθεση με τις σύγχρονες νομοθετικές και νομολογιακές αντιλήψεις. Δεν μπορεί δηλαδή ο νομοθέτης να αφήσει ατιμώρητο το δράστη της μεταφοράς ναρκωτικών επειδή «στάθηκε άτυχος» και τέλεσε το έγκλημα με μέσο τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος. Συμπερασματικά η επαναφορά της διάταξης του άρ. 43 ΠΚ περί τιμώρησης της απρόσφορης απόπειρας κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη. 2) Στο άρθρο 47 εδ β ΠΚ παραμένει ακατανόητος ο περιορισμός της άμεσης συνέργειας με τη φράση «θέτοντας το αντικείμενο στη διάθεση του αυτουργού», στοιχείο που δεν έχει απασχολήσει το νομοθέτη στις προτεινόμενες τροποποιήσεις. 3) ΠΑΡΟΧΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Στο άρθρο 81 Π.Κ. εισάγονται οι επιμέρους προϋποθέσεις επιμέτρησης της ποινής κατά την παροχή κοινωφελούς εργασίας και η τροποποίηση αφορά στην περίπτωση που ο καταδικασθείς δεν εκτελέσει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία, δίνοντάς του μια ευκαιρία έγγραφης προειδοποίησης εκείνου που καταδικάσθηκε από τον εισαγγελέα εκτέλεσης της ποινής, ενώ παρέχεται η δυνατότητα παράτασης «εκτέλεσης της εργασίας» ή την εκτέλεση της χρηματικής ποινής. Δικαιοπολιτικά ο όρος εκτέλεση εργασίας δεν ανταποκρίνεται στους σκοπούς της αντεγκληματικής πολιτικής, καθώς η κοινωφελής εργασία δεν εκτελείται αλλά παρέχεται ως εναλλακτική της στερητικής της ελευθερίας ποινής, γι΄αυτό και προτείνεται η αντικατάσταση των όρων «εκτέλεσης της εργασίας» από την «παροχή της εργασίας». Κατά το προτεινόμενο σχέδιο, οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 81 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής: «4. Στην απόφαση καθορίζεται και η χρηματική ποινή που θα πρέπει να αποτίσει ο καταδικασθείς, αν δεν εκτελέσει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία. Τέσσερις ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν προς μια ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής. 5. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, και λαμβάνοντας υπόψη το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, το Δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής μπορεί: α) να παρατείνει την προθεσμία για την εκτέλεση (παροχή) της εργασίας μέχρι ένα επιπλέον έτος, β) να επιτρέψει την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που είχε καθοριστεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αφού αφαιρέσει το ποσό που αναλογεί στην ήδη εκτιθείσα ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθορίζοντας για κάθε δύο ώρες εργασίας μία ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο». Με τις εισαγόμενες τροποποιήσεις, η παρ. 1 του άρθρου 104Α του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «1. Όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 81), εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από δύο ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών». Η παρ. 1 του άρθρου 104 Β του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «1. Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας, β) ο υπαίτιος έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, γ) ο υπαίτιος έχει πληγεί ιδιαίτερα σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ή δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος. Για να κρίνει το δικαστήριο αν δεν θα επιβάλλει ποινή ελέγχει αν αυτή, εξαιτίας μίας των ανωτέρω περιστάσεων, δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία ή εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής.». Οι παρ. 1 και 4 του άρθρου 99 του ΠΚ όπως αντικαθίστανται, εισάγουν με τη νέα διατύπωσή τους και πάλι τη δυνατότητα παροχής κοινωφελούς εργασίας κατά το άρ. 104 Α ΠΚ, και διατυπώνονται ως εξής : «1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για εγκλήματα δόλου σε στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από 3 έτη με μία ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές τους δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη. Αν το δικαστήριο κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, εφαρμόζει το άρθρο 104Α ΠΚ, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, οπότε διατάσσει την εκτέλεση μέρους ή ολόκληρης της ποινής. Το δικαστήριο μπορεί με ειδική αιτιολογία να χορηγήσει την αναστολή και εφόσον οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν συνολικά τα πέντε έτη φυλάκισης, εκτός αν συντρέχει η εξαίρεση της απόλυτης αναγκαιότητας εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή. .... 4. Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί κατά την κρίση του σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Το τελευταίο, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μπορεί: α) να τροποποιήσει τους επιβληθέντες ή να επιβάλει επιπρόσθετους όρους, β) να διατάξει την μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α ΠΚ, γ) να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 100 ΠΚ ή την έκτιση ολόκληρης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο». Περαιτέρω, ρυθμίζεται η περίπτωση κατά την οποία η κοινωφελής εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, όπου ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής λαμβάνει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του και ορίζει τους όρους που επιβάλλει στον καταδικασθέντα που παραβιάζει τη διάταξη παροχής κοινωφελούς εργασίας. Έτσι η παρ. 4 του άρθρου 105Α του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «4. Η παρ. 3 του άρθρου 81 ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, και λαμβάνοντας υπόψη το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, το δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής μπορεί να διατάξει την έκτιση της φυλάκισης που επιβλήθηκε αφού αφαιρέσει την εκτιθείσα ποινή και τον χρόνο παροχής κοινωφελούς εργασίας υπολογίζοντας αυτόν σύμφωνα με την παρ. 2.». ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ: ΠΑΡΟΧΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΩΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗ Διαφαίνεται πλέον, προφανώς καθυστερημένα, η πρόθεση του νομοθέτη να καταργήσει το άρ. 98 ν. 4623/2019 και να επανέλθει σε εφαρμογή ο θεσμός της κοινωφελούς εργασίας, ως εναλλακτικής της ποινής φυλάκισης, με σκοπό την αναβάθμιση του σωφρονιστικού συστήματος και της δικαιοσύνης. Συγχρόνως δεν έχει ανακοινωθεί η αναγκαμεταρρύθμιση ως προς την οργάνωση των υποστηρικτικών δομών της Διοίκησης, οι οποίες κάνουν πράξη αυτήν τη νομοθετική πρωτοβουλία. Οι προτάσεις μας: (α) Η κοινωφελής εργασία θα πρέπει άμεσα να μετουσιωθεί σε διοικητική πρακτική προεχόντως με τα μέσα της ψηφιακής διακυβέρνησης. (β) Ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως παροχής κοινωφελούς εργασίας, αντί στερητικής της ελευθερίας ποινής, πρέπει να εισάγει υποχρεωτικώς διά νομίμως διορισθέντος συνηγόρου το αίτημά του σε ψηφιακή πλατφόρμα της κυβέρνησης, στην οποία θα πρέπει να καταχωρούνται οι ανάγκες των οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα σε εργασία, έτσι ώστε από τη διασταύρωση των στοιχείων προσφοράς και ζήτησης, να αποδίδεται με την καλύτερη δυνατή ακρίβεια η εκπλήρωση των αναγκών. (γ) Μετά τον ψηφιακό συσχετισμό της κοινωφελούς εργασίας θα πρέπει να εκδίδεται το ψηφιακό πιστοποιητικό δυνατότητας κάλυψης κοινωφελούς εργασίας από τον αιτούντα, ως δημόσιο έγγραφο, το οποίο θα φέρει το Μοναδικό Αριθμό Καταχώρισης (Μ.ΑΡ.Κ.) με το όνομα του συνηγόρου και θα προσκομίζεται, από τον ίδιο συνήγορο, είτε στο δικαστήριο, που θα εκδικάσει την ποινική υπόθεση είτε στον εισαγγελέα που θα καλείται να κρίνει αίτημα ποινικής συνδιαλλαγής ή ποινικής διαπραγμάτευσης εκ μέρους του κατηγορουμένου. Με τον τρόπο αυτόν δίδεται η ασφαλής δυνατότητα εναλλακτικής ποινής στον κατηγορούμενο, η ευχέρεια αποδοχής της από τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο, ενώ τέλος επιτυγχάνεται ταχέως η πολυπόθητη αποσυμφόρηση των φυλακών και η εκπλήρωση των σκοπών της σωφρονιστικής επιστήμης με την σταδιακή κοινωνική επανένταξη μέσα από τον χαρακτήρα της κοινωφελούς εργασίας. Για την επίτευξη του Ψηφιακού Πιστοποιητικού Κοινωφελούς Εργασίας (Ψ.Π.Κ.Ε.) είναι αναγκαία η ψηφιακή διασύνεδση και διαλειτουργικότητα συναρμόδιων υπουργείων, όπως του υπ. Δικαιοσύνης για το συντονισμό της αντεγκληματικής πολιτικής, του υπ. Εσωτερικών για τη συμμετοχή του ευρύτερου δημόσιου τομέα στη διάθεση θέσεων απασχόλησης, του υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης για τη δημιουργία της ψηφιακής πλατφόρμας, του υπ. Εργασίας για τη σύνταξη κανονισμού εργασίας κοινωφελώς εργαζομένων και του υπ. Οικονομικών για εξεύρεση πόρων στήριξης του θεσμού. Έτσι θα επιτευχθούν οι στόχοι για τον σωφρονισμό δραστών μικρής ή μεγάλης παραβατικότητας, με την ασφάλεια να μη γεννηθούν μεγαλύτερες μελλοντικές παραβατικές συμπεριφορές, την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης και την εύρυθμη λειτουργία τους, την κάλυψη των αναγκών δημόσιων φορέων και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Ιστορικά είναι αναγκαία η αναφορά ότι ο θεσμός της μετατροπής της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας εισήχθη για πρώτη φορά στη χώρα μας με το άρθρο 2 του ν. 1941/1991 ως εναλλακτικός τρόπος έκτισης της στερητικής ελευθερίας ποινής. Η συνταγματικότητα του θεσμού προϋποθέτει την ύπαρξη σχετικού αιτήματος του καταδικασθέντος για τη μετατροπή ποινής στερητικής της ελευθερίας σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθώς το Σύνταγμα απαγορεύει απόλυτα την αναγκαστική εργασία (άρθρο 22 παρ. 4α). Το δικαίωμα στην εργασία είναι συνυφασμένο άρρηκτα με το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου. Έτσι το άτομο είναι ελεύθερο να αποφασίσει εάν θα παράσχει εργασία ή όχι και να επιλέξει το είδος της εργασίας που θα διεκδικήσει. Μέσα από το Ψ.Π.Κ.Ε., είναι δυνατή η καταχώριση επιλογών και ειδικοτήτων απασχόλησης του αιτούντα, ώστε να συσχετισθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με τις ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ένας καταδικασθείς που έχει ειδικότητα υγειονομικής φύσεως θα (πρέπει να) μπορεί να δηλώσει στην ψηφιακή πλατφόρμα την ειδικότητά του, ώστε να συσχετισθεί διαλειτουργικώς με τις αντίστοιχες ανάγκες του Υπουργείου Υγείας, και να αποδοθεί σε αυτόν η κοινωφελής εργασία που αντιστοιχεί στην ειδικότητά του. Υπό το πρίσμα αυτό, το άτομο είναι απολύτως ελεύθερο να αποφασίσει αν θα εργαστεί ή όχι καθώς επίσης και να επιλέξει ποια συγκεκριμένη θέση εργασίας θα διεκδικήσει, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσει το Σύνταγμα, ώστε να μπορεί να θεωρείται πλέον ότι είναι απολύτως συνταγματική η θέσπιση του θεσμού, αιρομένων των σχετικών επιφυλάξεων. Η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής ειδικότητας απασχόλησης στην παροχή κοινωφελούς εργασίας οδηγεί σε εξισορρόπηση των συνεπειών της υποχρεωτικής παροχής κοινωφελούς εργασίας. Αντί να θεωρείται ότι ο καταδικασθείς προκειμένου να αποφύγει το εγκλεισμό σε κατάστημα κράτησης αναγκάζεται να παρέχει την εργασία του αμισθί σε όποιον φορέα την δέχεται, αντιθέτως εκτιμάται ότι με την ελεύθερη επιλογή συγκεκριμένου είδους εργασίας, αντί της ποινής, αναπτύσσει την προσωπικότητά του και διατηρεί την ειδικότητά του κατά την ενάσκηση της εργασίας του. Η κοινωφελής εργασία που παρέχει το Ψ.Π.Κ.Ε. αποκαθιστά πλήρως τη διαρραγείσα σχέση μεταξύ του δράστη και της κοινότητας. Για εγκληματοπολιτικούς λόγους είναι αναγκαία η αντικατάσταση του όρου «δράστης» με αυτόν του «κοινωφελώς εργαζομένου». Ο κοινωφελώς εργαζόμενος δίνει μια εναλλακτική ποινή «εντός της κοινότητας» και έρχεται να αποκαταστήσει τη διατάραξη που προκάλεσε στη σχέση του με την κοινωνία ή ακόμα και με τον φορέα του εννόμου αγαθού το οποίο εβλάβη ή τέθηκε σε διακινδύνευση, κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί σήμερα με την έκτιση ποινής εντός ενός καταστήματος κράτησης. Το κατάστημα κράτησης δεν αποδίδει αναγκαίως στην κοινωνία πρόσωπα εντός κοινότητας, αλλά ενδέχεται να προετοιμάζει πρόσωπα αποδέσμια κοινότητας και απομονωμένα από τον κοινωνικό ιστό. Κατά τον Beccaria (Dei Delitti e delle poene, 1764), ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει ποινή, τότε μόνον, όταν είναι κοινωνικώς αναγκαία, για την κοινή ευημερία και την ελευθερία όλων. Στον προισχύσαντα ποινικό κώδικα, σε περίπτωση που δεν συνέτρεχαν οι όροι χορήγησης αναστολής, η στερητική της ελευθερίας ποινής μετατρεπόταν αρχικά σε χρηματική και, εφόσον, ο καταδικασθείς βρισκόταν σε αδυναμία καταβολής του ποσού, τότε μόνο η στερητική της ελευθερίας ποινή εξετίετο εναλλακτικά με τη μορφή της παροχής κοινωφελούς εργασίας. Οι διαστάσεις του θεσμού της παροχής κοινωφελούς εργασίας ενσωματώθηκαν με το νέο ποινικό κώδικα, που όρισε ως κύρια ποινή την κοινωφελή εργασία μαζί με τις ποινές στερητικές της ελευθερίας και την χρηματική ποινή. Σύμφωνα με το άρ. 50 του Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), κύριες ποινές είναι α) οι στερητικές της ελευθερίας, β) η χρηματική ποινή και γ) η προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Σύμφωνα με το άρ. 104 Α Π.Κ., όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής (άρ. 99 και 100 Π.Κ.), η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός εάν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρ. 104 Α Π.Κ., η μετατροπή δεν είναι εφικτή αν ο καταδικασθείς δεν συναινεί ή δεν είναι παρών. Αν ο καταδικασθείς δεν ήταν παρών, μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή αυτοτελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του. Αν επήλθε ουσιώδης αλλαγή των όρων παροχής κοινωφελούς εργασίας, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει νέο υπολογισμό της παρεχόμενης κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του. Κατά την επιμέτρηση της ποινής παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνονται υπόψη και η ηλικία, η κατάσταση της υγείας και οι οικογενειακές υποχρεώσεις του αιτούντος, ενώ στην απόφαση ορίζεται η μέγιστη διάρκεια παροχής της κοινωφελούς εργασίας. Η κοινωφελής εργασία πραγματοποιείται προς όφελος του κοινού σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή μη κερδοσκοπικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Εάν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάσθηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας έκτισης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, το βαθμό της υπαιτιότητάς του και το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, μπορεί να προβεί σε προειδοποίησή του, να παρατείνει την προθεσμία εκτέλεσης εργασίας μέχρι ένα επιπλέον έτος, να επιτρέψει την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που είχε καθορισθεί, να διατάσσει την έκτιση της φυλάκισης μερικώς ή ολικώς (άρ. 81 Π.Κ.) Σε αδικήματα ήσσονος βαρύτητας η παροχή κοινωφελούς εργασίας αποτελεί τη μοναδική απειλούμενη ποινή, όπως η εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, η σωματική βλάβη από αμέλεια, η αυτοδικία, η προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας, η προσβολή μνήμης νεκρού, η προσβολή συμβόλων άλλου κράτους, η αντιποίηση δημόσιας υπηρεσίας, η πρόκληση και προσφορά στην τέλεση πλημμελήματος, η διασπορά ψευδών ειδήσεων από αμέλεια, η πλαστογραφία πιστοποιητικών, η παρακώλυση συγκοινωνιών από αμέλεια, η παρακώλυση τηλεπικοινωνιών από αμέλεια, η χωρίς δικαίωμα αντιγραφή ή χρήση προγραμμάτων υπολογιστών, η κλοπή και η υπεξαίρεση μικρής αξίας. Δυστυχώς όμως, οι εξαιρετικά καινοτόμες μεταρρυθμίσεις του νομοθέτη δεν εφαρμόσθηκαν στην πράξη, διότι ανεστάλησαν με τη ρύθμιση του άρθρου 98 του ν. 4623/2019, με την οποία ορίσθηκε ότι: «1. Αναστέλλεται η ισχύς των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 4619/11.6.2019 (Α΄ 95), κατά το μέρος που προβλέπουν την παροχή κοινωφελούς εργασίας είτε ως κύρια ποινή είτε ως μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής ή χρηματικής ποινής. 2. Πλημμελήματα, που προβλέπονται σε διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 4619/11.6.2019 (Α΄ 95), και απειλούνται με μοναδική ποινή την παροχή κοινωφελούς εργασίας, τιμωρούνται με χρηματική ποινή.» Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η ρύθμιση αυτή αποφασίσθηκε λόγω της αδυναμίας της Διοίκησης να εφαρμόσει διοικητικά το μέτρο παροχής κοινωφελούς εργασίας. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση του ποινικοδογματικού συστήματος. Δεν μπορεί να ασκείται η αντεγκληματική πολιτική με ρυθμίσεις «πήγαινε – έλα», διότι έτσι θα αντιδρά αντίστοιχα και η κατανόηση της κοινότητας. «Πήγαινε – έλα» ο νομοθέτης, «πήγαινε – έλα» κι η κοινωνία. Κι η τελευταία ανυπαιτίως. Τριάντα χρόνια μετά την εφαρμογή του θεσμού της παροχής κοινωφελούς εργασίας ως εναλλακτικής ποινής, δεν έχει καταφέρει η Ελλάδα να αποκρυσταλλώσει μια σαφή αντίληψη αντεκληματικής πολιτικής, ενώ είναι η πρώτη φορά από το 1991 που τέθηκε σε αναστολή ο συγκεκριμένος θεσμός χωρίς διαφαινόμενη προοπτική επαναφοράς του, πλην κάποιων σοβαρών δηλώσεων για το μέλλον. 4) Άρ. 105 Β ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ Με την εν λόγω τροποποίηση εισάγεται νέα, αυστηρότερη, περίπτωση υφ΄όρον απόλυσης στα 4/5 έκτισης για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013 (φοροδιαφυγή), 134 (εσχάτη προδοσία), 187 (εγκληματική οργάνωση), 187 Α (τρομοκρατικές πράξεις), 299 παρ. 1 (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως), 323Α (εμπορία ανθρώπων), 324 (αρπαγή ανηλίκων), 380 (ληστεία), 385 (εκβίαση) καθώς και γι’ αυτά του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Kώδικα (Εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας, βιασμός, κατάχρηση ανηλίκων κλπ.), ενώ ορίζεται και η πραγματική έκτιση και ειδικά ότι για τα εγκλήματα αυτά ο καταδικασθείς θα πρέπει να έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ ετών. ((Στο άρθρο 105Β του ΠΚ, α) τροποποιείται η παρ. 1 με την προσθήκη νέας περ. γ) και την αναρίθμηση της περ. γ) σε περ. δ), β) τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 ως προς τις διακριβούμενες ασθένειες, γ) το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 αντικαθίσταται από δύο εδάφια )) Το άρθρο 105Β διαμορφώνεται ως εξής : 1. Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινής μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, εφόσον έχουν εκτίσει: α) σε περίπτωση φυλάκισης, τα δύο πέμπτα αυτής, β) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, τα τρία πέμπτα αυτής, γ) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6, τα τέσσερα πέμπτα αυτής και δ) σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τουλάχιστον είκοσι έτη. 2. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη. 3. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό. 4. Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού των οστών ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατουμένους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατουμένους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατουμένους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν. 4139/2013 οργανισμού και ζ) κρατουμένους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση των ασθενειών του δεύτερου εδαφίου καθώς και της αναπηρίας στις περ. α΄ και β΄ γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 105. 5. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά είτε κατά την προηγούμενη παράγραφο είτε κατά τις ειδικές διατάξεις που προβλέπουν αντίστοιχο υπολογισμό. 6. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, 134, 187, 187 Α, 299 παρ. 1, 323Α, 324, 380, 385 καθώς και γι’ αυτά του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Kώδικα, απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ ετών. Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το ένα τρίτο των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε έτη». ΟΜΩΣ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 81 ΣωφρΚ «Η Πολιτεία οφείλει να μεριμνά έγκαιρα για την ομαλή επάνοδο και προσαρμογή του κρατουμένου, που πρόκειται να απολυθεί οριστικά, στο κοινωνικό, επαγγελματικό και οικογενειακό του περιβάλλον. Περαιτέρω, κατά τη μεταχείριση των κρατουμένων διασφαλίζεται ο σεβασμός, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενισχύεται ο αυτοσεβασμός και η συναίσθηση της κοινωνικής τους ευθύνης (άρ. 2 ΣωφρΚ). Ο έλεγχος της νομιμότητας στη μεταχείριση των κρατουμένων ασκείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό και από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Τέλος, στο Σωφρονιστικό Κώδικα καθορίζονται οι προϋποθέσεις οργάνωσης και εφαρμογής συγκεκριμένων προγραμμάτων, που αποσκοπούν στον έλεγχο της λειτουργίας υφιστάμενων θεσμών ή συστημάτων μεταχείρισης των κρατουμένων, καθώς και στην πειραματική δοκιμή της αποτελεσματικότητας νέων θεσμών, ενώ αν προς υλοποίηση παρόμοιων προγραμμάτων απαιτείται συμμετοχή κρατουμένων, η συμμετοχή αυτή συνεκτιμάται θετικά για τή χορήγηση ευεργετικών μέτρων. Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης ορίζονται στο άρ. 106 ΠΚ, όπου προβλέπεται ότι η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων, ενώ μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης. Περαιτέρω, στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περιπτώσεων δ` έως στ` της παραγράφου 2 του άρθρου 99. Ελλείπει από τις προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης υπό όρο η εξατομίκευση των προϋποθέσεων και ειδικότερων περιστάσεων κοινωνικής επανένταξης του απολυομένου υπό τη μορφή μιας πρόγνωσης επί τη βάσει δεδομένων που άπτονται της εκ μέρους του κατανόησης της συμπεριφοράς για την οποία εξέτισε την επιβληθείσα ποινή. 5) Άρ. 133 Νεαροί Ενήλικες Το άρθρο 133 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 133 Νεαροί ενήλικες Όταν ο δράστης κατά τον χρόνο τέλεσης αξιόποινης πράξης δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 3 εδ. β΄ του άρθρου 130.» Εν προκειμένω, με την εν λόγω τροποποίηση απαλείφεται χωρίς καμία αιτιολόγηση η δυνατότητα που έχει το δικαστήριο «να διατάξει τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων του άρ. 54 Π.Κ.εφόσον κρίνει ότι η τέλεση της πράξης οφείλεται σε ελλιπή ανάπτυξη της προσωπικότητας λόγω της νεαρής ηλικίας και ότι ο περιορισμός αυτός θα είναι αρκετός για να αποφευχθεί η τέλεση άλλων εγκλημάτων» και περιορίζει πλέον τα εγκλήματα νεαρών δραστών στον κοινό σωφρονισμό και δίνει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83). 6) Το άρθρο 191 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 191 Διασπορά ψευδών ειδήσεων 1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην δημόσια υγεία ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή. 2. Με τις ποινές της παρ. 1 τιμωρείται όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες που προσβάλλουν το κύρος ή την αξιοπιστία προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα και είναι ικανές να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών για την αξιόπιστη εκτέλεση των καθηκόντων τους. 3. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.» Διαφαίνεται ότι με την τροποποίηση αυτή εισάγονται πλέον έντονα φρονηματικά στοιχεία, τα οποία μετουσιώνονται σε αξιόποινη συμπεριφορά, ακόμη και εξ αμελείας τιμωρούμενη χωρίς όμως να αιτιολογείται ή έστω να αναφέρεται κατά ποίον τρόπο δύνανται να βλαφθούν τα έννομα αγαθά που προστίθενται στους όρους της αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος. Ειδικότερα, καθίσταται αξιόποινη η εκφορά απόψεων δημοσίως ή μέσω του διαδικτύου, οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, τη δημόσια υγεία ή την αμυντική ικανότητα της χώρας, τομείς που κατ΄εξοχήν αποτελούν αντικείμενο του δημοσίου διαλόγου ! Και μάλιστα η εκφορά των απόψεων αυτών ενδεδυμένων ως ψευδών ειδήσεων ή φημών, θα μπορούσε να αποτελεί η έντονη και μη αρεστή, προδήλως σε πολιτικούς πολέμιους της νομοθετικής επικαιρότητας, αρνητική κριτική, στην εθνική οικονομία, τη δημόσια υγεία ή την αμυντική ικανότητα της χώρας. Η παράθεση άραγε μιας επιστημονικής θέσης ως γεγονότος, έχουσας το χαρακτήρα της φήμης, σχετικά με την αποτελεσματικότητα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού δύναται να συνιστά διασπορά ψευδών ειδήσεων και να συνεφέλκεται την παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση της πράξης με συνέπεια το διασυρμό αυτού που επικαλέστηκε την θέση αυτή ; το ίδιο θα μπορούσε να υποστηριχθεί για την κριτική στην εθνική οικονομία ή την αμυντική ικανότητα της χώρας. Γι΄αυτό και η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπρεί να γίνει αποδεκτή λόγω του προφανούς δικαιοπολιτικού ελλείμματος που τη χαρακτηρίζει. 7) ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ Το άρθρο 264 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 264 Εμπρησμός 1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη». Υπερβολική φαίνεται ότι είναι η αυστηροποίηση της διάταξης του εμπρησμού, που εισάγει κακουργηματική μορφή εγκλήματος αφηρημένης διακινδύνευσης, με την απειλούμενη ποινή της καθείρξεως έως δέκα ετών για όποιον προξενεί πυρκαγιά, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, ενώ στην προηγούμενη διατύπωση απαιτούσε να έχει προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Θεωρητικά και μια απομακρυσμένη πρόκληση πυρκαγιάς, σε απόσταση χιλιομέτρων, μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο, με συνέπεια κάθε τέτοια συμπεριφορά να είναι κακουργηματική με απειλούμενη κάθειρξη έως δέκα ετών. Απαιτείται βαθύτερη μελέτη της τροποποίησης με άλλου είδους ποινική μεταχείριση. 8) ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΣΕ ΔΑΣΗ Το άρθρο 265 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 265 Εμπρησμός σε δάση 1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση, και αν από αμέλεια προκαλεί μια τέτοια πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.» ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ : σε αντίθεση με τις προηγούμενες σκέψεις, εν προκειμένω στην περίπτωση του εμπρησμού σε δάση, προφανώς, κρίνεται αιτιολογημένη η εισαγωγή του όρου τέλεσης της πράξης με το στοιχείο του παρανόμου περιουσιακού οφέλους, και απειλείται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. 9) Το άρθρο 270 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 270 Έκρηξη 1. Όποιος προξενεί έκρηξη με οποιοδήποτε τρόπο, και ιδίως με την χρήση εκρηκτικών υλών, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την έκρηξη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη». Αιτιολογημένη η τροποποίηση της συγκεκριμένης διατάξεως σε κακούργημα αφηρημένης διακινδύνευσης, καθώς η πρόκληση έκρηξης ιδίως με την χρήση εκρηκτικών υλών είναι ex naturam πρόσφορη να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο, ώστε ο χαρακτηρισμός ως κακουργήματος της συγκεκριμένης συμπεριφοράς να αποτελεί πρόδηλη και αναγκαία έκφραση προστασίας της ανθρώπινης ζωής. 10) ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΦΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ Η παρ. 1 του άρθρου 289 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «1. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 των άρθρων 264, 265, 268, 270, 273, 275, 277 και 286, της παρ. 3 του άρθρου 279, και της παρ. 4 του άρθρου 285 ο υπαίτιος δεν τιμωρείται, αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή του» Πρέπει να προστεθεί στις δυνατότητες δικαστικής άφεσης και η διάταξη του άρ. 285 ΠΚ. 11) ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΟΔΗΓΗΣΗ Το άρθρο 290Α του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 290 Α Επικίνδυνη οδήγηση 1.Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης, ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2.Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.» Η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να αναθεωρηθεί σε ορισμένα σημεία, κατά τα οποία συγχέονται συμπεριφορές εξ αμελείας και εξ δόλου τελούμενες με μια πράξη, όπως π.χ. η οδήγηση με πνευματική εξάντληση ή με όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές (!) και απειλείται κάθειρξη έως δέκα ετών, εάν προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις. Δεν συμφωνούμε με την συγκεκριμένη διατύπωση, όπως εισάγεται με την τροποποίηση. 12) ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΕΚ ΠΡΟΘΕΣΕΩΣ Στο αντίστοιχο άρθρο 299 του Ν.Π.Κ., που φέρει τον τίτλο "Ανθρωποκτονία με δόλο", ορίζεται, ότι "1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη". Η παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 299 Ανθρωποκτονία με δόλο «1.Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.» Εν προκειμένω εγείρεται το ουσιώδες ερώτημα, (που έχει τεθεί και από το ΕΔΔΑ), περί του αναγκαίου πλαισίου ποινής που απαιτείται να έχει ο εφαρμοστής του δικαίου, ώστε να κρίνει τη συγκεκριμένη ποινή που πρέπει να επιβάλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Μετά την απόρριψη του ισχυρισμού περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, όλες οι ανθρωποκτονίες δεν (πρέπει να) εξομοιώνονται κατά την ποινική μεταχείρισή τους, καθώς στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά καταργείται η διάταξη του άρ. 79 περί επιμέτρησης της ποινής. Ειδικότερα, με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του. Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών. Στο άρ. 79 Π.Κ. προβλέπεται ότι στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της, ενώ στην απόφαση (πρέπει να) αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε. Στο σημείο αυτό καθίσταται σαφής η αξιολογική αντινομία. Αξιολογική αντινομία υπάρχει όταν ο νομοθέτης εκφράζει σε έναν κανόνα δικαίου αξιολόγηση η οποία βρίσκεται σε αντίφαση με αξιολόγηση που εξέφρασε σε άλλον κανόνα, ενώ βέβαια οι δύο κανόνες έχουν διαφορετικό πραγματικό (αλλιώς θα είχαμε κανονιστική αντινομία). Δεν είναι δυνατόν να έχουν αξιολογηθεί από το νομοθέτη όλα τα στοιχεία του άρ. 79 ώστε να προσδιορίσει ενιαία μια απειλούμενη ποινή, και δη την ισόβια κάθειρξη. Καθίσταται προφανές, ότι εάν ισχύει ο κανόνας του άρ. 79 ΠΚ, ότι στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της, τότε η πρόβλεψη μιας ποινής, και μόνον, καθιστά αδύνατη τη λήψη υπόψιν οιουδήποτε εκ των στοιχείων που απαρτίζουν τους όρους επιμέτρησης, καθώς είτε συντρέχουν αυτοί είτε όχι, μια ποινή επιβάλλεται, η ισόβια κάθειρξη. Με άλλα λόγια, παρά την ύπαρξη σχετικού κανόνα δικαίου που προβλέπει την υποχρέωση του δικαστηρίου να τα λάβει υπόψιν, παρέλκει η εξέταση αυτών των στοιχείων που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν για την επιμέτρηση της ποινής, μετά το στάδιο απαγγελίας της ενοχής του κατηγορουμένου και της απόρριψης ισχυρισμού ελαφρυντικών περιστάσεων. Π.χ. Ισόβια κάθειρξη θα προβλέπεται ανεξάρτητα από τα αίτια που ώθησαν το δράστη στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε, ή τη σκληρότητα που επέδειξε ή εάν διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών, ανεξάρτητα από όλα τα ανωτέρω, η ποινή που θα επιβάλλεται θα είναι μια, η ισόβια κάθειρξη. Αυτή η αξιολογική αντινομία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ούτε με συστολή του γράμματος του κανόνα δικαίου έτσι ώστε μετά από τελολογική στάθμιση, αυτό να εναρμονισθεί προς τον άλλον κανόνα και προς το γενικότερο σύστημα του δικαίου. Γι΄αυτό και πρέπει να παραμείνει η διάταξη ως έχει. 13) ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Το άρθρο 465 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 465 Οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος. Σε περίπτωση αρχικής ή επιγενόμενης συρροής χρηματικής ποινής του άρθρου 80 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα με χρηματική ποινή του άρθρου 57 του προϊσχύσαντος ΠΚ ή Ειδικών Ποινικών Νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν σχηματίζεται συνολική ποινή κατά το άρθρο 96 ΠΚ.» 2. «Για τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019) καταδικασθέντες αμετακλήτως σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, για τις οποίες καθορίστηκε, κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 και 2 ΠΚ, συνολική ποινή υπερβαίνουσα τα είκοσι (20) ή δεκαπέντε (15) έτη πρόσκαιρης κάθειρξης, καθώς και τα οχτώ (8) ή πέντε (5) έτη φυλάκισης αντίστοιχα, ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο αυτών λογίζονται τα είκοσι (20), δεκαπέντε (15), οχτώ (8) και πέντε (5) έτη αντίστοιχα.». 3. «Τυχόν επιβληθείς μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ποινικός σωφρονισμός σε νεαρούς ενήλικες που δεν είχαν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους μετατρέπεται με απόφαση του δικαστηρίου σε μειωμένη ποινή κατά το άρθρο 133.». 4. «Υποθέσεις, για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει γίνει επίδοση κλητήριου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται από το δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί.». 5. Το άρθρο 10 ν. 2447/1996 καταργείται. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ επί των μεταβατικών διατάξεων του Σχεδίου: Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, ενώ σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 2 του άρ. 2 ΠΚ, αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ.ΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε στερητικών της, ελευθερίας ποινών λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή, προδήλως δε είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο νόμος, ο οποίος καταργεί επιβαρυντική περίπτωση ή μετατρέπει κακούργημα σε πλημμέλημα, αφού στις περιπτώσεις αυτές η προβλεπόμενη ποινή είναι μικρότερη. Από το συνδυασμό των διατάξεων των δύο παραγράφων του άρθρου 2 του νέου Ποινικού Κώδικα σαφώς προκύπτει, ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε να εμμείνει στην καθιερούμενη με την πρώτη παράγραφο πρόβλεψη της εφαρμογής των επιεικέστερων διατάξεων για τον κατηγορούμενο, που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, εισάγοντας με τη δεύτερη παράγραφο μία μοναδική εξαίρεση, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία η πράξη καθίσταται μετά το αμετάκλητο μη αξιόποινη, ορίζοντας ότι ειδικώς σ' αυτή την περίπτωση παύει και η εκτέλεση της επιβληθείσας, έστω και με αμετάκλητη απόφαση, ποινής. Διάταξη για τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι προβλεπόμενες ποινές κατέστησαν με νεότερες διατάξεις νόμου ηπιότερες μετά την αμετάκλητη εκδίκαση των πράξεων και ενώ ακόμη εκτίεται η ποινή που επιβλήθηκε γι' αυτές, δεν περιελήφθη στο νέο Ποινικό Κώδικα, όπως δεν περιλαμβανόταν και στον προϊσχύσαντα κώδικα (ΟλΑΠ 4/2021). Η μόνη διαφοροποίηση μεταξύ των αντίστοιχων νομοθετικών κειμένων είναι η σημαντική από άποψη αποτελεσμάτων αναφορά της παρ. 1 του νέου κώδικα σε επιεικέστερες διατάξεις νόμων και όχι σε επιεικέστερο νόμο, του οποίου οι διατάξεις αντιμετωπίζονταν υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ως ενιαίο όλον, προκειμένου να κριθεί αν αυτός ήταν ηπιότερος (ΟλΑΠ 1/2020). Και υπό την ισχύ του όμοιου κατά τα λοιπά άρθρου 2 του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 Ποινικού Κώδικα, είχε απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία το ερώτημα, αν η παράγραφος 2 αυτού έπρεπε να εφαρμοσθεί αναλογικώς και στις περιπτώσεις θέσπισης επιεικέστερων ποινών για τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε κατηγορούμενος, μετά το αμετάκλητο της καταδίκης του κατά το στάδιο έκτισης των ποινών, που του επιβλήθηκαν. Επ' αυτού είχε επικρατήσει η άποψη, ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης αναδρομική ισχύ προσδίδεται μόνο στο νόμο, που καθιστά την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), γι' αυτό και ο νομοθέτης περιόρισε τη ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα μόνο σε αυτή την περίπτωση, ηθελημένα δε δεν προέβλεψε την κατά τον ίδιο χρόνο αναδρομική ισχύ νεότερου νόμου, που καθιστούσε το αξιόποινο απλώς ηπιότερο (απλώς επιεικέστερου νόμου), με συνέπεια να μην είναι δυνατή ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, αφού επρόκειτο για εκούσιο και όχι ακούσιο νομοθετικό κενό (ΟλΑΠ 643/1985). Σύμφωνα όμως με τα προεκτιθέμενα, οι αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις των δύο παραγράφων του άρθρου 2 και του παλαιού και του νέου Ποινικού Κώδικα δεν καταλείπουν κενό ως προς αυτό το ζήτημα (έτσι η ΟλΑΠ 4/2021), αφού με την πρώτη καθορίζεται ρητώς ως έσχατο όριο εφαρμογής της επιεικέστερης ρύθμισης το αμετάκλητο της καταδικαστικής δικαστικής απόφασης, που επιβάλλει ποινή, ενώ «με τη δεύτερη εισάγεται απλώς, ως μοναδική συγκεκριμένη εξαίρεση από τον κανόνα της πρώτης παραγράφου, η κατάργηση, με μεταγενέστερο της επέλευσης του αμετακλήτου νόμο, του αξιοποίνου της πράξης μέχρι την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής» (έτσι η ΟλΑΠ 4/2021). Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε εφαρμογή των επιεικέστερων διατάξεων μέχρι του πέρατος έκτισης της ποινής θα αρκούσε να απαλείψει από την πρώτη παράγραφο την πρόβλεψη "ως την αμετάκλητη εκδίκασή της", οπότε και η δεύτερη παράγραφος θα παρίστατο πλεοναστική. Ο νεότερος νομοθέτης, ο οποίος προέβη κατά την εισαγωγή του νέου Ποινικού Κώδικα σε επιεικέστερες σε αρκετές περιπτώσεις ρυθμίσεις, έχοντας υπόψη του και τον προαναφερόμενο παλαιότερο προβληματισμό και τα Διεθνή Σύμφωνα που δεσμεύουν τη χώρα μας (βλ. αναφορά στην αιτιολ. έκθεση του νέου ΠΚ ως προς το προϊσχύσαν άρθρο 3, ότι αυτό καταργείται επειδή έρχεται σε αντίθεση με τους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες του άρθρου 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ και 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.), ουδόλως απέστη (έτσι η ΟλΑΠ 4/2021) από την προγενέστερη πρόβλεψη ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα, δεχόμενος προδήλως, ότι αυτή δεν αντίκειται στις διατάξεις των Συμφώνων αυτών και επιλέγοντας το σεβασμό του δεδικασμένου. Στην αιτιολογική έκθεση του Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), υπό τον τίτλο "Γ. ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ, Ι. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ", αναφέρεται, υπ' αριθμόν 2, ως ουσιώδης η τροποποίηση του άρθρου 2 ΠΚ ως προς την εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης και όχι του νόμου ως ενιαίου "όλου", ενώ και η αναλυτικότερη αιτιολόγηση των νέων διατάξεων του άρθρου 2 ΠΚ, που ακολουθεί (Αιτιολ. Έκθ. Πρώτο Κεφάλαιο του Γενικού Μέρους, Ι. Βασικές αρχές), επικεντρώνεται στην ίδια τροποποίηση, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στο τιθέμενο στην παράγραφο 1 όριο του αμετακλήτου, που εξακολουθεί να ισχύει. Ως προς την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση τα εξής: " (γ) Τέλος στην ίδια διάταξη προβλέπεται ότι αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη, παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας. Η προσθήκη στη διάταξη αυτή και των μέτρων ασφαλείας, εκτός από τις παρεπόμενες ποινές, στηρίχθηκε στη σκέψη ότι και τα μέτρα ασφαλείας δεν παύουν να είναι μέτρα του ποινικού δικαίου. Όταν επομένως η πράξη χαρακτηρίζεται πλέον ως ανέγκλητη και επομένως κανένα ποινικής φύσης μέτρο δεν μπορεί να επιβληθεί γι' αυτήν, δεν θα πρέπει επίσης να εκτελούνται και τα μέτρα ασφαλείας." Στην ως άνω αιτιολογική έκθεση δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε για αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 και για εκ νέου προσδιορισμό της ποινής στην περίπτωση ισχύος, μεταγενέστερου του αμετακλήτου, επιεικέστερου νόμου, παρότι ήταν γνωστό πως σ' αυτήν την κατηγορία θα ενέπιπταν πολλές περιπτώσεις αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, ενώ ουδέν σχετικό προβλέπεται και σε οποιαδήποτε διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα ή του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή στις μεταβατικές διατάξεις τους (βλ. και ΟλΑΠ 643/1985), όπως ασφαλώς θα συνέβαινε, εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε διαφορετική από την προγενέστερη αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Σύμφωνα με το ενδιαφέρον σκεπτικό της ΟλΑΠ 4/2021, σύμφωνα με την ως άνω σαφή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής και αυτών των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων καθορισμού της συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων είναι εκείνο της αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης. Εάν γινόταν δεκτή η αντίθετη άποψη, η αναπροσαρμογή της ποινής θα ήταν, κατά λογική ακολουθία, επιβεβλημένη όχι μόνον ως προς το ανώτατο όριο της καθορισθείσας με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση συνολικής εκτιτέας ποινής, αλλά και για όλες τις ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως χωρίς να υπερβαίνουν αυτό το όριο, συγχωνεύτηκαν όμως με βάση τις παλαιότερες αυστηρότερες σχετικές ρυθμίσεις. Θα ήταν επίσης επιβεβλημένη και σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιβλήθηκε ποινή έστω και για μία αξιόποινη πράξη, η οποία όμως τιμωρείται ηπιότερα βάσει του νέου Ποινικού Κώδικα, και μάλιστα ακόμη κι αν αναγνωρίσθηκε ελαφρυντικό, για το οποίο προβλέπεται στις νεότερες διατάξεις ευνοϊκότερη μείωση της ποινής (όπως πχ. συμβαίνει με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, η μείωση της οποίας επί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού θα έπρεπε κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 83 ΠΚ να είναι κατώτερη μεν από το τότε προβλεπόμενο ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης των είκοσι ετών και θα μπορούσε να μειωθεί μόνον μέχρι τα δέκα έτη κάθειρξης, ενώ, σύμφωνα με την αντίστοιχη νεότερη διάταξη η ποινή μπορεί, επί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού, να κυμανθεί από πέντε έως δεκαπέντε έτη), ακόμη δε περισσότερο, αν αναγνωρίσθηκαν περισσότερα του ενός ελαφρυντικά στον καταδικασθέντα ή άλλοι λόγοι μείωσης της ποινής του, διότι οι παλαιότερες διατάξεις του άρθρου 85 ΠΚ προέβλεπαν μία μόνο μείωση της επιβαλλόμενης ποινής, συνεκτιμωμένων όλων των λόγων μειώσεώς της, ενώ οι νεότερες διατάξεις του ίδιου άρθρου προβλέπουν περαιτέρω μείωση σ' αυτές τις περιπτώσεις, καθορίζοντας γι' αυτές νέα κατώτατα όρια (άρθρ. 85 νέου ΠΚ). Και αυτό, διότι, εάν γινόταν δεκτό ότι θα ήταν επιτρεπτό τα δικαστήρια να επανακαθορίσουν τις αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές, λόγω μεταγενέστερης ηπιότερης αντιμετώπισης των αδικημάτων, οποιοσδήποτε απλουστευμένος περιορισμός στον επανακαθορισμό τους, όπως π.χ. ότι αυτός πρέπει να εφαρμοσθεί μόνον επί συνολικής εκτιτέας ποινής (μικρότερης και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο από την αρχικώς επιμετρούμενη) ή δια της έκτισης του maximum της νεότερης ηπιότερης στερητικής της ελευθερίας ποινής (βλ. σχετική πρόταση Εισαγγελέως ΑΠ Φαφούτη στην ΟλΑΠ 643/1985), ακόμη κι όταν κατά την επιβολή της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής θα είχαν συνεκτιμηθεί ενδεχομένως και ελαφρυντικές περιστάσεις, με συνέπεια την επιβολή ποινής χαμηλότερης από το νεότερο ανώτατο όριο για τη συγκεκριμένη πράξη, θα παρίστατο αυθαίρετος και θα αντέβαινε στην καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, επιφυλάσσοντας ευμενέστερη μεταχείριση μόνον σε όσους καταδικασμένους έχουν επιβληθεί οι βαρύτερες ποινές. Αυτό αποτελεί ένα επιπλέον λόγο, για τον οποίο ο νεότερος νομοθέτης, πέραν του ότι μια διαφορετική αντιμετώπιση του κρινόμενου ζητήματος θα ανέτρεπε κάθε έννοια δεδικασμένου των αμετάκλητων αποφάσεων, έχοντας υπόψη του και ότι οι διαφοροποιήσεις ως προς τις επιβλητέες ποινές μεταξύ των παλαιότερων διατάξεων και των ηπιότερων νεότερων διατάξεων δεν είναι τέτοιες, ώστε να μπορούν οι ήδη επιβληθείσες αμετακλήτως υπό το αμέσως προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς ποινές να θεωρηθούν υπέρμετρες, συνειδητώς επέλεξε να διατηρήσει αναλλοίωτη τη σχετική σαφή διατύπωση του άρθρου 2 ΠΚ, ενώ και η διαπνέουσα το ποινικό δίκαιο αρχή της επιεικείας δεν μπορεί να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια αυθαιρέτως χωρίς νομικό έρεισμα (ΟλΑΠ 643/1985), αλλά εντός των πλαισίων που ορίζουν οι νόμοι. Σημειωτέον, ότι η έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης διαμορφώνεται σε τρία διακριτά πεδία, που αντιπροσωπεύουν αλληλοδιαδοχικά διακριτά στάδια: α) το γενικό και αφηρημένο πεδίο, που πραγματώνεται με τη θέσπιση από τη νομοθετική εξουσία των κυρωτικών ποινικών νόμων, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν ήδη κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης (άρθρα 7 του Συντάγματος, 1 ΠΚ). β) το ειδικό και συγκεκριμένο εξατομικευμένο πλέον πεδίο, που πραγματώνεται δια της εκδίκασης της υπόθεσης και έκδοσης απόφασης από τα ποινικά δικαστήρια μέχρι να καταστεί αυτή αμετάκλητη, κατά τη διάρκεια του οποίου δημιουργείται και περατούται η έννομη σχέση της ποινικής διαγνωστικής κύριας δίκης, γ)το πεδίο της εκτέλεσης της απόφασης (ποινικού σωφρονισμού), η οποία υλοποιείται από το κράτος (άρθρ. 552 ΚΠοινΔ) και εποπτεύεται απλώς από τους Εισαγγελείς (άρθρ. 567 ΚΠοινΔ). Κατά το δεύτερο στάδιο τα δικαστήρια εφαρμόζουν, κρίνοντας τη συγκεκριμένη εξατομικευμένη περίπτωση, τους νόμους, που ψηφίζονται από τη νομοθετική εξουσία (Βουλή των Ελλήνων), εντός των ορίων που προβλέπονται επίσης από το νόμο, ενώ κατά το τρίτο στάδιο η κρατική (εκτελεστική) εξουσία είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Καταφανής στη διαδρομή αυτού του φαινομένου είναι η θεμελιώδης για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικώς δια του άρθρου 26 του Συντάγματος της χώρας μας (ΟλΑΠ 3/2016) και χαρακτηρίζει τη λειτουργία κάθε κράτους δικαίου (ΔΕΕ 2-3/2021, C-824/2018 επί αιτήματος προδικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, ΔΕΕ 19-11/2019, C-585,624,625/2018 επί αιτήματος προδικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τμήματος εργατικών διαφορών, της Πολωνίας, ΔΕΕ 10-11/2016, Pοltorak, C-452/2016). Σύμφωνα με αυτά, η έννομη σχέση μεταξύ πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης, στην οποία εμπλέκονται και οι τρεις πολιτειακές εξουσίες σε διαφορετικά στάδια και με διαφορετικές αρμοδιότητες, είναι ευρύτερη από την έννομη σχέση της διαγνωστικής κύριας ποινικής δίκης. Η τελευταία αποτελεί μόνον ένα διακριτό περιορισμένο μέρος της έννομης σχέσης μεταξύ πολιτείας και δράστη, το οποίο αρχίζει από την άσκηση της ποινικής δίωξης και τελειώνει με το αμετάκλητο της αθωωτικής ή, της ενδιαφέρουσας στην κρινόμενη περίπτωση, καταδικαστικής απόφασης, που παράγει δεδικασμένο κατά τα ισχύοντα στο ποινικό και ποινικό δικονομικό δίκαιο. Η καταδικαστική δε απόφαση καθίσταται, σε κάθε περίπτωση, εκτελεστή μόλις γίνει αμετάκλητη (άρθρ. 545 νέου ΚΠοινΔ), δηλαδή αν κατ' αυτής δεν επιτρέπεται (τακτικό) ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε (άρθρ. 546 νέου ΚΠοινΔ), οπότε και περατούται η έννομη σχέση της ποινικής δίκης, κατά τη διάρκεια της οποίας λογίζεται, όπως γίνεται δεκτό από το ποινικό δικονομικό δίκαιο, ότι υφίσταται εκκρεμοδικία ως προς την κατηγορία (έστω και αν δεν βρίσκεται σε εξέλιξη δίκη ενώπιον δικαστηρίου, αλλά υφίσταται ακόμη προθεσμία για άσκηση ένδικου μέσου). Η νομοθετική εξουσία διατηρεί το δικαίωμα να τροποποιεί τους ποινικούς νόμους, καθιστώντας τους είτε αυστηρότερους είτε ευνοϊκότερους ως προς την ποινική μεταχείριση του δράστη αξιόποινης πράξης. Στην τελευταία περίπτωση τα δικαστήρια υποχρεούνται να εφαρμόσουν τον επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο νόμο, ήδη δε κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα τις επιεικέστερες γι' αυτόν διατάξεις νόμου, οι οποίες ίσχυσαν από την τέλεση της αξιόποινης πράξης μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφασή τους, όπως αντιστοίχως η πολιτεία υποχρεούται να διασφαλίζει την εκτέλεση των αμετάκλητων ποινικών δικαστικών αποφάσεων (πρβλ και ΕΔΔΑ 26-3/2020, αναφερόμενη στην υποχρέωση της εκτελεστικής εξουσίας προς εφαρμογή των αμετάκλητων και δεσμευτικών δικαστικών αποφάσεων επί πολιτικής δίκης). Η άποψη όμως ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να επανεξετάζουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης τις αμετακλήτως επιβληθείσες από αυτά ποινές, επαναπροσδιορίζοντάς τες, επειδή μετά το αμετάκλητο της απόφασής τους θεσπίσθηκαν από τη νομοθετική εξουσία ηπιότερες ποινές για το αδίκημα που δικάσθηκε, πέραν του ότι αντιβαίνει στο νόμο κατά τα προεκτιθέμενα, θα οδηγούσε ουσιαστικά και σε ανεπίτρεπτη, βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, επέμβαση στο αποτέλεσμα της αμετακλήτως περατωθείσας δικαστικής διαδρομής. Σε αυτή την περίπτωση υφίσταται η δυνατότητα εφαρμογής του προβλεπόμενου από το άρθρο 564 περ. β' και του νέου ΚΠοινΔ θεσμού της χάρης, προκειμένου να μετριασθεί στο πλαίσιο του νεότερου νόμου η εκτελούμενη ποινή. Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 4/2021 στο νομοθετικό σώμα εναπομένουν και άλλες λύσεις, μη παραβιάζουσες την ανωτέρω αρχή, εάν υπάρχει βούληση ευνοϊκότερης μεταχείρισης των καταδικασμένων σ' αυτές τις περιπτώσεις, όπως π.χ. η εισαγωγή με το νεότερο νομοθέτημα μεταβατικών διατάξεων, που προβλέπουν μείωση και των ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν αμετακλήτως βάσει του προϊσχύσαντος νόμου, ή η πρόβλεψη δυνατότητας ασκήσεως του έκτακτου ένδικου μέσου της επανάληψης διαδικασίας και στις ανωτέρω περιπτώσεις ή η θέσπιση διατάξεων, που καθιστούν υπό ελαστικότερες προϋποθέσεις δυνατή την υπό όρους απόλυση όλων όσων εκτίουν στερητικές της ελευθερίας ποινές για αδικήματα, που, μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, τιμωρούνται πλέον με μικρότερα όρια στερητικών της ελευθερίας ποινών. Μόνον όταν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη, επεμβαίνουν τα δικαστήρια στο προαναφερόμενο τρίτο στάδιο της έκτισης των ποινών, μεταβάλλοντας διατάξεις (ενδεχομένως και) αμετάκλητης απόφασης, όπως π.χ. συμβαίνει επί παραδοχής του έκτακτου ένδικου μέσου επανάληψης της διαδικασίας (άρθρ. 525 επ. ΚΠοινΔ), επί άρσης ή ανάκλησης της αναστολής (άρθρ. 101, 102 ΠΚ), όταν τίθεται εκ νέου προς δικαστική κρίση το ζήτημα της συγχώνευσης των ποινών, επειδή συναντώνται περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις στο στάδιο της εκτέλεσης, οπότε δημιουργείται νέα ενώπιον των δικαστηρίων περιορισμένου αντικειμένου δίκη επί του συγκεκριμένου ζητήματος, κατά την οποία εφαρμόζονται οι κανόνες του άρθρου 551 ΚΠοινΔ. Αλλά και αντιστρόφως, εφόσον από το νομοθέτη δεν παρέχεται με σχετική ρύθμιση οποιαδήποτε εξουσία στα δικαστήρια προς μεταβολή της καταδικαστικής απόφασης λόγω της θέσπισης ηπιότερης ποινής μετά το αμετάκλητο και δη κατά το στάδιο έκτισης της ποινής, η τυχόν επέμβαση των δικαστηρίων με μεταβολή των διατάξεων της απόφασης αυτής, κατά το στάδιο αυτό, θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη προσβολή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών εις βάρος της νομοθετικής εξουσίας. Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 4/2021, το θέμα δεν επιλύεται ούτε κατά το στάδιο των αντιρρήσεων εκτελεστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 562 του νέου ΚΠοινΔ, όπου κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ' άρθρο 549 του ίδιου κώδικα εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του (άρθρ. 562 εδ. α' ΚΠοινΔ), ενώ στα δικαστήρια και συγκεκριμένα στο δικαστήριο των Πλημμελειοδικών του τόπου, όπου εκτίεται η ποινή, απονέμεται μόνον η αρμοδιότητα να επιληφθεί του ανωτέρω θέματος σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος κατά της διάταξης του εισαγγελέα (άρθρ. 562 εδ. β' ΚΠοινΔ). Ειδικότερα, κατά την ΟλΑΠ 4/2021, το Πλημμελειοδικείο, το οποίο επιλαμβάνεται αντιρρήσεων του καταδικασμένου ή αμφιβολιών του Εισαγγελέα, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προέκυψαν μετά το αμετάκλητο αυτής κατά την εκτέλεσή της, ενδεικτικώς δε τέτοιες είναι οι αμφιβολίες ή αντιρρήσεις αναφορικά με: α) την εκτελεστότητα της απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ) τη διάρκεια της ποινής, εάν ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της (άρθρο 554 νέου ΚΠΔ), δ) την ύπαρξη λόγων που συνεπάγονται παύση της έκτισης ή εξάλειψη της ποινής, όπως η απονομή χάριτος (άρθρο 564 περ. β' ΚΠοινΔ) ή η παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 περ. α' νέου ΚΠΔ), αντιστοίχως, ή ο χαρακτηρισμός της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 2 ΠΚ. Για να είναι δε παραδεκτές οι αντιρρήσεις του καταδικασθέντος, που απευθύνονται αρχικώς στον Εισαγγελέα και μπορούν να εισαχθούν ακολούθως προς κρίση στο Πλημμελειοδικείο ως αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, πρέπει να μην προσκρούουν στο αμετάκλητο της εκτελούμενης καταδικαστικής απόφασης και να υποβληθούν ενόσω διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, να μην έχει δηλαδή καθ' ολοκληρία αποτιθεί η ποινή, που επιβλήθηκε με την καταδικαστική απόφαση, διότι μετά την απότιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης. Σύμφωνα με αυτά, δεν παρέχεται, βάσει των ως άνω διατάξεων του άρθρου 562 του νέου ΚΠοινΔ, δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής, που απαγγέλθηκε αμετακλήτως από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης δικαστήριο μετά από έρευνα της κατηγορίας, ή δυνατότητα επανακαθορισμού της ποινής αυτής λόγω τυχόν ηπιότερης αντιμετώπισης του αξιοποίνου της πράξης, για την οποία επιβλήθηκε, καθόσον αυτό θα προσέκρουε στο άρθρο 2 ΠΚ και στο αμετάκλητο και θα οδηγούσε σε κατάλυση του δεδικασμένου. Ακριβώς επειδή οι αντιρρήσεις ή αμφιβολίες αφορούν αποκλειστικώς τυπικά ζητήματα σε σχέση με την έκτιση της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής, τα οποία πρέπει να επιλύονται ταχέως, προβλέφθηκε με το νέο άρθρο 562 ΚΠΔ κατ' αρχήν εξουσία του οριζόμενου στο άρθρο 549 του νέου ΚΠοινΔ Εισαγγελέα να αποφανθεί επ' αυτών (μη προβλεπόμενη από το προϊσχύσαν αντίστοιχο άρθρο 565 του παλαιού ΚΠοινΔ, κατά το οποίο απαιτείτο απευθείας προσφυγή στο Πλημμελειοδικείο) και δυνατότητα προσφυγής στο Πλημμελειοδικείο του τόπου της εκτέλεσης στη συνέχεια, εάν εκείνος διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα, που προκύπτει, ή, αν υφίστανται αντιρρήσεις του καταδικασμένου ως προς τη διάταξη του Εισαγγελέα, που κατ' αρχήν το επιλύει. Θα ήταν δε και δικονομικώς άτοπο να υποτεθεί ότι ανατέθηκε (μόνο) στον Εισαγγελέα και στη συνέχεια στο Πλημμελειοδικείο, το οποίο ενδεχομένως θα είναι κατώτερο δικαστήριο από αυτό που επέβαλε αμετακλήτως την ποινή, τυχόν επανακαθορισμός αυτής, ο οποίος θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη υπέρβαση εξουσίας του Πλημμελειοδικείου σε περίπτωση παραδοχής τέτοιας φύσεως αντιρρήσεων. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη της 16ης-12-1966, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το νόμο 2462/1997, "1. Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν." Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αποσκοπούν, όπως καθίσταται σαφές από το περιεχόμενό τους, κατ' αρχήν στην εφαρμογή από τα συμβαλλόμενα κράτη της αρχής του "nullum crimen nulla poena sine lege" και δη τη μη ύπαρξη εγκλήματος και συνακόλουθα ποινής άνευ νόμου, που προβλέπει το αξιόποινο αδικήματος κατά το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό διαπράττεται (εδ.α'). Στο δεύτερο εδάφιο, που αποτελεί ουσιαστικά επεξηγηματική συμπλήρωση του πρώτου, προβλέπεται η μη αναδρομική εφαρμογή νόμων που προβλέπουν ποινές αυστηρότερες από τις ισχύουσες κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος (διότι σ' αυτή την περίπτωση η τυχόν αργότερα θεσπισθείσα βαρύτερη ποινή θα επιβαλλόταν ουσιαστικά "sine lege" υφισταμένου κατά το χρόνο διάπραξής του), ενώ με το τρίτο εδάφιο προβλέπεται η εφαρμογή του μεταγενέστερου της διάπραξης του εγκλήματος νόμου, ο οποίος προβλέπει επιβολή ηπιότερης ποινής. Στο τελευταίο εδάφιο δεν διαλαμβάνεται μεν ρητώς η προϋπόθεση του μη αμετακλήτου της καταδίκης για την εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, πλην όμως αυτό σαφώς αναφέρεται σε στάδιο, κατά το οποίο επιβάλλεται η ποινή και, επομένως, σε στάδιο της δικαστικής διαδρομής της κύριας δίκης επί της κατηγορίας, η οποία στη χώρα μας ολοκληρώνεται με το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης. Η διάταξη του τρίτου εδαφίου του ανωτέρω άρθρου του ΔΣΑΠΔ δεν αναφέρεται στο στάδιο έκτισης ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής της. Βάσει αυτής ουδόλως επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα κράτη αναπροσδιορισμός της ποινής, εάν ο νόμος καταστεί ηπιότερος μετά το πέρας της παραπάνω κύριας δικαστικής διαδρομής, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η επιβολή της ποινής από τα δικαστήρια, καθόσον αυτό θα προσέκρουε, κατά τα προεκτιθέμενα, και στη θεμελιώδη για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Παρόμοιο δε περιεχόμενο με το ως άνω άρθρο έχουν και το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας μας, σύμφωνα με το οποίο "έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης", καθώς και το άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο "ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ' ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος". Κατά την ερμηνεία των Διεθνών Συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύεται και η χώρα μας, γίνεται μεν δεκτό ότι η καταδικαστική ποινική απόφαση εκτείνεται και στο στάδιο έκτισης της ποινής, αυτό όμως έχει την έννοια της εφαρμογής σε αυτό το στάδιο των όρων έκτισης της απαγγελθείσας από τα δικαστήρια ποινής, χωρίς να είναι επιτρεπτή η επανεξέταση της απόφασης, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε (βλ. σχετ. ΔΕΕ 21-9/2017, C-171/2016). Περαιτέρω και η θέση, ότι ο όρος "ελαφρύτερη ποινή" στο άρθρο 15 παρ. 1 εδ. γ' του ανωτέρω ΔΣΑΠΔ δεν καταλαμβάνει μόνον το πλαίσιο της ποινής αλλά πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να εμπίπτει σ' αυτό και ο τρόπος έκτισής της, αναφέρεται καταφανώς σε ευμενέστερες μεταβολές των εθνικών δικαίων ως προς τον τρόπο έκτισης συγκεκριμένων ποινών, που επιβλήθηκαν, και όχι σε μεταβολές της αμετακλήτως καθορισθείσας ποινής, «ο τρόπος έκτισης της οποίας μπορεί να παρουσιάζει κατά τα εθνικά δίκαια ελαστικότητα και να υπόκειται σε μεταβολές σύμφωνα με σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως συμβαίνει και στη χώρα μας (με τις προβλέψεις της απόλυσης υπό τον όρο της ανάκλησης, κατ' άρθρ. 105Β ΠΚ, οπότε εκτίεται μέρος μόνο της ποινής και, εφόσον δεν χωρήσει ανάκληση ή άρση της απόλυσης, θεωρείται πως έχει εκτιθεί και το υπόλοιπό της, παρότι ο καταδικασμένος δεν κρατείται πλέον, ή της απόλυσης υπό τον όρο της κατ' οίκον έκτισης με ηλεκτρονική επιτήρηση, κατ' άρθρ. 110Α ΠΚ, ή του ευεργετικού υπολογισμού των ημερών εργασίας κλπ), οι δε καταδικασμένοι ασφαλώς επωφελούνται από τυχόν ευμενέστερες σχετικές διατάξεις, ακόμη και όταν αυτές θεσπίζονται μετά το αμετάκλητο.» Ευμενέστερος είναι ο νόμος που προβλέπει τις ελαφρότερες ποινικές συνέπειες από απόψεως είδους και μέτρου ποινής (ΑΠ 1704/2003, ΠοινΛ 2003, 1923, ΑΠ 1125/1998, ΠΧ ΜΘ 653,, ΑΠ 1278/1995, ΠΧ ΜΣΤ 391, ΑΠ 725/1988, ΠΧ ΛΗ 849, ΑΠ 853/1986, ΛΣΤ 799), όπως λ.χ. όταν με το νέο νόμο η πράξη γίνεται πλημμέλημα από κακούργημα. Ως ανέγκλητη, δηλαδή ατιμώρητη, πρέπει να θεωρηθεί η πράξη, όταν δεν τιμωρείται καθόλου και όχι όταν τιμωρείται απλώς επιεικέστερα (ΑΠ 442/84, ΠΧ ΛΔ 859, ΑΠ 1390/84, ΠΧ ΛΕ 388). Σε περίπτωση που ο νέος νόμος τιμωρεί επιεικέστερα την πράξη, μένουμε στο ισχύον δεδικασμένο, υπάρχει όμως η διέξοδος της προσωρινής απόλυσης με όρο (Μαγκάκης, ΣυστΕρΠοινΚ, άρθρο 2, αρ. 20). Με την προτεινόμενη μεταβατική διάταξη του άρ. 465 παρ. 2 ΠΚ, προβλέπεται ότι «Για τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019) καταδικασθέντες αμετακλήτως σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, για τις οποίες καθορίστηκε, κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 και 2 ΠΚ, συνολική ποινή υπερβαίνουσα τα είκοσι (20) ή δεκαπέντε (15) έτη πρόσκαιρης κάθειρξης, καθώς και τα οχτώ (8) ή πέντε (5) έτη φυλάκισης αντίστοιχα, ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο αυτών λογίζονται τα είκοσι (20), δεκαπέντε (15), οχτώ (8) και πέντε (5) έτη αντίστοιχα». Με την συγκεκριμένη ρύθμιση πράγματι ανατρέπεται το δεδικασμένο αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, έστω και εάν η μειωμένη αυτή εκτιτέα ποινή ισχύει μόνον για την απόλυση υφ΄όρον, δεν επιλύει το βασικό ζήτημα της έκτισης λόγω αμετάκλητης καταδίκης ποινής, που πλέον δεν προβλέπει ο νόμος για την πράξη που καταδικάσθηκε αμετάκλητα ο καταδικασθείς. Όπως εύστοχα επισημαίνει η Συμεωνίδου – Καστανίδου (Νομοθετική πρωτοβουλία μετά την ΟλΑΠ 4/2021, ΠοινΔικ 8-9/2021), δεν λαμβάνεται καμία πρόνοια ούτε για τις μικρότερες συνολικές ποινές ούτε για άλλες, ακόμα πιο προβληματικές περιπτώσεις, όπως λ.χ. η έκτιση κάθειρξης 20 ετών για ένα έγκλημα, όταν σήμερα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15 έτη, ή η έκτιση κάθειρξης όταν το έγκλημα έχει μετατραπεί σε πλημμέλημα. Ορθά προτείνει η Συμεωνίδου, θέση που μας βρίσκει σύμφωνους και εδώ, είτε θα πρέπει να απλουστευθεί η διαδικασία χορήγησης της χάρης για τις περιπτώσεις αυτές, είτε θα πρέπει να θεσπισθεί μια σειρά επιεικέστερων ρυθμίσεων κατά την εφαρμογή των άρθρων 105 έως 110Α ΠΚ, που θα επιτρέπει λ.χ. την έκτιση της ποινής στην κατοικία και για ποινές μεγαλύτερες των 15 ετών ή την απόλυση υπό όρους μετά την έκτιση στη φυλακή ενός μικρότερου μέρους ποινής από τα προβλεπόμενα στο ισχύον άρθρο 105Β ΠΚ. Συμπερασματικά, με όσα ορίζει ανωτέρω η ΟλΑΠ 4/2021 καθίσταται άμεση και επιτακτική ανάγκη η νομοθετική αντιμετώπιση από το νομοθέτη της ρυθμίσεως των ελαφρότερων ποινικών συνεπειών από απόψεως είδους και μέτρου ποινής σε περιπτώσεις που έχουν εκδοθεί ήδη αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις και εκτίονται βαρύτερες ποινές. Με εκτίμηση, Θεμιστοκλής Ι. Σοφός, Δ.Ν. - Δικηγόρος, Μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Γεν. Γραμματέας του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου themis@sofos.com.gr www.sofos.com.gr L +302103633322 M +306944838029